φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα, bonjour!
Το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Λεωνίδα (τον Αθηναίο) – τι λες για τέλη Φλεβάρη;
Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες παίζαμε βόλους (βώλους). Τα κορίτσια δεν έπαιζαν, τουλάχιστον στο χωριό μου. Φαίνεται πως οι βόλοι είναι αγορίστικο παιχνίδι – θα δούμε γιατί είναι αγορίστικο. Υπήρχαν δυο παραλλαγές του παιχνιδιού. Στη μία, κάθε παίχτης έρριχνε ἐναν μικρό βόλο, μια γιάλινη ή σιδερένια (από ρουλεμάν) μπίλια [< γαλλικό bille (la)] από κάποια απόσταση (3-4 μέτρα, πάνω κάτω) σε μια μικρή λακουβίτσα. Άρχιζε να παίζει πρώτος όποιος έβαζε τη μπίλια μέσα στην οπή ή όποιος πλησίαζε πιο κοντά. Αυτός που άρχιζε πρώτος ήταν ο κύριος της τρύπας, της περιοχής: προσπαθούσε να χτυπήσει τις άλλες μπίλιες με τη δική του· εάν χτυπούσε μια μπίλια, ο κάτοχός της έβγαινε από το παιχνίδι· εάν αποτύγχανε, συνέχιζε αυτός που ήταν πιο κοντά στη τρύπα. Νικητής, χωροδεσπότης δηλαδή, αναδεικνύονταν αυτός που είχε χτυπήσει όλες τις άλλες, τους είχε δηλαδή διώξει όλους. Στη δεύτερη παραλλαγή, εάν πετύχαινες τη μπίλια του αντιπάλου, δεν τον έδιωχνες απλά από το παιχνίδι, τού έπαιρνες και τη μπίλια του! Μπορούσες μάλιστα, εάν έπαιζες πρώτος, με μια βολή να χτυπήσεις και να πάρεις δυο και τρεις και τέσσερις μπίλιες, λόγω συνωστισμού!
Δεν δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε ότι οι βόλοι είναι ένα πολεμικό παιχνίδι, μια (από τις πολλές) αναπαράσταση του πολέμου: να γιατί δεν έπαιζαν τα κορίτσια, να γιατί δεν υπήρχε παιχνίδι που να μην καταλήξει σε τσακωμό και βρισίδια και μπουνίδια. Βόλους όμως παίζουν και οι ενήλικες με πολύ μεγαλύτερες μπίλιες. Παιζόταν στη μεσαιωνική Γαλλία, παίζεται ακόμα και σήμερα σε χωριά της Γαλλίας, κάποτε όμως έγινε επιτραπέζιο και ονομάστηκε billard (< bille), > billiards, αγγλιστί· μπιλιάρδο, ελληνιστί. Το γαλλικό μπιλιάρδο παίζεται με τρείς μπίλιες, εκ των οποίων η μία είναι κόκκινη (ή μαύρη;) και λέγεται carambole. Δεν είμαι βέβαιος για την προέλευση της λέξης· εάν η ερμηνεία μου δεν ανήκει στη σφαίρα της παρετυμολογίας, τότε αυτό το cara- μου θυμίζει το τουρκικό kara που σημαίνει μαύρο: carambole, μαύρη σφαίρα, μπίλια; (Παρετυμολογία είναι να ισχυρίζεσαι ότι η λέξη παπάρι προέρχεται από κάποιον παπά που τον λέγανε Άρη και ήταν μεγάλο αρχίδι).
Καραμπόλα (γαλλιστί carambolage) είναι ένα πετυχημένο χτύπημα στο (γαλλικό) μπιλιάρδο: με τη μπίλια σου χτυπάς τις άλλες δύο, τη μία μετά την άλλη. (Το σερί μου ως κοπανατζής και μπορδελοτσαρκάκιας και βυζογλείφτης μαθητής της Ε’ Γυμνασίου (Β’ Λυκείου, 1974-5) ήταν 14, μα τη Παναγία, έπαιζα καλό μπιλιάρδο -με τον Τζό [ο καλύτερος στη μπάλα], τον Σπύρο [ο καλύτερος στο μπιλιάρδο], και τον Αντώνη [ο πρώτος που γάμησε από τη παρέα], στην υπόγα του Μπινιάρη, στα Βριλήσσια). Καραμπόλα όμως λέμε και τις αλλεπάλληλες, αλυσιδωτές συγκρούσεις αυτοκινήτων στο δρόμο. Γιατί αυτό το φαινόμενο το ονομάσαμε καραμπόλα; Ποιος την αποκάλεσε με αυτό το όνομα, πότε;
Continue reading →