φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Η γιαγιά της γυναίκας μου γεννήθηκε το 1923. Οι γονείς της, όλο το χωριό, εγκατέλειψαν το 1922 τον τόπο τους, ορεινό χωριό έξω από την Τραπεζούντα, και, αντί να διασχίσουν την Τουρκία, από φόβο, προτίμησαν να κάνουν ένα μεγάλο κύκλο, να περπατήσουν τα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, να περάσουν Καύκασο, Κριμαία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρουμανία και Βουλγαρία για να φτάσουν στη Β. Ελλάδα. Το ταξίδι διήρκεσε ένα χρόνο – κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού γεννήθηκε η μακαρίτισσα γιαγιά Αναστασία. Ένας χρόνος είναι τέσσερις εποχές, είναι και χειμώνας και φθινόπωρο, και κρύο και βροχές. Η μάνα της γιαγιάς περπατούσε έγκυος, μέσα στο κρύο και τον καύσωνα, πέρασε ποτάμια σαν τον Βόλγα και τον Δούναβη, γέννησε και συνέχισε να περπατά με ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλα μικρά παιδιά να κρέμονται από τη φούστα της. Τροφή δεν κουβαλούσαν μαζί τους – τι έτρωγαν, φίλες και φίλοι, πού κοιμόντουσαν, πώς ζεσταίνονταν, που την έβγαζαν όταν έβρεχε κι έκανε κρύο;
ΟΙ δρόμοι των νεολιθικών κοινοτήτων – αυτή είναι η απάντηση. Πιθανόν να μην τους γνωρίζετε. Ας γράψω κάτι. Από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αγροτικές κοινότητες στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Ανατολία και Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και σε όλα τα Βαλκάνια, από το 8.000 π. Χ. και μετά, το ταξίδι γίνονταν από κοινότητα σε κοινότητα. Ήξερες ότι σε όποια κοινότητα και να φτάσεις, θα φας, θα κοιμηθείς, θα ζεσταθείς, θα ξεκουραστείς. Ακόμα κι αν δεν μιλούσες τη γλώσσα – η φιλοξενία δεν χρειάζεται λεκτική επικοινωνία, οι πράξεις μόνο φτάνουν. Ο φιλοξενούμενος ήταν άρχοντας, φυλακισμένος και ποιητής: είχε ό,τι χρειαζόταν, έπρεπε να τηρεί τους κανόνες και όταν έφευγε υμνούσε τη φιλοξενία. Πρόλαβα και έζησα αυτόν τον τρόπο ταξιδιού – γεννήθηκα το 1959 σε μια περιοχή όπου το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε το 1965 και τα πράγματα που αγοράζαμε ήταν πολύ λίγα, μεταξύ των οποίων φωτιστικό πετρέλαιο, σπίρτα και αλάτι, για μας και τα ζώα. Τα τετράδια τα αγόραζα με αβγά, όταν πήγα σχολείο, το 1964. Θυμάμαι ένα καυγά της μάνας μου με τον πατέρα μου, θα πρέπει να πήγαινα στη Δευτέρα ή στη Τρίτη τάξη. Πέρασε ένας ξένος από το χωριό και στο καφενείο έγινε χαμός ποιος θα τον πάρει στο σπίτι του να τον φιλοξενήσει. Η μάνα μου την έπεσε στον πατέρα μου γιατί δεν επέμενε να τον φέρει να τον φιλοξενήσουμε εμείς. Λέγανε μάλιστα ότι το σπίτι δεν πρέπει να το κλειδώνεις γιατί μπορεί να περάσει ο θεός να δει εάν η κοινωνία πάει καλά – ο ξένος ήταν ο θεός.
Continue reading →