Η Θεολογία δεν είναι ο λόγος περί του Θεού, είναι ο λόγος περί της ισχύος του Θεού, αφού ο Θεός είναι η προσωποποίηση της Ισχύος. Ποιος είναι ο ποιητής, ο δράστης, αυτής της προσωποποίησης; Ο Κύριος βέβαια. Διατείνομαι λοιπόν ότι η Θεολογία είναι ο λόγος περί της ισχύος του Κυρίου. Ποιας ισχύος όμως; Της διαθέσιμης υπάρχουσας ή της επιθυμητής, της επιδιωκόμενης; Της επιθυμητής, της επιδιωκόμενης. Διότι ο Κύριος δεν είναι τόσο ισχυρός όσο θα ήθελε να είναι. Εάν ήταν όσο ισχυρός θέλει, θα ήταν Θεός αλλά δεν είναι. Θέλει να γίνει Θεός, αθάνατος δηλαδή, πανίσχυρος, πιο ισχυρός και από τη Φύση (Θάνατος) και απο τους αντιπάλους του (Κυρίους και Υποτελείς).
ΣΤΗΝ έννοια του Θεού, στην προσωποποίηση αυτή λανθάνει λοιπόν η επιθυμία του Κυρίου. Η επιθυμία της αύξησης της ισχύος έπλασε τον Θεό. Εάν αυτή η επιθυμία υπάρχει, ο Θεός υπάρχει. Εάν το πλάσμα της επιθυμίας Του, της φανασίας Του, της φαντασίωσής Του υπάρχει, τότε ο Θεός υπάρχει. Εάν η επιθυμία αυτή δεν έχει εκπληρωθεί, τότε ο Θεός δεν υπάρχει – θα υπάρξει όταν θα εκπληρωθεί, όταν ο Κύριος γίνει αθάνατος. Κατά συνέπεια, ο Θεός και υπάρχει και δεν υπάρχει.
ΔΥΟλεωφορεία χωρίς οδηγό κυκλοφορούν στους δρόμους των Τρικάλων· τον Οκτώβριο θα γίνουν έξι. Πότε θα γίνουν δέκα; Ποια θα είναι η επόμενη πόλη στους δρόμους της οποίας θα κυκλοφορούν λεωφορεία χωρίς οδηγό; Ποιες θα είναι οι επόμενες; Δεν το γνωρίζουμε και δεν έχει και σημασία. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι σε λίγα χρόνια, τα περισσότερα λεωφορεία θα κυκλοφορούν χωρίς οδηγό. Σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη – περιοριζόμαστε σε αυτά τα χωρικά πλαίσια.
ΕΙΝΑΙ πολύ ευχάριστο. Η οδήγηση, η δουλείά του οδηγού του λεωφορείου, του φορτηγού αυτοκινήτου, του ταξί, του ασθενοφόρου είναι μόχθος, είναι πολύ κουραστική, είναι πολύ μονότονη, είναι καταστροφική για τον εργαζόμενο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου εργάζεται, με τα δύο χέρια, με τα δύο πόδια, με τα μάτια και τα αφτιά. Χειρίζεται μια μηχανή και ένα σύστημα κατεύθυνσης του αυτοκινήτου οχηματοβλήματος τα οποία εμφανίστηκαν προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Εάν συγκρίνουμε έναν βιομηχανικό προλετάριο εκείνης της εποχής, και της σημερινής ασφαλώς, και τον οδηγό, οποιασδήποτε εποχής, θα παρατηρήσουμε ότι μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Και οι δύο είναι ακίνητοι, ακινητοποιημένοι – ο ένας εν στάσει, ο άλλος εν κινήσει.
ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου, του λεωφορείου, του φορτηγού είναι ο χειριστής του οχήματος, το οποίο κάθε άλλο παρά όχημα είναι, όπως έχουμε υποστηρίξει. Τώρα αποδεικνύεται ότι δεν είναι! Και τί ήταν, είναι, εάν δεν είναι χειριστής; Είναι ένα εξάρτημα, ένα μέρος της μηχανής. Αυτό που χρειάζεται το αυτοκίνητο για να κινηθεί είναι τα μάτια του οδηγού. Το αυτοκίνητο, από τη στιγμή που δεν βλέπει, δεν είναι αυτοκίνητο, δεν μπορεί να πάει μόνο του στο περίπτερο! Ο οδηγός είναι ένας αιχμάλωτος, είναι ένας δούλος του αυτοκινήτου. Εάν μπορούσε το αυτοκίνητο με κάποιο τρόπο να βλέπει, ο οδηγός θα ήταν περιττός.
ΣΕ τριάντα με σαράντα χρόνια η μεταμόσχευση κεφαλιού θα είναι δυνατή, διάβασα κάπου αλλά δεν θυμάμαι που· το μόνο που θυμάμαι είναι ότι την εν λόγω επιστημονική προφητεία τη διατύπωσε κάποιος ειδικός στις μεταμοσχεύσεις. Κάποιοι φίλοι και κάποιες φίλες, με τους οποίους έχουμε συζητήσει πάνω από το τραπέζι του γλεντιού, θα υποθέσουν ότι κάνω πλάκα, ότι την ιστορία αυτή την έπλασε, ως συνηθίζει, ο πολυευφάνταστος εγκέφαλός μου. Σας ορκίζομαι στη Παναγιά την Παρθένα, δεν την επινόησα. Όταν τη διάβασα, αναστατώθηκα. Να ένα άλλο κεφάλαιο για τη Φιλοσοφία της Αθανασίας, που θα εκδώσουν οι φίλοι και οι φίλες την εποχή που θα πραγματοποιούνται μεταμοσχεύσεις κεφαλιού.
ΔΕΝ θα ασχοληθώ σήμερα με το ζήτημα εάν είναι δυνατή μια τέτοια μεταμόσχευση. Το γεγονός ότι, παρ΄ όλη την πρόοδο στη γενετική και τη μοριακή βιολογία και στην αγγειοχειρουργική, θα είναι δυνατή σε τριάντα με σαράντα χρόνια δηλώνει το δύσκολο του εγχειρήματος. Ώστε προς το παρόν δεν είναι παρά μια επιθυμία, η τελευταία επιθυμία στην τεράστια σειρά που η αρχή της ανάγεται στην Ιλιάδα. Αφού η πηγή κάθε επιθυμίας είναι η αδυναμία, όσο θα υπάρχει αδυναμία πάντα θα αναφύονται και θα διατυπώνονται επιθυμίες. Ποια όμως αστείρευτη αδυναμία γεννά αενάως αναρίθμητες επιθυμίες;
ΤΕΛΕΙΩΣΑ το ζύμωμα, καμιά δωδεκαριά φρατζόλες και σουμούνια (καρβέλια), έβαλα ξύλα στη σόμπα ν΄ ανέβει η θερμοκρασία (για τη ζύμωση της μπίρας, ανησυχώ, δεν βλέπω πολλές αφροζύμες στην επιφάνεια του κουβά) και κάθομαι να γράψω. Σήμερα θα σχολιάσω αυτό που είπε ο αθάνατος Andreas Lubitz σε φίλη του: eines tages wird jeder meinen namen kennen, μια μέρα όλοι θα γνωρίζουν το όνομά μου. Είμαι βεβαιότατος ότι το είπε – και ποιος δεν το έχει πει ή δεν το είπε αλλά το σκέφτηκε; Ποιος, ποια δεν το επιθύμησε; Εγώ; Εσύ; Ελάτε τώρα, ήρωες εσμέν, ήρωες εστέ, ήρωες εισίν. Δεν το ένιωσε, δεν του πέρασε από το μυαλό, δεν το σκέφτηκε, δεν το επιθύμησε ο Φρόιδ, ο Μάρξ, ο Πικάσο, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Γιάννης Μακριδάκης; Είναι δυνατόν να ζεις σε κοινωνία της δυτικής Κυριαρχίας και να μη το νιώσεις, να μη το σκεφτείς, να μη το επιθυμήσεις;
Η επιθυμία της διάκρισης είναι η κομβική επιθυμία του ήρωα. Η επιθυμία αυτή είναι το θεμέλιο της μεγαλομανίας, της δίδυμης αδερφής του ναρκισσισμού και του ατομικισμού. Είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει να ξεχωρίζει και να μιλούν όλοι γι΄ αυτόν; Δεν το γνωρίζω, pablo. Εάν είναι, είναι βέβαιο ότι όλες σχεδόν οι κοινωνίες του παρελθόντος την έλεγξαν, θα έλεγα επιτυχώς, αυτή την επιθυμία και την περιόρισαν μέχρις και εξαλείψεως. Υπήρξαν όμως και κοινωνίες που όχι απλά αδιαφόρησαν, όχι απλά δεν την έλεγξαν αλλά την ενίσχυσαν με κάθε τρόπο, την έκαναν κομβική αξία, κεντρική συμπεριφορά: οι ποιμενικές κοινωνίες και όσες προήλθαν από αυτές. Καλή ώρα.
ΤΙ σημαίνει, φίλες και φίλοι, κλέος, δηλαδή φήμη; Κλέος, κύδος, φήμη, δόξα είναι να μιλούν (καλώ, κλέος) για σένα, όσο πιο πολλοί, τόσο πιο μεγάλο το κλέος. Αφαίρεσε η Αντζολίνα τις ωοθήκες της, μην εμφανίσει καρκίνο (- και τη σκαπούλαρε, νομίζει), και η μισή ανθρωπότητα ασχολείται με το μουνί της. Ηρωίνη η Τζολί, μεγάλη ηρωίνη (:ηρωίδα). Ποια είναι η προέλευση του ποιμενικού κλέους; Θα την εκθέσω συνοπτικά: όσοι πιο πολλοί μιλούν για σένα, επειδή διακρίθηκες στον πόλεμο,τόσο πιο πολλές αξιώσεις επί της λείας έχεις το δικαίωμα να προβάλεις, τόσο πιο μεγάλο κομμάτι θα πάρεις, τόσο πιο πολύ θα αυξηθεί ο πλούτος και η ισχύς – κι όλα αυτά για την επιβίωση, επαναλαμβάνω, για την επιβίωση, όχι για τη ζωή. Ο κακομοίρης, ο bedauernswert, ο ήρωας, ο συγκυβερνήτης, ο αθάνατος Andreas Lubitz για την επιβίωση αγωνιζόταν: αγόρασε δύο αυτοκίνητα, ένα για την έγκυο φίλη του, που τον παράτησε πριν ένα μήνα, μάλλον το αυτοκίνητο θα το πήρε μαζί της, έμεινε μόνος, διαδίδετο ότι θα χάσει τη δουλειά του, θα βρεθεί χρεωμένος και άνεργος – τον πούτσο κλαίγανε, φίλες και φίλοι.
ΠΡΙΝ 2.600 χρόνια μια μικρή, μικροσκοπική μαύρη τρύπα, κοινωνική και πολιτισμική, εμφανίστηκε σε μια άκρη της Γης, στην αρχαία Ελλάδα, στα μικρασιατικά παράλια, στις πόλεις των δουλοκτητών γαιοκτημόνων – η δυτική Κυριαρχία. Η μαύρη τρύπα είναι ένας στρόβιλος που έχει τόσο μεγάλη βαρύτητα (η γνώμη του έχει μεγάλη βαρύτητα) που ρουφάει, τραβάει, καταπίνει ό,τι προσεγγίζει σε αυτήν, ή αυτή προσεγγίζει, και το εξαφανίζει, το εξαϋλώνει, το νεκρώνει, το κάνει α-θάνατο. Η μικροσκοπική μαύρη τρύπα της δυτικής Κυριαρχίας, λόγω της μεγάλης βαρύτητας της (της ανείπωτα έντονης επιθυμίας του ήρωα-γαιοκτήμονα), έμελλε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει και σήμερα να έχει επεκταθεί σε όλον τον πλανήτη.
Η δυτική Κυριαρχία είναι η σφοδρότατη επιθυμία (βαρύτητα) εξαφάνισης του θανάτου, η εντονότατη βούληση καθυπόταξης της φύσης με σκοπό την επίτευξη της σωματικής αθανασίας· δεν πρόκειται για μεταφυσική αγωνία, για εναγώνια μυστικιστικά ερωτήματα για το άγνωστο Υπερπέραν, για το μυστηριώδες Εκείθεν, όχι, όχι, κατά κανένα τρόπο. Η επιθυμία αυτή, η βούληση αυτή είναι παράγωγο μιας άλλης επιθυμίας: του εξοβελισμού του Γίγνεσθαι, της μεταβολής, της αλλαγής – της αποθέωσης του Είναι, της αμεταβλησίας, της μονιμότητας, της σταθερότητας, της αφθαρσίας: ό, τι υπάρχει, δεν γίνεται και ό,τι γίνεται, δεν υπάρχει, μας λέει ο Παρμενίδης συμπυκνώνοντας σε μια πρόταση το Περί φύσιος έργο του, θέτοντας τα θεμέλια της μεταφυσικής της δυτικής Κυριαρχίας, μεταφυσική που δεν είναι παρά αντεστραμμένη τελολογία, δηλαδή ένα corpus επιθυμιών που θα εκπληρωθούν μια μέρα (μέσω της γνώσης, της επιστήμης, συμπληρώνει ο Πλάτων), συντεθειμένο (το περί φύσιος) σε δακτυλικό εξάμετρο, το μέτρο της ηρωικής ποίησης των ηρώων ποιμένων και αργότερα δουλοκτητών γαιοκτημόνων (που έγινε και μέτρο της φιλοσοφικής ποίησης). Ας αποκωδικοποιήσουμε τον Παρμενίδη και όλη την αρχαία ελληνική σκέψη: η κυριαρχική σχέση, η σχέση μεταξύ Κυρίου και Υποτελούς, υπάρχει, δεν γίνεται – αποκλειομένης της αλλαγής, της μεταβολής, μια άλλη κοινωνική σχέση δεν μπορεί να υπάρχει. Ο τελικός τρόπος ενίσχυσης της κυριαρχικής σχέσης είναι ο εξοβελισμός του θανάτου, η επίτευξη της σωματικής αθανασίας (του Κυρίου, εννοείται).
ΜΑΣ αρέσει να βλέπουμε τους άλλους να . . ., πώς να το πω κομψά, αφού αποκλείσω την απαίσια έκφραση ‘κάνω έρωτα’; Να συνευρίσκονται ερωτικά, να γαμιούνται; Αισθάνομαι ότι και οι δύο αυτές επιλογές μου είναι ανεπαρκείς – θα διατηρήσω το γαμιούνται. Όταν λέω να βλέπουμε εννοώ να βλέπουμε όχι αληθινούς, όχι πραγματικούς αλλά, για να σκεφτούμε και να μιλήσουμε νιτσεϊκώς, ζωντανούς ανθρώπους, ζωντανά, ζεστά κορμιά – όχι εικόνες. Θα έρθουμε και στις εικόνες- οι οποίες είναι και αληθινές και πραγματικές.
ΕΑΝ μας αρέσει, γιατί; Μας αρέσει, φίλες και φίλοι, μας αρέσει πολύ. Ο Λέβι Στρος στους Θλιβερούς Τροπικούς διηγείται ότι σε μια φυλή τροφοσυλλεκτών της Βραζιλίας τα ζευγάρια που ήθελαν να γαμηθούν απομακρύνονταν λίγα μέτρα από τον καταυλισμό κι εκεί έβγαζαν τα μάτια τους – αυτή αν είναι απαίσια, τσομπαναραίικης καταγωγής έκφραση – η σεμνοτυφία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας μας το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο. Αμέσως τα παιδιά έτρεχαν πίσω από τους θάμνους για να δουν – μιμούμενα κινήσεις, γελώντας και σχολιάζοντας. Το περιστατικό αυτό συμπυκνώνει, συνοψίζει μια πρακτική που ήταν κοινή σε όλους τους πολιτισμούς για πολλές δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Τα παιδιά εξοικειώνονταν με το γαμήσι και επιπλέον μάθαιναν.