φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Απευθύνομαι σε ζευγάρια και οικογένειες που σκέφτονται να εγκαταλείψουν την πόλη που ζουν και να ζήσουν σε χωριό αλλά δεν ξέρουν, δεν έχουν που να πάνε, και τους προτείνω να έρθουν στην Καστανούσα, να ζήσουμε και να εργαστούμε μαζί. Θα με ρωτήσετε ποια είναι το κίνητρά μου. Θα σας απαντήσω ευθέως και πολύ απλά: είναι δύο, δεν θα ήθελα να τα χαρακτηρίσω εγώ, χαρακτηρίστε τα εσείς.
Το πρώτο: απεχθανόμουν, απεχθάνομαι και θα απεχθάνομαι το επάγγελμα, τη δωδεκάμηνη οχτάωρη εργασία, τη μισθωτή δουλεία – δεν θέλω να ξανακάνω μεροκάματο στη ζωή μου, δεν θέλω. Μου αρέσει τόσο πολύ η ελεύθερη εργασία που κάθε πρωί περιμένω στο παράθυρο πότε να ξημερώσει, να βγω έξω, στα χωράφια, στο δάσος, τα ποταμάκια: εάν δεν εργαστώ τουλάχιστον τέσσερις ώρες χειρωνακτικά τη μέρα, δεν μπορώ, παθαίνω κατάθλιψη, δεν νοιώθω καλά. Είμαι πεπεισμένος ότι το ξεπέρασμα του επαγγέλματος, της οχτάωρης εργασίας, της μισθωτής δουλείας , της ανεργίας, της πόλης δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συμβίωση και την συνεργασία με άλλους. Μπορείτε να φανταστείτε τρεις οικογένειες να έχουν ένα αυτοκίνητο και να μοιράζονται τα έξοδα; Εάν η εκτροφή ζώων είναι εγκλεισμός, η εκ περιτροπής φροντίδα τους εξασφαλίζει και τροφή και ελευθερία.
Το δεύτερο: εάν είμαι ζωντανός σήμερα, αυτό το οφείλω στους φίλους και στις φίλες. Εκτός από τους φίλους, συνάντησα ανθρώπους που με βοήθησαν με τον τρόπο τους αλλά δεν τους ξαναείδα στη ζωή μου, ποτέ, ποτέ, θα τους θυμάμαι όμως μέχρι να πεθάνω – το κακό το ξεχνάω σε δύο δευτερόλεπτα (το δείχνουμε όταν κάνουμε το σήμα της νίκης. . .) αλλά το καλό, την βοήθεια, την αλληλεγγύη θα το ξεχάσω μόνο όταν θα πεθάνω – η αχαριστία και η αγνωμοσύνη είναι μεγάλες αμαρτίες – τη λέξη αμαρτία δεν την εννοώ με την χριστιανική σημασία, για όνομα της Ζωής! Μια μέρα, ξέμεινα από βενζίνα (μπροστά στο βενζινάδικο!) σε κωμόπολη της Κρήτης, ήταν Κυριακή, άφραγκος, πήγαινα για δουλειά στην Ιεράπετρα κι ο βενζινάς δεν μου έβαζε βενζίνα ό,τι και να του έλεγα. Κάθισα στην άκρη καθισμένος κι απελπισμένος· βλέπω από μακριά ένα φρικιό, σαν και μένα, με μαλλιά και μούσια, με πλησιάζει και με ρωτάει τι μου συμβαίνει. Του εξηγώ και βγάζει ένα χιλιάρικο, το 1986 γέμιζες το ρεζερβουάρ, και μου το δίνει. Τον ρωτάω, που θα σε βρώ να σου τα επιστρέψω, και μου λέει: όταν δίνουμε, από αλλού τα παίρνουμε. Κι εφυγε. Πώς να τον ξεχάσω. Πολύ πιο σύντομα: δεν είμαι αγνώμων και αχάριστος, με βοήθησαν, θα βοηθήσω – θα βοηθήσω κι αυτούς που με βοήθησαν αλλά κι αυτούς που δεν με βοήθησαν και δεν τους γνωρίζω.
Ας δούμε όμως κάποια πρακτικά ζητήματα για να σχηματίσετε μια ευκρινή εικόνα για το πως ζούμε και τι κάνουμε στη Καστανούσα, στην οποία μεταναστεύσαμε στις 11 Μαΐου 2013.
Continue reading →