Θ. Θανασάκη, τι κάνεις, αγοράκι μου; Πάλι διαβάζεις; Πρόσεχε ρε συ μη σου φύγει καμιά οξεία!
Αθ. Παππούλη! Χρόνια και ζαμάνια! Τι έκπληξη είναι αυτή; Πως και με θυμήθηκες;
Θ. Δεν είμαι καλά, Θανασάκη, δεν είμαι καλά.
Αθ. Τ’ι έχεις, Θεούλη μου;
Θ. Τι να ‘χω, βρε Θανασάκη, τι νά ‘χω! Εκείνο το Άγιο Πνεύμα μου έχει πρήξει τ΄αρχίδια. Άχρηστο, αγορίνα μου, άχρηστο, για τα μπάζα είναι.
Αθ. Ε, όχι κι άχρηστο! Είναι σα να λες ότι εσύ είσαι άχρηστος. Τί σου έκανε πάλι;
Θ. Το έστειλα να καθαρίσει τη κατάσταση με τον Πάπα και γυρνάει και μου λέει ότι οι καρδινάλιοι είναι μαλάκες, ότι είναι έτσι και γιουβέτσι, και σούξου και μούξου, το μαλακισμένο!
Αθ. Δεν έχει δίκιο; Όλα κι όλα, Θεούλη μου, το Άγιο Πνεύμα ξέρει πολύ καλά και τι θέλει και τι κάνει. Οι άλλοι είναι μαλάκες!
Θ. Γιατί είναι μαλάκες, αγορίνα;
Αθ. Είναι κολλημένοι, γι΄αυτό! Φαντάζομαι πως θέλουν να γίνει το δικό σου!
Θ. Ναι, θέλω να γίνει το δικό μου. Θέλω να θέλουν να εκλέξουν ένα τύπο με πολλά κονέ, με επιχειρηματίες, με πολιτικούς, με στρατιωτικούς, με φιλοσόφους, έναν πουτανιάρη. . . Κάποιον που να μου μοιάζει, κάποιον άξιο αντιπρόσωπό μου επί της Γης.
Αθ. Θεέ μου! Αυτό είναι ψιλοπροβληματάκι!
Θ. Τι λες, ρε μαλακισμένο; Τα ίδια μου λέει και το Άγιο Πνεύμα.
Αθ. Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι, βλήμα έ βλήμα! Πολύ καλά κάνει! Θυμάσαι που σου έλεγα πριν από χρόνια ότι μια μέρα θα δούμε μαύρο πρόεδρο στην Αμερική; Το θυμάσαι;
Θ. Το θυμάμαι, πως δεν το θυμάμαι. Πως το πρόβλεψες, ρε θηρίο;