‘Ανάθιμάμι άμα έχτι ούλ σας γνώσ’ ίσια μι τουν πούτσουμ’

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Η μαρτυρία που δημοσιεύω σήμερα είναι ένα

Απόσπασμα πρακτικού συνεδριάσεως της Εφοροδημογεροντίας Σουφλίου της 1ης Αυγούστου 1904

Είμαι βέβαιος ότι σε μερικά σημεία δε θα μπουρέστι να του καταλάβτι, ούτι γω μπουράω που γινίθκα ιδώ, σ’ αυτά τα μέρια. Να σας υπενθυμίσω ότι το Σουφλί, όπως όλη η βόρεια Ελλάδα, το 1904 ανήκει στην Τουρκία και είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του Έβρου, ένα πρώιμο βιοτεχνικό και αστικό κέντρο – τα αρχοντικά της εποχής αυτής σώζονται ακόμα. Την εποχή αυτή το Διδυμότειχο είναι μια μικρή κωμόπολη, η  Αλεξανδρούπολη (Δεδεάγατς)  ένα μικρό  χωριό ενώ η Ορεστιάδα δεν έχει κτιστεί ακόμα. Διευκρινίζω ότι η Εφοροδημογεροντία  ήταν ό,τι είναι σήμερα το Δημοτικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους άνδρες του Σουφλίου.  Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι η εξέταση του αιτήματος μια δασκάλας να της δοθεί αύξηση στο μισθό. Για την κατανόηση του κειμένου παραθέτω  (ελλιπές) γλωσσάρι. Εάν φίλος ή φίλη μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις εκφράσεις που δεν κατανοώ, θα μας βοηθήσει πολύ. Τα σημεία στίξης μέσα στις παρενθέσεις είναι δικά μου.

 

ΑΝΑΣΤΑΣ Αφέντης. Γραμματέας. Αναγιγνώσκει τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδριάσεως.

ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΚ Υποβάλλει αναφορά της δασκάλας Μ. . . . ζητούσης αύξηση μισθού

ΣΤΑΜΑΤΑΚΣ Σκατά. Καλά είνι τόσα απ’ τσ’ δίνουμι.

ΠΑΝΑΓΙΟΥΤΑΚΣ Δεν πέριν τουν πούτσουμ σκατουβρώμα (;). Δεν σόν απ’  δε φκιάν τίπουτα, ουλ μέρα μι του μνιτς ψειρίζιτι, κόμα χαλέβ να τσ’ αρτίσουμι κι του μηνιάτκου τς (!)

ΧΑΡΑΜΠΑΡΑΣ Οχ. Μιταλίκ παραπάνου δε δίνουμι. Δε γαμώ τουν κώλου τς, δε γαμώ τσίφα τς.

ΠΑΝ. ΤΣΙΑΚΙΡΣ Ούχα, τι τουκάνουμι ιδώ μπε τζιάνουμ, ούλ παραπάν χαλέβουν. Πούθει βγαίνουν αυτοί παράδις (;).

Continue reading

οι αγορές ανησυχούν, δείχνουν νευρικότητα, πανικοβάλλονται – μπίρες πίνουν;

ναι, φίλες και φίλοι, οι αγορές πίνουν μπίρες – μια αγορά,  που γνώρισα εγώ τουλάχιστον,  έπινε μπίρες από το πρωί μέχρι το βράδυ – ήταν Γερμανός.

καλή σας μέρα, φίλες και φίλοι

Continue reading

η χαιρεκακία του προϊστάμενου Κυρίου [1]

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Μου είχε πει κάποτε ο πατέρας μου, να ‘ναι καλά: κάνε ό,τι θες στη ζωή σου, μόνο μη ρουφιανέψεις και μη σκοτώσεις. Μιας όμως και δεν αρκέστηκα σε έναν μόνο πατέρα, άλλοι τέσσερις (τουλάχιστον)  πατεράδες μου είπαν, να μη γίνω μπάτσος ή καραβανάς, να μη γίνω σταρ, να μη κάνω καριέρα, δηλαδή να μη γίνω προϊστάμενος, μεταξύ των άλλων. Μιας και το ΄φερε η κουβέντα, ας αναφέρω και τους άλλους πατεράδες μου: τον παππού μου, πέθανε το 1977, τον φίλο  Θεόδωρο Μπασιάκο, που ζει στην Αμαλιάδα, γειά σου Θόδωρα, ας είναι και νεώτερος, τον φίλο  Ντέτλεφ, μαθητή του Χάμπερμας που ζει με άλλους και άλλες 4ο σε μια οικοκοινότητα στην Ιταλία, την Utopiaggia, έναν οικοδόμο, πέθανε, επέστρεψε το 194ο με τα πόδια (ένα ολόκληρο χρόνο)  από την Αλβανία στην Αθήνα, επισκευάζοντας στέγες από χωριό σε χωριό για ένα πιάτο φαΐ,  και το γιό μου Παύλο, που είναι μεν 8 χρονών αλλά είναι μάγκας, όπως είναι και ήταν και οι προαναφερθέντες, με την αρχική σημασία της (τούρκικης)  λέξης  (σοφός). Η λειτουργία  του πατέρα δεν κοιτάζει χρόνια, κοιτάζει σοφία και ο καθένας μας και η καθεμιά μας έχει μια σοφία που δεν την έχει ο άλλος, η άλλη. Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι είμαστε όλοι δάσκαλοι, δασκάλες, μαθητές, μαθήτριες! Διά βίου μάθηση, δια βίου διδασκαλία. Τις μητέρες μου, καμιά δεκαριά, θα τις μνημονεύσω μια άλλη μέρα.

Είμαι πενήντα τριών ετών κι όσο περνάνε τα χρόνια το πρόβλημά μου με τη διαταγή ολοένα και χειροτερεύει. Δυσκολεύομαι ολοένα και πιο πολύ και να διατάξω αλλά και να υποστώ διαταγές. Υποστηρίζω πολύ συχνά ότι η διαταγή, πέραν της κοινωνικής της διάστασης έχει και μια ψυχολογική: είναι ένας τρόπος εκτόνωσης του άγχους. Όταν κάποιος υφίσταται τη βία της διαταγής, αυτό που κάνει δεν είναι μόνο ότι υπακούει αλλά και ότι γίνεται αποδέκτης των αγχών και της σκατοψυχίας του άλλου. Κατά συνέπεια, μιας και το άγχος ξαλαφρώνει, αλλά μόνο προσωρινά, διότι η πηγή (του άγχους)  αναβλύζει ασταμάτητα, η διαταγή χαρίζει υγεία και χαρά στον Κύριο (προϊστάμενο) και τον κάνει ολοένα και πιο χαιρέκακο. Όταν σε βλέπει να υποφέρεις (από την διαταγή) χαίρεται, κι όταν δεν μπορεί να διατάξει, όταν σε βλέπει να είσαι καλά, υποφέρει.

Continue reading

φάγαμε πακέτο: ημερολόγιο ολίγων ημερών [2]

Πετράδες, ξημέρωσε,  26 Μαρτίου 2007

Ξύπνησα με στύση, στις έξι. Η αμοιβή της χειρωνακτικής εργασίας στη φύση. Της ελεύθερης, όσο γίνεται. Δεν έβρεξε, ήμουνα στ’ αμπέλια μέχρι που νύχτωσε. Άδειασα τη στάχτη, τη πετάω στ’ αμπέλια. Έφερα μια αγκαλιά ξύλα, ούτε ένα αστέρι στον ουρανό. Κάνει κρύο. Στις δυο και μισή με ξύπνησε το ποντίκι. Έβαλα κασέρι στη φάκα πριν κοιμηθώ. Το αγνόησε. Κάποιος πρέπει να είναι πιο έξυπνος από τον άλλον. Να βάλω αυγό

Continue reading

ο λόφος του Διαβόλου και ο Γολγοθάς: τα μπάζα της επιτυχίας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Μιας και σήμερα δε θα πάω στη δουλείά, μετά από ένα πενθήμερο που θα το χαρακτήριζα Γολγοθά, εννοώ τον Γολγοθά της μισθωτής εργασίας, της μισθωτής απαγωγής και αιχμαλωσίας, τα μπάζα της οποίας κείτονται σωρηδόν όπου κι αν αφήσετε το βλέμμα σας να περιπλανηθεί, μιας και σήμερα δεν θα πάω στη δουλείά, θα καταπιαστώ με ένα θέμα, το οποίο είναι τόσο ενδιαφέρον και τόσο σοβαρό που αξίζει το κόπο πραγματικά να το παραβλέψουμε. Αλλά εδώ είναι Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών, δεν είναι παίξε γέλασε, δεν είναι παίξε γέλασε, μια μέρα θα ασχοληθούμε και με αυτήν τη μεγαλείωδη φράση, και δεν θα το παραβλέψουμε – πρόκειται για το θέμα των μπάζων.

Η Κυριαρχία είναι μια κοινωνική σχέση που παράγει μπάζα, η καπιταλιστική όμως Κυριαρχία είναι άπαικτη, unpaiktable. Θα αποφύγω να μιλήσω για τα

Continue reading

φάγαμε πακέτο: ημερολόγιο ολίγων ημερών (1)

Πετράδες, αργεί να ξημερώσει, 25 Μαρτίου 2007

Σηκώθηκα πιασμένος, στις τρεις και τέταρτο. Άναψα τη σόμπα κι έφτιαξα καφεδάκι. Ήρθε η ώρα για το δεύτερο. Ανοίγω το ράδιο. Η βελόνα κολλημένη στην Ισταμπούλ, κλασική αυτή τη ώρα. Μετέφρασα λίγους στίχους Παρμενίδη, τελειώνει όπου νάναι· διάβασα ένα κεφάλαιο από τη Λευκή μυθολογία. Ο Παρμενίδης πέταξε τη μπανανόφλουδα και ο πρώτος που τη πάτησε ήταν ο Πλάτων. (Ως αριστοκράτης, πλούσιος δουλοκτήτης γαιοκτήμονας, δε θα μπορούσε να μη τη πατήσει). Τώρα είμαι  βέβαιος ότι το Περί φύσιος θα πρέπει να το δούμε κυρίως (κυρίως) ως κείμενο πολιτικής φιλοσοφίας: το εἶναι, το εόν, τα εόντα είναι η Κυριαρχία, υπάρχει, το μή-εἶναι, η μη-Κυριαρχία, δεν υπάρχει. Διατηρώ τις μεταφορές στη μετάφραση αλλά στην ερμηνεία παρουσιάζω τις (ασυνείδητες;) επιθυμίες του αριστοκράτη, θα το ξεμασκαρέψω το κείμενο, από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Χτες άνοιξα πάνω

Continue reading

Ο Εβαγκελισμός τις Θεωτόκου.

Το παρακάτω κείμενο (έκθεση) το έγραψε μαθητής της ΣΤ’ τάξης από χωριό της Κρήτης, στο νομό Ηρακλείου, στις 17 Φεβρουαρίου 2011.

 

 

Θέμα: Ο Εβαγκελισμός τις Θεωτόκου.

 

Ο λουκάς εβαγκελίστικε  ότι θα γενιθή ο χριστός. τότε ο θεός πέζη μια τ ανγκέλου και λέει του.

γλάκα μωρέ στη γη να βρίς το μαριό κε να του ιπής πως θα γενήσι το χριστό. κράθιε του και τούτονε το κρινο. θα δεχτεί πιο εύκολα.

κι ετσά γλακά ο άνγκελος στη γη επίγε κι ίβρικεν το μαριό και ίπε του. μαρία εσι δε το κατές μα είσαι βαρεμένο γιατί θα γενήσις το χριστό.

κε το μαριό τότε λέει. όφου! όφου! ίντα παθα! Κε ίντα νε τανά απού μου μιλίς. ας είναι όμως. θα τονε γενήσο το χριστό. . . ποιος άντρας όμως θα με παντρευτί;

και ίπετζι ο άνγκελος.

μι στενοχοράσε συ μαριό κε επίε ο άγκελος στον Ιωσηφ κε του λέει.

ιωσιφ το μαριό ειναι βαρεμένο απο το θεο κε θα γενήσι το χριστό. συ ομως θα το παντρευτίς κε δε θα σε νειάζι πράμα.

τότε ο ιωσίφ που δεν επίστεψε λέξι απο τα λόγια του ανγκέλου επαντρεύτικε το μαριό.

κε όντενε γενούσε έδωκε την εντολί να σφάξουνε όλα τα μορά του κόσμου

32 σεντς, τόσα χρειαζόμαστε

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα θα σας εξομολογηθώ κάτι που δεν το γνωρίζει ούτε η Χρηστίνα Αμαρυλλίς ούτε ο Θόδωρας. Το είπα στην Τασούλα, αλλά δε με πίστεψε. Τι κατάρα να μη σε πιστεύει η γυναίκα σου! Εν τάξει, τέλος πάντων, φυσικά. Μια από τις δουλειές που έκανα όταν ζούσα στην Ευρώπη, ήταν και δημοσιογράφος, ελεύθερος συνεργάτης, στη Suddeutsche Zeitung, ναι, ναι. Με το ψευδώνυμο Hans Strassehund (Χανς Κοπρόσκυλος, Κοπρίτης, Αδέσποτος, θα μεταφράζαμε το επώμυνο, που λέει και η Αποστολία).  Δημοσίευα συνεντεύξεις απλών ανθρώπων αλλά και γνωστών συγγραφέων, καλλιτεχνών, διανοητών, πολιτικών και άλλων ηρώων. Ζούσα στο Βερολίνο, μετά από μια σύντομη διαμονή ολίγων μηνών σε ένα κοινόβιο καλλιτεχνών, στις υπώρειες των Άλπεων, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα δυτικά του Μονάχου, κατά τη διάρκεια της οποίας επισκέφτηκα τη Ζυρίχη και φιλοξενήθηκα στο σπίτι όπου είχε μείνει ο Λένιν, κοιμήθηκα μάλιστα στο ίδιο κρεβάτι. Δεν θα το πιστέψετε, δεν πειράζει, σας καταλαβαίνω.  Δεν γνώριζα γερμανικά, με βοηθούσε η Ελπίδα και η Dorοthee, η Δωροθέα, η Ντόρι, την έλεγα Ντορέλα, Ντόρι έλα, της έλεγα, και πηγαίναμε στο κρεβάτι – η Ελπίδα προτιμούσε πάρκο, κοντά σε λίμνη, λίγο πριν χαράξει, γούστα είναι αυτά, τι να κάνουμε; Η Ελπίδα μετέφραζε και η Ντόρι έλεγχε τις μεταφράσεις.

Continue reading

παππού, κλαίνε και οι Τούρκοι;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

αργεί να ξημερώσει, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, φυσάει ξεροβόρι, δεν θα πάω στον κήπο να σκάψω, είμαι ερωτευμένος με το χώμα και τ’ αγριόχορτα

Το 1963 κόντεψε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία. Ήμουν τεσσάρων χρονών. Για να μη μας σφάξουν οι Τούρκοι, το σπίτι μας είναι στη άκρη του χωριού, προς το μέρος  της Μαρίτσας, του Έβρου, ένα βράδυ πήγαμε και κοιμηθήκαμε στο σπίτι του πατέρα της μάνας μου, στην άλλη άκρη του χωριού. Εκεί είχαν μαζευτεί κι άλλος κόσμος από τη γειτονιά, αγόρια και κορίτσια, εγώ,  μια έπαιζα με τα παιδιά μια  έστηνα αυτί να ακούσω τι λένε οι μεγάλοι. Λέγανε ότι οι Κατσβέλοι στο Διδυμότειχο, οι Τουρκόγυφτοι, αγόρασαν όλα τα τσεκούρια και με αυτά θα μας έσφαζαν την ώρα που κοιμόμασταν. Αργότερα, έμαθα  ότι περνούσαν εκείνες τις νύχτες τρέμοντας πίσω από τις πόρτες των χαμόσπιτών τους, με τα  τσεκούρια στα χέρια για να προστατεύσουν γυναίκες και παιδιά από τη σφαγή που έμελλε από στιγμή σε στιγμή να αρχίσει.

Το καλοκαίρι του 1964, κάνα δυο μήνες πριν πάω σχολείο, που το αγάπησα και το μίσησα όσο λίγα πράγματα στη ζωή μου, πρώτη φορά κάθισα τόσες πολλές ώρες ακίνητος και σε  καρέκλα, το καλοκαίρι του 1964 πηγαίναμε με τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου, ο πατέρας μου έλειπε, την ώρα που γεννιόμουνα ήταν μέσα σε στοά ανθρακωρυχείου, στην Κίρκη, εξω από την Αλεξανδρούπολη, πηγαίναμε με τον παππού μου να οργώσουμε. Φορτώναμε χαράματα το αλέτρι στο κάρο, ζεύαμε τις αγελάδες, οργώναμε, έχω οργώσει με αλέτρι που το έσερναν αγελάδες, ναι, ναι, μετά πηγαίναμε προς το ποτάμι, ξεζεύαμε τις αγελάδες να βοσκήσουν, ο παππούς μου μάζευε κλαδιά ξερά για το μαγείρεμα, ποτίζαμε τις αγελάδες στο ποτάμι, πίναμε κι εμείς νερό, νερό καθαρό, κι επιστρέφαμε.

Στην απέναντι όχθη βλέπαμε τους Τούρκους να ποτίζουν τις αγελάδες, παιδιά να πλατσουρίζουν στο νερό, άνδρες να ψαρεύουν, γυναίκες να πλένουν ρούχα. Οι πιτσιρικάδες μας έβριζαν, γαμώ το Παναγία, γαμώ το Χριστό, κι εμείς ανταποδίδαμε, γαμώ το Αλάχ, γαμώ το Αλάχ. Μια μέρα, είδα παιδιά, γυναίκες και άνδρες να ψάχνουν στην όχθη του ποταμού. Τι έψαχναν; Κάποια στιγμή, ένα προπορευόμενο παλικάρι έβαλε μια φωνή, έτρεξαν κοντά του οι άλλοι, άρχιζαν να φωνάζουν και να κλαίνε και να χτυπιούνται, βλέπω να σέρνουν ένα κορμί από το νερό, παιδί ήταν, να πέφτουν πάνω του γυναίκες, να τραβάνε τα μαλλιά τους, να χτυπάνε τα στήθια τους, να κλαίνε, να οδύρονται. Ρώτησα τον παππού μου: παππού, κλαίνε και οι Τούρκοι;

Continue reading