θέλετε ή δεν θέλετε να αλλάξετε τη ζωή σας;

    φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον φίλο/φίλη fthina epipla

    τον οποίο/οποία ευχαριστώ για τα καλά του λόγια και του/της απαντώ: δεν ασχολούμαι επαγγελματικά με το γράψιμο ενώ το σάιτ μου το έστησε ένας φίλος, αυθεντικός καλλιτέχνης στο στήσιμο εντύπων και ιστοσελίδων.

    Λένε ότι είμαστε απολύτως τίμιοι με τον εαυτό μας όταν την πέφτουμε να κοιμηθούμε, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος. Εκείνη την ώρα, εάν δεν έχουμε ρουφήξει τόση ποσότητα οινοπνεύματος (ή άλλου αναλγητικού/αναισθητικού ψυχότροπου) ώστε να έχουμε υποβιβαστεί στην κατάσταση του ψιλονεκρού εν ζωή, του νεκροζώντανου, εκείνη την ώρα σκεφτόμαστε είτε πως θα θέλαμε να ήταν η ζωή μας, οπότε δεν θέλουμε να ξημερώσει,  είτε τί έχουμε να κάνουμε την άλλη μέρα, οπότε περιμένουμε πώς και πώς να ξημερώσει· υπάρχει κι ένα τρἰτο ενδεχόμενο που βρίσκεται μεταξύ των δύο παραπάνω· αυτό το τρίτο ενδεχόμενο θα το ονόμαζα δίλημμα.

    Το δίλημμα είναι πηγή συμφορών. Είναι πηγή συμφορών διὀτι είναι κάτι που δεν το γνωρίζει ο εγκέφαλος. Εάν το δίλημμα παραταθεί, ο εγκέφαλος τα παίζει, και πολύ συχνά δίνει τη δική του λύση, με την αυτοεκμηδένιση του οργανισμού να είναι μία από αυτές  (καρκίνος). Ο εγκέφαλος προτιμά σαφέστατα το λάθος από το δίλημμα, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με το λάθος, γουσταρίζει – το λάθος είναι η πινακίδα που μας δείχνει τη σωστή κατεύθυνση.  Το δίλημμα δεν είναι προϋπόθεση ή συνθήκη λειτουργίας του εγκεφάλου, κατά κανένα τρόπο – ώστε λοιπόν υπάρχουν συνθήκες και προϋποθέσεις για να λειτουργεί ο εγκέφαλος. Ποιες είναι αυτές;

    Είναι η καθημερινή ενεργητική αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον. Αυτός είναι ο πρώτος, λογικά και χρονικά, και ο βασικός, χωρίς να είναι και ο μόνος, τρόπος  καλλιέργειας των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του εγκεφάλου και της ψυχής, όταν με τον όρο ψυχή εννοούμε το σύνολο των αλληλεπιδράσεων – εγώ είμαι οι άλλοι, αυτή είναι η ψυχή, μια κοινωνική και ιστορική (προσωπική) σύνθεση, κατασκευή θα έλεγα. Continue reading

τί θα πει ο κόσμος;

φίλες κε φίλοι, καλή σας μέρα

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω στον κόσμο μου, χωρίς να διαρρηγνύω τους δεσμούς μου με την κοινωνία. Ισορροπία σχοινοβασίας. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σχοινί γίνεται διάδρομος, λιγότερο  επικίνδυνος και ίσως λιγὀτερο γοητευτικός, περιπετειώδης, ελκυστικός. Ἐζησα όμως και κάποια χρόνια, κατά τα οποία αυτή η ισορροπία σχοινοβασίας ήταν μια ταλάντωση μεταξύ του κόσμου μου και της κοινωνίας, μεταξύ τρέλας και λογικής. Δεν θα βάλλω τη λέξη τρέλα σε εισαγωγικά, θα προτιμήσω να την διευκρινίσω κάπως· διευκρίνιση όμως χρειάζονται και οι έννοιες της λογικής και της κοινωνίας.

      Δεν κλείσαμε ακόμα μήνα στην Καστανούσα. Τα παιδιά δεν βλέπουν καθόλου τηλεόραση – στην Αλεξανδρούπολη το είχαν παραχέσει. Τα έβλεπα κολλημένα στο χαζοκούτι και μάτωνε η καρδιά μου. Χαίρομαι που τα παιδιά θα ζήσουν κάποια χρόνια σε χωριό. Χτες, ήρθαν από τη πλατεία αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, ικανοποιημένα, πτώματα από την κούραση, σερνόντουσαν. Παίζουν, δεν βλέπουν τηλεόραση. Δεν κλείσαμε μήνα στην Καστανούσα και αρχίσαμε να τρώμε από τον λαχανόκηπο. Μερικά αγγούρια, βλήτα και γλιστρίδα, κολοκυθάκια, κρεμμυδάκια φρέσκα και μια πιπεριά! Κόβουμε μαϊντανό και μάραθο, μέντα και δυόσμο. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς λαχανόκηπο, μου είναι ανυπόφορο, παντελώς οδυνηρό. Περιμένω πως και πως να ξημερώσει για να πάω να σκάψω, να σκαλίσω, να φυτέψω, να ποτίσω. Η γυναίκα μου η Τασούλα είναι κι αυτή ευχαριστημένη, λιγότερο όμως κι από μένα και από τα παιδιά. Δεν έχει ζήσει ποτέ σε χωριό, γεννήθηκε στα Πετράλωνα, σε εργατογειτονιά, και αργότερα στη Δράμα, στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη. Ποιά είναι δυσφορία της;

     Νιώθει ασφυκτικά, νιώθει ένα βάρος, νιώθει την ασφυξία και το βάρος της επιτήτηρησης από τους κατοίκους του χωριού, νιώθει υπόλογος στο χωριό. Θα συνόψιζα το feeling της στην ερωτηματική πρόταση “τι θα πει ο κόσμος;” Η μομφή αυτή μου είναι πολύ γνωστή· την έχω ακούσει μυριάδες φορές από τη συχωρεμένη τη μάνα μου, την ακούω ακόμα και τώρα από τον ογδοηκοντούτη πατέρα μου. Ο οποίος με ήθελε καθηγητή, με κοστούμι, αυτοκίνητο και καλύ σύνταξη. Ή στρατιωτικό, τελειόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων. Αντ’ αυτών, εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο, παράτησα γυναίκα και παιδί, πήρα τρελόχαρτο, δεν θα πάρω σύνταξη, δεν έχω αυτοκίνητο, είμαι χασικλής – είμαι στα μάτια του η προσωποποίηση της αποτυχίας. 

    Με ρωτάει η Τασούλα: Εσένα δεν σε απασχολεί τί θα πει ο κόσμος; Καλή μου Τασούλα, πότε με απασχόλησε το τι θα πει ο κόσμος; Θα πηγαίνεις στην πλατεία να πίνεις τσίπουρο ξυπόλητος; Θα γίνω ρεζίλι! Και της χαρίζω την απάντηση που χάριζα και χαρίζω στους γονείς μου:

δεν θα κάνω εγώ ό,τι κάνει το χωριό, θα κάνει το χωριό ό,τι κάνω εγώ!

Continue reading

ευγενέστατοι αλκοολικοί δάσκαλοι

    Εάν επρόκειτο να βρεθώ ενώπιον του διλήμματος να σβήσω, με γομολάστιχα, την κοινωνία ή τον εαυτό μου, θα επέλεγα να σβήσω την κοινωνία, όσο κι αν καμιά γομολάστιχα  δεν είναι τόσο αποτελεσματική για να σβήσει και τα αόρατα ορατά ίχνη που αφήνει το μολύβι πάνω στο χαρτί. Με άλλα λόγια, μεταξύ ξυδιών  και πρέζας θα προτιμούσα τη πρώτη γομολάστιχα, τα ξύδια. Όσο για το σβήσιμο, αυτό είναι τόσο καθημερινό, τόσο πυκνοληπτικό, που καταντάει αυτονόητο. Η αποφυγή της πραγματικότητας, του βαρέος παρόντος, είναι το ηδονικό χαμαλίκι της ανθρώπινης ύπαρξης, που γίνεται ολοένα και λιγότερο ηδονικό, ολοένα και περισσότερο χαμαλίκι, όταν κατανοοούμε ότι δεν θα ήταν απρέπεια να αντικαταστήσουμε τη λέξη πραγματικότητα με την ταυτόσημή της, ετυμολογικά μιλώντας, αρπακτικότητα. Όταν η πραγματικότητα εκλαμβάνεται από τον Κύριο ώς λεία (μελλοντική), δεν μπορείς να μη νιώθεις θύμα. Και να φύγεις: με τον ύπνο, τα χάπια, τη πρέζα, την τηλεόραση, την εργασία, το διάβασμα, το γράψιμο, την ποίηση, το γαμήσι, τη θεραπεία αγοράς, την κατάθλιψη, τη μεγαλομανία  και άλλα πολλά.

    Τη συγγένεια του αλκοόλ με τη πρέζα την επιβεβαιώνουν οι πρεζάκηδες που το ρίχνουν στο ποτό όταν κόβουν την πρέζα. Την επιβεβαιώνουν ακόμα και τα πρεζάκια των σαλονιών που μετά από εισπνοές καιόμενης πρέζας κλείνουν τη βραδιά τους με κάνα δυο τρία τέσσερα ποτήρια καλό κρασί. Οι πιο χαΐστες το πίνουν με ένα τρίφυλλο στο χέρι. Η μόνη τους διαφωνία είναι το πόσες φορές το χρόνο. Συντάσσομαι με αυτούς και αυτές που υποστηρίζουν το εξής πρόγραμμα: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα, πρέζα· των Φώτων, την 25η Μαρτίου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Δεκαπενταύγουστο)  και την 28η Οκτωβρίου, κόκα· μια φορά τη βδομάδα, φούντα· δυο φορές τη βδομάδα, κάνα δυο σφηνάκια τσίπουρο, μια φορά τη βδομάδα κάνα δυο μπουκάλια καλό κρασί. Και κάθε μέρα, δυο τσιγαράκια απλής νικοτίνης τη μέρα.

    Σε ένα μήνα από σήμερα θα αφήσω την Αλεξανδρούπολη, θα αφήσω πίσω μου πέντε χρόνια, θα φύγω με ένα δόντι λιγότερο, θα αφήσω τους ευγενέστατους αλκοολικούς δασκάλους μου που κάθομαι κοντά τους και ακούω και μαθαίνω  και μαθαίνω, στα στέκια στους, σε ουζερί που τους σερβίρουν με την προϋπόθεση ότι θα είναι καλά παιδιά. Και είναι. Και είναι όλοι γκροτέσκ: κλόουν παραμορφωμένοι, από τη φύση, τη ζωή και την κοινωνία, άβαφτοι, κι όμως με έντονο το κόκκινο στη μύτη και στα μέτωπο. Δεν θα το γνωρίζετε, μάλλον δεν θα το έχετε αντιληφτεί: ήταν οι πρωτεργάτες ανυπάκουοι καπνιστές που έγραψαν στ΄ αρχίδια τους τον αντικαπνιστικό νόμο. Δεν καπνίζουν όλοι, όσο όμως καπνίζουν, καπνίζουν, δεν παίζουν. 

  Η ανυπακοή τους δεν είναι άσχετη ασφαλώς με το σβήσιμο της κοινωνίας με τη γομολάστιχα της πρωινής ουισκοπρέζας. Και δεν είναι άσχετη βέβαια με τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό. Προχτές, καθώς άνοιγε τη πόρτα να φύγει, λικνίστηκε με χάρη δεκάχρονης κατσιβέλας και τραγούδησε:

πέσαμε, πέσαμε πούτσο

Continue reading

στη μνήμη του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)

φίλες και φίλοι, καλημέρες

    Τον Φεβρουάριο του 1996, στις 17, πέθανε ο Μιχάλης Ράπτης,  γνωστός στους τροτσκιστικούς κύκλους της εποχής με το ψευδώνυμο Πάμπλο. Τον συνάντησα δύο φορές και επρόκειτο να συναντηθούμε και τρίτη αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν μας το επέτρεψε. Λίγους μήνες μετά γύρισε εκεί από όπου είχε έρθει, στο Τίποτα, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το Ατίποτα, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ζωή.

Η δράση του και το όνομά του είχε συνδεθεί με μια από τις πολλές τροτσκιστικές φράξιες του εικοστού αιώνα, μερικές από τις οποίες επιβιώνουν ακόμα ως νεκροζώντανες πολιτικές υπάρξεις. Δεν ξεχνώ ότι ήταν τροτσκιστής αλλά δεν τον θυμάμαι ως τροτσκιστή. Έχω διαβάσει  πολλά κείμενα του Τρότσκι και των επιγόνων του, έμαθα πολλά από αυτά τα κείμενα, πολλές φορές όμως αγανάκτησα όσο δεν έχω αγανακτήσει στη ζωή μου – δεν ήξερα που να κρυφτώ όταν διάβασα το Κομμουνισμός και Τρομοκρατία του Τρότσκι, που το έγραψε το 1919, στο οποίο προτείνει την πιο στυγνή και βάναυση στρατιωτικοποίηση της εργασίας, την οργάνωση του εργοστασίου με πρότυπο τον στρατώνα, το μαντρί δηλαδή.  Ο τροτσκισμός ήταν, και είναι, μια εκδοχή της ιστορικής Αριστεράς που ακολουθεί τη μοίρα της, την οριστική της αποχώρηση από το πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο. Είναι το μόνο, αν δεν κάνω λάθος,  κατάλοιπο της ιστορικής Αριστεράς που τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ένοπλης επαναστατικής βίας σε μια εποχή που ο Κύριος έχει εξασφαλίσει συντριπτική οπλική υπεροχή.  Εκτός από αυτό, ο τροτσκισμός έχει κληρονομήσει όλα τα ελαττώματα της χειρότερης πλευράς της ιστορικής Αριστεράς: τη συνωμοσία, την παράνοια, την μεγαλομανία, τη λατρεία της πρωτοπορίας, του επαναστατικού μεσσιανισμού, της ιστορικής εσχατολογίας, του ακτιβισμού.

Πέραν της πολιτικής, σε  εκείνο που συμφωνώ με τους μαρξιστές τροτσκιστές οικονομολόγους  είναι η άποψη ότι έχουμε περάσει από την περίοδο των κρίσεων στον καπιταλισμό στην περίοδο της κρίσης του καπιταλισμού. Εάν είναι έτσι, εάν έχει εκκινήσει η διαδικασία της συρρίκνωσης του καπιταλισμού, του Κράτους, της Δημοκρατίας και, κατ’  ανάγκην,  της Ιστορικής Αριστεράς, το βασικό πρόβλημα του τροτσκισμού είναι ο

Continue reading

πότε θα βγούμε στους δρόμους

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Την 21η Απριλίου του 1967, ή την επομένη, ή την επομένη, δεν μπορώ να θυμηθώ, ήμουνα μπροστά στον φούρνο,  οχτώ χρονών, Γ΄Δημοτικού, ήμουνα μπροστά στον φούρνο και περίμενα να βγει η πιταλιά. Η πιταλιά είναι κάτι σαν λαγάνα, λίγο πιο ψιλή, την έβαζαν στον φούρνο τελευταία για να την βγάλουν πρώτη, πριν βγάλουν τα σουμούνια, τα καρβέλια. Στην Ιταλία, η πιταλιά εμφανίζεται ως πίτσα, με ντομάτα, μοτσαρέλα και παστή σαρδέλα, αυτή είναι η γνήσια πίτσα,  – πριν, μέχρι να βγει το ψωμί, έτρωγες ζεστό ψωμί μετά τα ξεροκόματα των τελευταίων δύο-τριών ημερών, τα οποία, όταν τα έτρωγα βρεγμένα, τα έτρωγα με αλάτι, όχι με ζάχαρη -αλάτι βάζαμε και στο κατσικίσιο γάλα. 

Εκεί μπροστά στον φούρνο, περιμένοντας να βγει η πιταλιά,  άκουσα από τις γυναίκες για κάτι που έκανε ο στρατός στην Αθήνα, αλλά δεν κατάλαβα. Κατάλαβα αργότερα, επρόκειτο για το στρατιωτικό πραξικόπημα, για τη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Εκεί, στις όχθες του Έβρου ζούσαμε με τον στρατό, οι στρατιώτες μας έδιναν κουραμάνες να φάμε, θυμάμαι ένα τσαμπούκι, τσαμπούκια έλεγαν τους φαντάρους που δεν είχαν που να πάνε και κάθονταν στον στρατό, λόγω αλλεπάλληλων φυλακών,  μέχρι που αναγκάζονταν να τους διώξουν, θυμάμαι ένα τσαμπούκι, ξυπόλητο, που μας έδινε την κουραμάνα με τόση χαρά που δεν τον ξεχάσω μέχρι να ψοφήσω. Το 1963 πήγε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία, φύγαμε από το σπίτι μας, στην άκρη του χωριού προς τα σύνορα, και πήγαμε στου παππού μου, για να προφυλαχτούμε ντεμέκ, για να είμαστε παρέα, γιατί ο φὀβος μας φέρνει κοντά, είναι ο πιο συντελεστικός  καταλύτης δημιουργίας και σύμπηξης παρέας, ομάδας. Όταν μας εκφοβίζουν και μας απειλούν, μασάμε και υπακούουμε, αλλά όταν φοβόμαστε μέσα στην καθημερινή ζωή, όταν ερχόιμαστε αντιμέτωποι με κάποιον πραγματικό, ένυλο φόβο, τότε, ενστικτωδώς, μαζευόμαστε, όπως μαζεύονται μια μπάλα τα σπουργίτια και πέφτουν με ορμή πάνω στο γεράκι. Και βέβαια, όταν αρχίζει μια διαδικασία σχηματισμού και σύμπηξης ομάδων και παρεών μέσα στη ζωή, [να] [θα] γνωρίζετε ότι κάτι όμορφο και ωραίο συμβαίνει και θα συμβεί.

Continue reading

Κύριος προς Υποτελείς: είστε ή πρόβατα ή μηχανές. διαλέξτε!

 σχόλιο του Αθανασίου Τριανταφυλλιάς Δρατζίδη επί της προσταγής:

 Ο λόγος που η Ζ. κολλάει τη σερβιέτα με τα ξεραμένα, και νωπά, αίματα στον τοίχο δεν είναι ότι ταξινομείται στην κατηγορία των παιδιών και εφήβων με νοητική υστέρηση. Διότι οι εργαζόμενες Κυρίες δασκάλες έχουν διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν ότι η Ζ.  άλλοτε κολλάει τη ματωμένη σερβιέτα στον τοίχο κι άλλοτε την πετάει εκεί που πρέπει να την πετάξει. Η συμπεριφορά αυτή χρήζει μιας εξήγησης την οποία οι Κυρίες δυσκολεύονται να διατυπώσουν. Η πάσχουσα όμως από νοητική υστέρηση διευκρινίζει, το μεταφέρω με δικά μου λόγια,  ότι πετάει τη ματωμένη σερβιέτα εκεί που πρέπει να την πετάξει χάριν της δασκάλας Κυρίας, της αξιέπαινης επιμονής της να την κάνει άνθρωπο, φροντίδα που στέφεται με επιτυχία. Συγχαρητήρια, Κυρία! Κολλάει όμως τη ματωμένη σερβιέτα στον τοίχο λόγω της αποτυχίας της Κυρίας να την κάνει άνθρωπο – στο κάτω κάτω της γραφής, δεν υστερεί νοητικά; Αφού λοιπόν υστερώ νοητικά, όπως μου λες, μπορώ ανά πάσα στιγμή να κολλήσω τη ματωμένη σερβιέτα στον τοίχο και να σου τη σπάσω. Τι θα μου κάνεις, Κυρία, μήνυση;

Continue reading

μπαμπά, η Κυρία μας όταν φωνάζει κοκκινίζει

– Φωνάζει; Γιατι φωνάζει;

– Επειδή μιλάμε και  κάνουμε φασαρία.

– Όλα τα παιδιά;

Όλα, μπαμπά. Εκτός από τα τρία μουσουλμανάκια.

– Δεν κάνουν φασαρία τα μουσουλμανάκια;

– Όχι. Αλλά μόλις όμως χτυπήσει το κουδούνι χτυπιούνται και κλωτσιούνται.

– Και τι κάνετε όταν φωνάζει;

– Σταματάμε για λίγο και μετά αρχίζουμε πάλι.

– Κι εσύ μιλάς και φωνάζεις;

– Κι εγώ, ρε μπαμπά, τί είμαι εγώ να μη μιλάω και να μη κάνω φασαρία;

– Τη λυπάσαι τη Κυρία όταν φωνάζει και κοκκινίζει; 

– Δε ξέρω.

– Δε μου λες, Αποστολία, τι σου αρέσει πιο πολύ, να παίζεις και να μιλάς με τα άλλα τα παιδιά ή να είσαι ακίνητη στην καρέκλα και να μη μιλάς;

Μπαμπά, το αγαπημένο μου μάθημα είναι η γυμναστική γιατί είμαστε έξω και τρέχουμε και παίζουμε.

 

ασθένεια, αλλαγή τρόπου ζωής και αυτοΐαση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Προσδοκώ την κατανόηση του Μιχάλη που του υποσχέθηκα ότι θα γράψω για τη Γραμμική Α΄ή Β΄και δεν το κάνω σήμερα αλλά ένα άλλο πρωινό· πρέπει να ανατρἐξω σε πολλά βιβλία, περιοδικά, αρχεία και αυτές τις μέρες θα ήθελα να τα αποφύγω όλα αυτά.

Αντ’ αυτού θα ασχοληθώ με το ζήτημα της αυτοΐασης. Η λέξη αυτοΐαση δεν υπάρχει στα λεξικά, καταλαβαίνουμε όμως περί τίνος πρόκειται. Οι επιφυλάξεις μου για τον όρο είναι πολλές και αφορούν κυρίως το πρώτο συνθετικό:αυτο-. Το αυτο- μου θυμίζει το ‘κάν΄το μόνος σου’, do it yourself. Αλλά, φίλες και φίλοι, τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας – τη μαλακία, αυτοϊκανοποίηση ασφαλώς, ένα συναίσθημα ικανοποίησης, ευχαρίστησης με άλλα λόγια,  για δικές μας πράξεις και επιτυχίες, δεν μπορούμε να την κάνουμε μόνοι μας. Εάν την κάνουμε μόνοι μας, δεν θα μας σηκωθεί! Πρέπει να έχουμε κάποιο θηλυκό στο μυαλό μας, να φαντασιώσουμε κάτι, να βλέπουμε κάτι, να ακούμε κάτι για να Τον παίξουμε. Το αυτο- απομονώνει το Υποκείμενο από το πλέγμα των σχέσεων που συγκροτούν την κοινωνία αλλά απομόνωση δεν μπορεί να υπάρξει. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα της κυριαρχίας του κτητικού ατομικισμού και του τσομπαναραίικου ηρωισμού.

Continue reading

το συγκλονιστικότερο κείμενο που έχω διαβάσει: Θουκυδίδης Ζ 84

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Είμαι αρρωστημένος, διεστραμμένος βιβλιομανής – ή μήπως βιβλιομανιακός; Υπάρχει η θετική πλευρά, η φιλομάθεια, αλλά υπάρχει και η αρντητική, η φυγή από την πραγματικότητα, περί αυτού πρόκειται. Όταν ήμουν έφηβος, η μάνα μου μου έδωσε χρήματα να κατέβω στην Αθήνα, από την Παλιά Πεντέλη, να αγοράσω ρούχα κι εγώ επέστρεψα με μια τσάντα βιβλία, μεταξύ των οποίων και η Φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ, από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη. Ως μανιακός, άρα μανιοκαταθλιπτικός, υπάρχει ο ενθουσιασμός και η κατάθλιψη. Τελευταία φορά που έπαθα κατάθλιψη, προ δύο μηνών,  ήταν όταν τελείωσε η ανάγνωση του βιβλίου της Σίλβια Φεντερίτσι (Silvia Federici) Ο Καλιμπάν και η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση (εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2011, μετ. Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης), κατά την ευτυχώς  τριήμερη επιδείνωση των πόνων στη μέση.

Continue reading

τα λιοτρίβια, τα καζάνια, ο (εμμενής) κομμουνισμός του παρόντος

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Ιανουάριος, 1984. Μαζεύω πορτοκάλια στη Μαγούλα της Σπάρτης με άλλους τέσσερις, ένα ζευγάρι από την Ισπανία κι ένα από την Ιταλία. ‘Ηλιος με δόντια. Τα φύλλα της πορτοκαλιάς γεμάτα δροσιά. Κάθε που έκοβες ένα πορτοκάλι, το νερό έμπαινε μέσα στο μανίκι και έπαιρνε την κατηφόρα. Παπούτσια τρύπια, κάλτσες τρύπες, μούσκεμα. Κατά το μεσημεράκι, πάνω και πίσω από ένα ψηλό τοίχο γειτονικού κτήματος ξεπροβάλλει ένας τριαντάρης, φρικιό της περιοχής,  και μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Μου δίνει πέντε μεγάλες φέτες ψωμί, ψημένες στα κάρβουνα, με λάδι, αλάτι και ρίγανη. Με ρωτάει ένα θέλουμε να πάμε να τον βρούμε μόλις τελειώσουμε τη δουλειά. Πήγαμε. Ήταν ένα λιοτρίβι από τα παλιά. Με το γάιδαρο να κάνει κύκλους και να πολτοποιεί τις ελιές, τον Σάκη κι άλλον έναν να παίρνουν τον πολτό και να τον τοποθετούν ανάμεσα σε ψάθες. Οι ψάθες αυτές πιέζονταν από ένα μηχανισμό και το λάδι έρρεε μέσα σε ένα μεγάλο δοχείο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου ούτε τον Σάκη, ούτε τη ψημένη φέτα με το φρέσκο λάδι και την αλατορίγανη. Πλακωθήκαμε στο ψημένο ψωμί και την αλατορίγανη. ΄Ηρθαν άλλοι δύο, έφεραν κρασί, ήπιαμε τα γάρα μας, δυο δούλευαν, κάνοντας μεγάλα διαλείμματα μέχρι να πιεστεί ο πολτός της ελιάς, οι άλλοι τους έκαναν παρέα,  βοηθήσαμε όλοι να βγάλουμε τις ψάθες και να τις καθαρίσουμε,  κι όλοι και όλες μαζί γλεντούσταμε, συζητούσαμε, γελούσαμε.

Κάθε χρόνο πάω σε ένα καζάνι κοντά στο χωριό μου για να βγάλω το τσίπουρο. Πέρυσι, έφτασα σε ώρα γλεντιού. Ψήνανε και τρώγανε. Κόσμος πάει κι έρχεται. Τρώει, πίνει, φεύγει. Κάποια στιγμή, σκάνε μύτη τρείς γύφτοι με νταούλια και ζουρνάδες. Τα τσίπουρα βράζουν. Κάπου-κάπου σηκώνεσαι να δεις εάν η φωτιά θέλει ξύλα. Βάζεις ένα, θα σηκωθείς μετά από μισή ώρα. Παίζουν τα δικά τους, τους ζητάμε να παίξουν ένα ζωναράδικο:

Σ’ αυτό τ΄αλώνι, Ελένη μου

σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ

σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ

τρανός  χουρός που γένητι

τρανός  χουρός που γένητι

σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ. . .

Continue reading