1986, Ιούνιος. Δεύτερη χρονιά στο Μούλκι, για βερίκοκα, δέκα χιλιόμετρα, πάνω κάτω, από το Κιάτο, προς τα βουνά. Κοιμόμασταν στο προαύλιο της εκκλησίας, καμιά τριανταριά ψυχές, αρσενικές και θηλυκές, φρικιά, φοιτητές, άνεργοι. Καλό μεροκάματο, πολύ καλό, εμείς και οι γύφτοι, κανένας άλλος ακόμη. Όταν έφτασα, το μάζεμα δεν είχε αρχίσει. Πήγα κατ΄ευθείαν στα τσαντίρια, έξω από το χωριό, όχι πολύ μακριά, Καραγκούνηδες το σόι, να βρω τον Νικόλα τον Ψυχοπαθή, τον Μαραντόνα (ολόιδιος, μάγκες μου, ολόιδιος, μα την Παναγία) και τον Κώστα. Ο Νϊκος, ο άνδρας της Μαρίας (ποια Ορνέλα Μούτι!), με το ένα μάτι πράσινο και το άλλο γαλάζιο, έλειπε, είχε πάει να φορτώσει πατάτα στη Βάρδα. Με κέρασαν καφέ στη δροσιά, κάτω από τέντα τσαντιριού, κατάχαμα, πόσο μου άρεσε που δεν είχαν καρέκλες!, μια γύφτισσα έτρεξε να ζητιανέψει, την έδιωξαν με γύφτικα ακατανόητα μπινελίκια, πήγαν να μου πασάρουν νύφη, μια γύφτισσα που έμελλε να μην παντρευτεί ποτέ. Φεύγοντας, να και ο Νίκος με το Ντάτσουν και τις πατάτες, καμιά εικοσαριά σακιά, πενηντάκιλα. Πάμε αύριο για πατάτες; με ρωτάει. Μέσα, του λέω. Αύριο στο καφενείο, στις οχτώ.