το ποντικάκι και ο σκαντζόχοιρος

Το σκετσάκι που θα σας αφηγηθώ το έβλεπα και το άκουγα όλο το χειμώνα του 1991-2 στη Γερμανία. Βοηθούσα ένα ζευγάρι κουκλοθεατρίνων, η γυναίκα ήταν έγκυος – κουβαλούσα το σκηνικό, τα φώτα κι άλλα χρειαζούμενα. Δυο τρεις φορές τη βδομάδα επισκεφτόμασταν παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, σε χωριά και κωμοπόλεις έξω από το Στάρνμπεργκ, 40 χιλιόμετρα από το Μόναχο. Το μόνο σκετσάκι, από τα πολλά που παίζονταν,  μου έμεινε αυτό που θα σας αφηγηθώ.  Αν σας αρέσει, μπορείτε να το παίξετε, να το διασκευάσετε, ελεύθερα.

Δάσος. Παντού χιόνι. Χιονίζει. Εμφανίζεται στη σκηνή ένα ποντικάκι. Τρέμει.

Κρυώνω, κρυώνω. Που είναι το σπίτι μου; Που είναι η μαμά μου;  Που είναι ο μπαμπάς μου; Που είναι τ΄αδέρφια μου; Που είναι οι φίλοι μου. Αχ, τι έπαθα! Που θα περάσω τη νύχτα μου; Που θα βρω ένα μέρος να ζεσταθώ; Κρυώνω, κρυώνω.

Εμφανίζεται στη σκηνή ένας σκαντζόχοιρος.

– Τι βλέπουν τα μάτια μου; Ένα ποντικάκι! Τρέμει, θα κρυώνει πολύ. Βρε συ ποντικάκι, τι γυρεύεις εδώ πέρα;

– Έχασα το δρόμο για το σπίτι, σκαντζόχοιρε. Παντού χιόνι, δεν θα μπορέσω να τον ξαναβρώ. Κρυώνω, τι θα κάνω, που θα κοιμηθώ; Τρέμω, τρέμω από το κρύο.

– Γι’ αυτό στεναχωριέσαι, ποντικάκι; Μην ανησυχείς! Έλα κοντά μου, θα σε ζεστάνω εγώ. Έλα στην αγκαλιά μου, θα περάσουμε ένα πολύ ζεστό χειμώνα.

Το ποντικάκι ακούει τα λόγια του σκαντζόχοιρου και τρέχει και πέφτει με φόρα πάνω στις βελόνες του σκαντζόχοιρου.

– Αχ, αχ, τι μου έκανες; Πονάω. Κρυώνω και πονάω. Είσαι ψεύτης, με ξεγέλασες. Είσαι κακός, σκαντζόχοιρε. Πολύ κακός.

– Ποντικάκι, δε φταίω εγώ. Έλα κοντά μου, αργά, μη βιάζεσαι.

Το ποντικάκι το σκέφτεται και προχωράει αργά προς τον σκαντζόχοιρο. Αυτός, σηκώνει αργά τα μπροστινά του πόδια για να φανεί η κοιλιά του.

– Κοίτα, ποντικάκι,έχω μια μαλακή πλευρά. Έλα κοντά μου, έλα να σε σκεπάσω, να σε ζεστάνω. Έλα, θα περάσουμε ένα πολύ ωραίο χειμώνα.

Το ποντικάκι χώνεται στην αγκαλιά του σκαντζόχοιρου. Ακούγεται η φωνή του.

– Α, τι ζεστά που είναι εδώ! Τι μαλακά που είναι! Σκαντόχοιρε, θα μου πεις ένα παραμύθι;