φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΣΤΗΝ αρχή της ραψωδίας Ψ (1-257) διαβάζουμε για την κηδεία του Πατρόκλου. Παρόντες ο Αχιλλέας και λίγοι πολεμιστές που χρειάζονται για την κηδεία. Μαζεύουν ξύλα πολλά, σφάζουν παχιά αρνιά και βόδια, παίρνουν το λίπος τους και καλύπτουν το σώμα του Πατρόκλου, για να καεί ολοσχερώς. Κάτω από τη σορό ο Αχιλλέας τοποθετεί και σταμνιά με λάδι. Σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της γεωμετρικής εποχής, τα οποία έχουν επιβεβαιωθεί από τις ανασκαφές, ρίχνει βιαστικά (εσσυμένως, 172) πάνω στα ξύλα και τέσσερα άλογα (στ. 171-2) αλλά το κείμενο δεν είναι σαφές – είναι ζωντανά ή νεκρά; Δύο σκυλιά όμως, από τα εννιά που είχε, τα σφάζει (174). Σφάζει και 12 (δώδεκα) παλικαράκια (Τρώων υιέας, 175), αρχοντικής καταγωγής (εσθλούς, 175). Βάζουν φωτιά και όλη τη νύχτα αυτή καίει. Όλοι κοιμούνται στο στρατόπεδο-ορμητήριο των Αχαιών, ο καθένας στη καλύβα του, στο τσαρδάκι του (κλισίη). Μόνο ο Άχιλλέας ξαγρυπνά. Μόλις πάει να ξημερώσει, η φωτιά σβήνει, μαραίνεται (πυρκαϊή εμαραίνετο, παύσατο δε φλόξ – 228.) και ο Αχιλλέας πάει να τη πέσει για ύπνο. Κοιμάται μα μετά από λίγο, μόλις ξημερώσει, έρχεται ο Αγαμέμνων με τους άλλους αρχηγούς των συμμαχικών δυνάμεων (236) και από τη φασαρία ξυπνάει. Χαράματα είναι, είμαστε βέβαιοι ότι όλοι οι Αχαιοί είναι στις καλύβες τους (162), κοιμούνται ή ξυπνάνε με τη τσίμπλα στο μάτι. Ο Αχιλλέας και οι άλλοι αρχηγοί ολοκληρώνουν την κηδεία, σβήνουν με κρασί τη φωτιά, μαζεύουν τα άκαυτα κόκκαλα του Πατρόκλου, τα βάζουν σε ένα χρυσό αγγείο, σκεπάζουν βιαστικά τα αποκαΐδια με χώμα (τύμβος) και τι κάνουν μετά; Φεύγουν γι άλλη μια φορά (πάλιν κίον, 257)- έφυγαν την προηγούμενη μέρα μαζί με όλο το στράτευμα πριν την κηδεία (162), πήγαν κοιμήθηκαν, το πρωί ξανάρθαν, ξαναφεύγουν, πάνε για καφέ, για διπλό εσπρέσο. Όλα πολύ καλά και πολύ λογικά. Μένει μόνος του ο Αχιλλέας. Μόνος του. Ολομόναχος. Και τότε, φίλες και φίλοι, λέει σε όλον τον στρατό να μην φύγει, να μείνει εκεί (αυτού λαόν έρυκε, 228) γιατί θα τελέσει αθλητικούς αγώνες (και ίζανεν ευρύν αγώνα, 228)!
Continue reading →