φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Κάποτε, εάν είχα πάνω μου όπλο, θα σκότωνα άνθρωπο· κάθε άνθρωπος, εάν υπάρξουν κάποιες συνθήκες και προϋποθέσεις – παιδί, γέρος, άνδρας, γυναίκα – είναι δυνάμει φονιάς. Πριν σας αφηγηθώ τι συνέβη, θα ήθελα να σημειώσω ότι, όταν ο πολεμιστής πολεμάει υπό το βάρος έντονων αρνητικών συναισθημάτων (οργή, λύπη, στενοχώρια, αγανάκτηση και άλλα πολλά), αυτό που θα καταφέρει θα είναι να ενταθούν ακόμα περισσότερο τα ήδη υπάρχοντα αρνητικά συναισθήματα και να προσθέσει κι άλλα· με άλλα λόγια, κάτω από αυτές τις συνθήκες η ήττα είναι αναπόφευκτη. Θα ήθελα να σημειώσω ακόμα ότι η ήττα στον όποιο πόλεμο παίρνει πολλές και διάφορες μορφές, ο θάνατος όμως είναι η απόλυτη ήττα· και μιας κι ο Θάνατος (με καφαλαίο) είναι αθάνατος, είναι ο μόνος Θεός, είναι ο μόνος Θεός του Κυρίου ημών. Όποιος πεθαίνει στον πόλεμο, λατρεύει τον Θεό του Κυρίου, τον Θάνατο – μερικοί το γνωρίζουν, οι περισσότεροι όμως όχι. Ο θάνατος όμως μπορεί να είναι η τελική κατάληξη όχι μόνο του πολέμου αλλά και της αυτοκαταστροφής – το πως όμως, και το γιατί μας σπρώχνει ο Κύριος προς την αυτοκαταστροφή θα το εξετάσουμε σε ένα από τα προσεχή σημειώματα που αφιερώνουμε στην ένοπλη βία.
Πρέπει να ήταν το 1987· μάζευα ροδάκινα στη Σκύδρα Ημαθίας, στο Βέρτεκοπ, όπως την έλεγαν κάποτε, και μετά τη δουλειά πήγα να φάω και μετά το φαΐ πήρα τη BMW, μοντέλο 1952, με καλάθι, όπου είχα τα υπάρχοντά μου (βιβλία, ρούχα, κουζινικά) και πήγα να παίξω μπιλιάρδο. Ακολουθούσα το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα, εκείνη όμως τη μέρα λοξοδρόμησα και πέφτω σε ένα τύπο που έπλενε το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου. Σβήνω τη μηχανή και περιμένω να κάνει στην άκρη. Ο τύπος όμως δεν χαμπάριαζε, λες και δεν υπήρχα. Του λέω να κάνει στην άκρη και μου λέει, ‘βιάζεσαι, αγοράκι μου;’ Κι αρχίζω να του λέω ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλείνει το δρόμο, ότι ο δρόμος ανήκει σε όλους και άλλα παρόμοια. Μου λέει, η Αστυνομία είναι εδώ πιο κάτω! Ξέρετε τί έκανα; Πήγα στο Τμήμα, τους εξήγησα τι συνέβη, ήρθε μαζί μου ένας αστυνομικός και του λέει χαμογελώντας, άντε, ρε Τάκη, τελείωνε να περάσει ο άνθρωπος! Κι απαντάει κι ο Τάκης χαμογελώντας, ‘ τελειώνω σε πέντε λεπτά’. Κάθισα στη μηχανή και περίμενα. Μάταια. Άρχισα να βράζω μέσα μου. Αν είχα πάνω μου εκείνη τη στιγμή μια καραμπίνα, θα του έκανα το κεφάλι νιανιά, θα του το μάζευαν με το κουταλάκι. Όπλο όμως δεν είχα, να παίξω ξύλο είδα ότι δεν με έπαιρνε κι εκεί που σκέφτομαι να δω τι θα κάνω, ρίχνω ένα βλέφαρο γύρω μου, να εξερευνήσω το περιβάλλον, να βρω κάποια διέξοδο, και παρατηρώ ότι στα δεξιά μου είναι ένα ξενοδοχείο-μπουρδέλο. Τρεις πουτάνες κάθονται στα μαρμάρινα βρόμικα σκαλοπάτια και πίνουν φραπέ και χασκογελάνε. Τα είδα αμέσως όλα. Ο νταβατζής συνέχισε να πλένει προκλητικά το αυτοκίνητο ψάχνοντας για θύμα, ψάχνοντας να πλακώσει κάποιον στο ξύλο. Έκανα μερικές μανούβρες, γύρισα τη μηχανή προς την άλλη κατεύθυνση, έβαλα μπρος κι έφυγα. Αυτό το περιστατικό με απασχόλησε και με απασχολεί ακόμα. Πρώτη μου φορά ένιωσα τόση μεγάλη επιθυμία να σκοτώσω άνθρωπο. Εκείνο που με απασχόλησε πιο πολύ ήταν η απύθμενη αφέλειά μου, η απερίγραπτη βλακεία μου, η ασυνείδητη ανωριμότητά μου. Λίγα λεπτά της ώρας σκέφτηκα ότι αυτό που έκανα τελικά ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω από την αρχή, είτε είχα όπλο πάνω μου είτε όχι. Να είχα όπλο πάνω μου δεν υπήρχε περίπτωση – έπρεπε να κόψω κίνηση, να εκτιμήσω όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν την κατάσταση, να γυρίσω και να εξαφανιστώ μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Έτσι, ούτε εγώ θα συγχυζόμουν, ούτε θα διασκέδαζα νταβατζή, μπάτσο και πουτάνες. Δεν είχα κατανοήσει ότι εάν πολεμούσα θα έχανα – κι αν σκότωνα, άν νικούσα δηλαδή, τότε θα καταλάβαινα ότι κάθε νίκη με τη χρήση όπλων είναι αποτρόπαια ήττα. Ο μόνος τρόπος να νικήσω πραγματικά ήταν να μην πολεμήσω, να έφευγα – κι αυτό έκανα αλλά πολύ αργά. Πότε όμως δεν είναι αργά, μιας και αργά σημαίνει ‘μαθαίνω’.
Continue reading →