ΧΘΕΣ διατύπωσα κάποια ερωτήματα που με λογική συνέπεια αναφύονται από τη θέση του Γιάννη Μακριδάκη ότι το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ανόητοι, απολίτιστοι και φιλοτομαριστές καταναλωτές. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να απαντήσω σε όλα αυτά – ο καθένας και η καθεμιά ας διατυπώσει τις δικές του απαντήσεις. Σήμερα θα με απασχολήσει μόνο ένα από αυτά, αυτό που θα μας δώσει το ερέθισμα να σκεφτούμε πάνω στο ζήτημα της κατανάλωσης και του καταναλωτισμού. Είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι ο Μακριδάκης θεωρεί, είναι βέβαιος ότι δεν είναι ανόητος, απολίτιστος και φιλοτομαριστής καταναλωτής. Κι εγώ είμαι βέβαιος γι΄αυτό. Ποιος είναι όμως ο ανόητος, ο απολίτιστος, ο φιλοτομαριστής καταναλωτής; Όχι βέβαια αυτός που καταναλώνει όσο γίνεται λιγότερα και προσέχει πολύ τι καταναλώνει – έτσι δεν είναι; Μάλλον έτσι είναι. Η διαπίστωση αυτή μας παρακινεί να διατυπώσουμε κι άλλα ερωτήματα. Τί εννοούμε όταν λέμε όσο γίνεται λιγότερα – τί είναι αυτά τα λιγότερα; Υπάρχει κάποιο όριο σε αυτά τα λιγότερα; Εάν υπάρχει, ποιες συνθήκες, ποιες προϋποθέσεις το προσδιορίζουν; Είναι δυνατόν κάποιος, κάποια να μην καταναλώνει απολύτως τίποτα; Αυτός που καταναλώνει όσο γίνεται λιγότερα και προσέχει τι καταναλώνει συμβάλλει ή όχι στην κατασπατάληση των φυσικών πόρων και στην καταστροφή οικοσυστημάτων ή όχι; Εάν συμβάλλει λίγο, είναι λίγο ανόητος, λίγο απολίτιστος, λίγο φιλοτομαριστής καταναλωτής ή πολύ; Ενοχλητικά ερωτήματα, το καταλαβαίνω· πρέπει όμως να τα κάνω ακόμα πιο ενοχλητικά.
Ο φίλος μου ο Γ. είναι ο πιο παλιός μου φίλος – κράτησε πολλές φορές στην αγκαλιά του, όταν ήταν βρέφος, την 34χρονη σήμερα κόρη μου. Μεγαλώσαμε μαζί στην Πεντέλη, τρία χρόνια μικρότερος. Οι πατεράδες μας νταμαρτζήδες. Δουλέψαμε μαζί στην οικοδομή, αυτός μάστορας, εγώ βοηθός. Αηδιασμένος από τη δουλείά και το μεροκάματο, έφυγε από την Αθήνα και ζει τώρα στο τόπο καταγωγής των γονιών του – στη Σαντορίνη, όπου προσπαθεί να αποφύγει όσο μπορεί το μεροκάματο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα μπάρκαρε, μάνα θα πάω στα καράβια, και γύρισε όλο τον κόσμο. Θα σας μεταφέρω δύο περιστατικά που με αφηγήθηκε.
ΣΤΗΝ Ταϊλάνδη, δεκαετία του ΄80, δεν πρόλαβε να δέσει το καράβι κι έρχεται μια μέρα ένας πατέρας με την δωδεκάχρονη κόρη του και του λέει: πάρτην σε παρακαλώ, κράτησέ την όσο θα μείνετε εδώ, θα σου κάνει δουλειές (και όχι μόνο), δεν μπορώ να τη φροντίσω. Τη κράτησε ένα μήνα, δεν την πείραξε, κάνανε καλή παρέα. Στην Ινδία, δεν πρόλαβαν να δέσουν κι έρχονται Ινδοί άνεργοι εργάτες και τους λένε ικετεύοντας: τη δουλειά που έχετε να κάνετε (ματσακόνι, καθάρισμα παλιών χρωμάτων και σκουριών και ξαναβάψιμο), θα την κάνουμε εμείς, το μόνο που θέλουμε είναι ένα κουτί ΟΜΟ (σκόνη απορρυπαντικού). Οχτώ ώρες δουλειά για ένα ΟΜΟ – μη με πιστεύετε, δεν πειράζει. Είναι δίλημμα και δελέαρ: τί ωραία να δουλεύει άλλος κι εσύ να παίρνεις το μεροκάματο! Ο Γ. δέχτηκε, όπως όλοι άλλωστε, μόνο που δεν τους έδινε ένα ΟΜΟ αλλά πολύ περισσότερα.
Ο φίλος μου ο Λ. είναι μηχανικός υπολογιστών και ζει στην Αθήνα. Τον γνώρισα στη γύρα, ζήσαμε και δουλέψαμε μαζί – περιπλανώμενοι εργάτες γης, μεταξύ των ετών 1985-7. Εγώ επέστρεψα στην Αθήνα, ο Λ. την έκανε για Γερμανία. Δούλεψε ένα χρόνο σε εργοστάσιο (σωληνουργία), αηδίασε με το εργοστάσιο και σπούδασε. Βρήκε δουλείά σε μια πολύ μεγάλη εταιρεία που τον έστελνε σε όλο τον κόσμο. Δούλεψε και στη Νιγηρία, όταν η κόκακόλα έστηνε εκεί το εργοστάσιό της. Θα γνωρίζετε ότι η ανεργία στη Νιγηρία μπορεί να ξεπερνάει και το 70%, οι παραγκουπόλεις της αχανείς. Οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους, βλέπεις τους νεκρούς, μου αφηγείται ο Λ., στους δρόμους, δεν φαίνονται από τις μύγες. Μη με πιστεύετε, δεν πειράζει. Οι άνθρωποι απλά υπάρχουν, δεν κάνουν τίποτα – και όλοι με ένα κινητό στο χέρι. Αν δεν ξέρετε γιατί, πολύ ευχαρίστως να σας το πω: το κινητό είναι ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο για να επικοινωνήσουν με άλλους και άλλες και να βρουν κάτι να φάνε, να δουλέψουν καμιά ώρα ή καμιά μέρα, να κάνουν καμιά μπίζνα, καταλαβαίνετε τώρα.
ΟΤΑΝ, φίλες και φίλοι, γνωρίζεις, εμένα εννοώ, και εσείς θα το γνωρίζετε, ότι τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού (6 δισ. από τα 8 – το 75%) ζουν με κάτω από δύο εβρά τη μέρα, όταν λιμοκτονούν, όταν γνωρίζεις ότι όλοι αυτοί οι πληθυσμοί έχουν χαρακτηριστεί ως περιττοί και πλεονάζοντες, άχρηστοι και ως παραγωγοί και ως καταναλωτές, όταν γνωρίζεις ότι έχει αποφασιστείαυτοί οι πληθυσμοί να εξοντωθούν, ήδη εξοντώνονται, και διαβάζεις ότι το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ανόητοι, απολίτιστοι και φιλοτομαριστές καταναλωτές, τότε, φίλες και φίλοι, αντιμετωπίζεις με δέος ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα – με αυτό το πρόβλημα ασχολούμαστε και θα ασχολούμαστε μέχρι να το εξαντλήσουμε. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν διαβάζεις την ανησυχία του συντάκτη της παραπάνω πρότασης ότι το 1 τρις εβρά που θα κόψει η ΕΚΤ θα φτάσει στα χέρια αυτών των βάρβαρων καταναλωτών, οι οποίοι θα καταναλώσουν ανοήτως, απολιτίστως και φιλοτομαριστικώς και έτσι θα κατασπαταλήσουν φυσικούς πόρους και θα καταστρέψουν το οικοσύστημα. Επιτέλους, έχει δοθεί η απάντηση στο ερώτημα ποιοι ευθύνονται για την κατασπατάληση των φυσικών πόρων και την καταστροφή του οικοσυστήματος. Θα τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά, φίλες και φίλοι. Δεν θα κωλώσουμε, δεν θα υποχωρήσουμε, δεν θα σκύψουμε το κεφάλι μπροστά σε τίποτα! Θα φέρουμε στο προσκήνιο για άλλη μια φορά μια ακόμα έκφραση και εκδήλωση του ποιμενικού τρόπου σκέψης.
ΣΤΟ The Press Project δημοσιεύτηκε κείμενο του συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη με τίτλο Καταναλωτικός Φιλοτομαρισμός. Εάν έχετε χρόνο και διάθεση, διάβαστέ το, δεν είναι μακροσκελές. Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος είναι φράση από αυτό το κείμενο, ελαφρώς αλλαγμένη για να να συνοψίσει και να τονίσει εμφατικά το περιεχόμενο της σκέψης του. Θα διαβάσετε και κάποια σχόλια – σε ένα από τα οποία απαντά ο συντάκτης του κειμένου κι αυτή την απάντηση θα την εξετάσουμε με μεγάλη προσοχή. Στο κείμενο αυτό ο Μακριδάκης έντρομος καταγράφει την ανησυχία του, την οποία και παραθέτουμε: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κόβει χρήμα, 1 τρις, για να αντιμετωπίσει τη λιτότητα, το χρήμα όμως αυτό θα φτάσει στα χέρια ανόητων και απολίτιστων φιλοτομαριστών καταναλωτών, οι οποίοι είναι το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, που θα αγοράσουν διάφορα προϊόντα και έτσι θα κατασπαταλήσουν τους φυσικούς πόρους και θα καταστρέψουν το οικοσύστημα. Πρόκειται για πολύ μεγάλο κίνδυνο, τόσο μεγάλο που σε λίγα χρόνια θα αντιμετωπίσουμε πολύ μεγάλα προβλήματα. Κατά συνέπεια, συμπεραίνω εγώ και κάθε αναγνώστης και αναγνώστρια, θα ήταν καλύτερα να μην κοπεί και να μην φτάσει αυτό το χρήμα στα χέρια των ανόητων και απολίτιστων φιλοτομαριστών καταναλωτών. Αυτό είναι με λίγα λόγια η κεντρική ιδέα του κειμένου που εξετάζουμε και κρίνουμε. Για να είμαι όμως πιο σαφής θα παραθέσω κάποιες σκέψεις του συγγραφέα, όπως τις διατυπώνει, και θα τις σχολιάσω σκεπτόμενος πάνω σε αυτές.
ΟΤΑΝ εξετάζουμε, όταν κρίνουμε ένα κείμενο, φίλες και φίλοι, προσπαθούμε να βρούμε τις αντιφάσεις του, τις ελλείψεις του, τις παρανοήσεις του. Δεν ψάχνουμε να βρούμε αδύνατα σημεία για να ασκήσουμε πολεμική χάριν της πολεμικής αλλά οι αντιφάσεις, οι ελλείψεις και οι παρανοήσεις είναι όντως αδύνατα σημεία, κατά τη γνώμη του κρίνοντος βέβαια και ακολούθως του αντικρίνοντος, ας μου επιτραπεί ο όρος. Αυτό είναι το περιεχόμενο της δημόσιας συζήτησης – όσο για τους κανόνες της πραγματοποίησής της αρκεί να σημειώσουμε ότι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η επιχειρηματολογία και η ανταλλαγή σκέψεων, γνωρίζοντας ότι η αλλαγή τρόπου σκέψης είναι μια διαδικασία που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, οπότε η επιδίωξη της πειθούς ας υπάρχει μεν αλλά ας μην την λάβουμε και πολύ στα σοβαρά. Θα επιμείνω στο ζήτημα του σκοπού και της ηθικής της συζήτησης και θα παραθέσω μερικές ακόμα σκέψεις.
ΓΝΩΡΙΣΑ κάποτε, γύρω στο 1990, δύο ανθρώπους που πίστευαν πως δεν θα πεθάνουν. Στην παρατήρησή μου ότι μέχρι τώρα όλοι μας πεθαίνουμε, απάντησαν πως το ότι συνέβη αυτό στους άλλους δεν σημαίνει ότι θα συμβεί και σε μας. Πώς θα κριθεί ποιος κάνει λάθος; Το επιχείρημά τους έχει μια αξία: κοίταξε, δεν έχω πεθάνει ακόμα, είμαι ζωντανός και πιστεύω πως θα παραμείνω ζωντανός, πως δεν θα πεθάνω.
ΥΠΑΡΧΕΙ ένας κριτής, φίλες και φίλοι, αλάνθαστος, κι αυτός είναι ο χρόνος. Διότι ο μεν ένας πέθανε, κάηκε μέσα στην Πόρσε του, ο δε άλλος, εάν ζει, θα είναι τώρα πάνω από τα ογδόντα – εάν δεν τον έφαγαν ακόμα τα σκλίκια, όπως λένε στο χωριό μου, θα τον φάνε, να ‘ναι καλά να ζήσει όσα χρόνια θέλει, αν και ζούμε πάντα λιγότερο από ό,τι θέλουμε ή πιστεύουμε.
Η ακράδαντη πίστη αυτών των δύο ανθρώπων ότι δεν θα πεθάνουν με είχε συγκλονίσει, οι συνέπειες δε του κλονισμού μου ακόμα κατακλύζουν την ύπαρξή μου. Τί με είχε συγκλονίσει; Το πλήγμα που υπέστη το αυτονόητο. Για το αυτονόητο θα μιλήσω σήμερα, θα φέρω στο προσκήνιο κάποιες πλευρές του που πιθανόν να μην τις έχουμε σκεφτεί. Ποιος γυρίζει την πλάτη στο αυτονόητο, ποιος αδιαφορεί γι΄ αυτό, ποιος, πώς και γιατί το αρνείται; Πόσο αυτονόητο είναι το αυτονόητο; Μήπως το αυτονόητο είναι μια κοινωνική κατασκευή, μια κοινωνική σύμβαση που μας δεσμεύει; Η δέσμευση όμως δεν είναι ενοχλητική;
ΟΙ δύο άνθρωποι που πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν ήταν άνδρες και πλούσιοι. Η μη αποδοχή του αυτονόητου της θνησιμότητας θα έχει κάποια σχέση με το ότι ήταν πλούσιοι άνδρες, έτσι δεν είναι; Ναι, αλλά όλοι σχεδόν οι πλούσιοι άνδρες αποδέχονται αυτό το αυτονόητο – γιατί όμως αυτοί οι δύο να μην το αποδέχονται;
Η επίγνωση του θανάτου είχε ως αποτέλεσμα το άγχος του θανάτου, το οποίο είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους όλων των κοινωνιών. Το άγχος αυτό επιδεινώνεται από την ταύτιση του φυσικού θανάτου με τον βίαιο θάνατο. Στις κυριαρχικές κοινωνίες ο βίαιος θάνατος είναι τόσο συχνός, τόσο πανταχού παρών ώστε εντυπώνεται η αντίληψη ότι ο θάνατος, η βία και ο τρόμος είναι αδιαχώριστα: όταν πεθαίνουμε, υποφέρουμε, βασανιζόμαστε.
ΟΙ μαρτυρίες όμως ήσυχου, ήρεμου θανάτου είναι πολλές και δεν περνούν απαρατήρητες. Κάποιος γέρος, πέθανε την ώρα που είχε γείρει το κεφάλι του στον ώμο του φίλου του όταν κάθισαν σε παγκάκι να ξεκουραστούν κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους. Οι άλλοι δύο νόμιζαν ότι αποκοιμήθηκε, όπως το συνήθιζε. Μιχάλη, ξύπνα, φεύγουμε! Αλλά ο ογδαντόχρονος υγιής Μιχάλης, γερός γέρος, άφησε την τελευταία του πνοή στον ώμο του φίλου του.
ΕΝΑΣ φίλος από τα παλιά ρώτησε τη γιαγιά του να του πει πως είναι να πεθαίνεις. Και η ενενηντάχρονη υγιής γιαγιά, γερή γριά, αρχόντισσα, του απάντησε: πώς είναι να τρως λίγο ψωμάκι όταν πεινάς, πώς είναι να πίνεις ένα ποτήρι νερό όταν διψάς, πώς είναι να παίρνεις έναν υπνάκο όταν νυστάζεις, έτσι κι εγώ θέλω τώρα τον θάνατο.
ΤΟ να πεθάνεις υγιής σε πολύ μεγάλη ηλικία είναι μια αντίφαση που ο ποιμενικής, ηρωικής καταγωγής τρόπος σκέψης μας δεν μπορεί να το εντάξει μέσα στο διανοητικό του πλαίσιο και να το κατανοήσει. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο γέρος δεν είναι παλικαράκι, υπάρχουν όμως παλικαράκια που είναι πολύ γέροι και γέροι που είναι υγιείς και ρουφάνε τη ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα – εάν η ζωή είναι ένα ποτήρι καθαρό και δροσερό νερό κι όχι ένας αμείλικτος καθημερινός πόλεμος.
Δεν μπορώ να περιμένω στην ουρά, δεν μπορώ· νιώθω ότι είμαι ή στρατιώτης ή πρόβατο. Προσπαθώ να την αποφύγω, όσο μπορώ – όταν δεν τα καταφέρνω, κάνω υπομονή, φροντίζω να έχω μαζί μου πάντα το βιβλίο που διαβάζω σε αυτήν την περίσταση – κάποιο τόμο της Πολιτείας του Πλάτωνος. Κάθε βιβλίο πρέπει να διαβάζετε στον χρόνο του και στο χώρο του! Εάν δεν το πάρω μαζί μου, λόγω αφηρημάδας ή λανθασμένης εκτίμησης της συγκυρίας, σκέφτομαι για την ουρά, για την προέλευσή της, την αναπαραγωγή του φαινομένου. Δεν γίνεται να μην ακούω τι λένε οι μπροστινοί και οι πισινοί μου – πόσο υποφέρουν τα ώτα μου και ο εγκέφαλός μου!
Η ουρά είναι μια γραμμή, μια ανθρώπινη γραμμή. Είναι μια τάξη, μια πειθαρχία. Δεν νοείται εγκλεισμός, κοινωνική αιχμαλωσία χωρίς ουρά – στις φυλακές, στα εργοστάσια, στους στρατώνες, στα σχολεία. Ως εξοβελισμός της ανοιχτής έκθεσης και της ελεύθερης πρόσβασης δεν είναι παρά άλλη μια μορφή της εξατομικευμένης διανομής. Η ουρά είναι οντοποίηση της συρρίκνωσης του κομμουνισμού. Δεν νομίζω να έχετε δει ποτέ κάποιον Κύριο να περιμένει στην ουρά! Ο Κύριος βρίσκεται υπεράνω της ουράς, βρίσκεται στον ουρανό. Οι υπηρέτες Του οργανώνουν την ουρά, είναι οι Υπηρέτες Διανομείς: τροφής, εργαλείων, χρημάτων, ποινών, αμοιβών, πρέζας, φαρμάκων.
Η ουρά είναι μια φαινομενική μορφή εξάλειψης του ανταγωνισμού έως ότου αρχίσουν τα γαμοσταυρίδια και οι χριστοπαναγίες, τα μπινελίκια εν γένει. Η ουρά είναι προσευχή προς τον Κύριο, είναι ικεσία, είναι ακίνητη λιτανεία. Είναι ένα μαζικό πάτερ ημών. Ένα μαζικό πατερημό στο οποίο ο προηγούμενος είναι νικητής και ο επόμενος ηττημένος – ενώ αυτός και νικητής και ηττημένος. Φθόνος για τον προηγούμενο, χαιρεκακία για τον επόμενο. Πολύ θα ήθελε να γαμήσει τον προηγούμενο, φοβάται όμως μήπως κατεβάζοντας τα βρακιά τον φάει από πίσω, στεγνά – θα καταλαβαίνετε τι εννοώ με το επίρρημα στεγνά.
‘ Αν σε κάποια δραστηριότητα συναντήσει κανείς δυσκολίες, απλώς τα παρατά· διότι βρίσκει κάτι άλλο να κάνει ή κατά καιρούς έναν καλύτερο δρόμο, ή κάποιος άλλος βρίσκει το δρόμο που έχασε ο πρώτος. Μα δεν πειράζει καθόλου αυτό· αντίθετα, τίποτε δεν προκαλεί τόσο μεγάλη σπατάλη κοινής ενέργειας όσο η αλαζονική θέση ότι είναι κανείς προορισμένος να εμμείνει στην πραγματοποίηση ενός συγκεκριμένου προσωπικού στόχου. Σε μια κοινότητα, που
Κάθε καπιταλιστική κοινωνία είναι μια μεγαμηχανή που παράγει ήρωες· κάθε καπιταλιστική κοινωνία είναι μια ηρωική κοινωνία, μια κοινωνία στην οποία επικρατεί ένας συγκεκριμένος τύπος, χαρακτήρας ανθρώπου τον οποίο ονομάζουμε ήρωα. Ο ήρωας προκρίνει τον ανταγωνισμό σε βάρος της συνεργασίας με σκοπό τον πλούτο, την ισχύ και τη δόξα, τη φήμη. Στην ιεραρχία των ηρώων, ισχυρότερος ήρωας είναι ο καπιταλιστής, ο πιο αδύναμος ο καταναλωτής, ο πολίτης. Η καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να αναπαραχθεί εάν οι Υποτελείς δεν διαμορφωθούν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του καπιταλιστή ήρωα, εάν δεν κυριαρχεί ο ήρωας ως τύπος και χαρακτήρας ανθρώπου.
Θα παραξενευτείτε μόλις διαβάσετε ευθύς αμέσως ότι στην Ιλιάδα η έδρα του νόου, του νου, βρίσκεται μέσα στα στήθη. Εκεί, μέσα στα στήθη, βρίσκεται και η φρην, αι φρένες, που είναι η έδρα των συναισθημάτων, των ορέξεων (επιθυμιών) και των παθών – αλλά και της σκέψης. Εκεί και το ήτορ και η κραδίη και το κηρ, και τα τρία δηλώνουν την καρδιά, έδρα επίσης όλων των διανοητικών και ψυχικών δυνάμεων. Εκεί και ο θυμός, η ψυχή αλλά και η βούληση, η απόφαση και η γνώμη, το φρόνημα. Εκεί και οι πραπίδες, που είναι καρδιά, διάνοια, φρόνηση, νους. Η βουλή (η θέληση, η απόφαση, η σύνεση, η συμβουλή προέρχεται από τον θυμόν, άρα κι αυτή ενί στήθεσι (μέσα στα στήθη) υπάρχει. Τα μήδεα, οι σκέψεις, προέρχονται από τας φρένας, όπως και η μήτις, η σύνεση, η φρόνηση, το σχέδιο, η απόφαση, η εξαπάτηση (μηχάνημα).