οι δάσκαλοί μου (2): ο Ζήσης

    Με φώναξε από το καλύβι του, στο αμπέλι. Πήγα. Με κέρασε τσίπουρο, σκέτο. Και με θυμήθηκε και τον θυμήθηκα, μετά από 28 χρόνια – θα πλησίαζε τα ογδόντα.  ‘Νιάσιου’  [Θανάση], με ρωτάει, ΄τ΄χρόνου, του δγιο χιλιάδις, θα ίνι τέλους τ΄ κόζμου;’  Δε νομίζω, Πασχάλη. ‘Νιάσιου’, ‘μαλάκδις [μαλάκηδες, μαλάκες] ίνι σα τ΄ λατσέρνα [τριφύλλι, μηδική]· όσου τ΄ κόβς, τόσου αξένει [αυξάνει, μεγαλώνει]’.

   Κάθε φορά που συναντιόμασταν, τα λέγαμε. Άκουγα με μεγάλη προσοχή κάθε του πρόταση, λέξη, φωνήεν, σύμφωνο, τόνο, χροιά, νεύμα, βλέμμα. Ο συγκλονιστικότερος χαμογελαστός καλαμπουρτζής καυστικός είρων που έχω γνωρίσει. Ο χαμογελαστός δεν παίρνει τη ζωή στα σοβαρά ενώ την παίρνει. Ο καλαμπουρτζής θέλει να γελάσει αλλά να γελάσουν κι άλλοι, σε βάρος κάποιου ασυνάρτητου για να γίνει σοφός. Ο καυστικός σε καίει γιατί θεωρεί ότι πρέπει να σε κάψει, γιατί θεωρεί ότι την έκανες την κατ΄ αυτόν  μαλακία. Ο είρων κλειδώνει κι αφήνει το κλειδί πάνω στην πόρτα, λέει κάτι που δεν ισχύει ενώ ξέρει ότι δεν ισχύει και θέλει ο ακροατής να πληγεί από αυτή την επίθεση – η ειρωνεία είναι επίθεση, ευγενική. (Σέξπυρ, Οθέλος: Τίμιε Ιάγε!).

    Ἐνα βράδυ, τον συνάντησα καθώς πήγαινε να πχει  το ουζάκι του. Φορούσε κοστούμι, με άσπρο, κάτασπρο πουκάμισο. Παντρεύεσαι, Ζήση; Από τη Γερμανία το έφερα, μου απάντησε, κι έφυγε χαμογελώντας. Και το επόμενο βράδυ, και το μεθεπόμενο. Λίγες μέρες μετά, δεν άντεξα.

– Ζήση, γιατί φοράς κοστούμι;

 Πλησίασε και μου ψιθύρισε στ΄αυτί:

– Δε θέλω να τους κουράσω, να τους γίνω βάρος. Έλα να σε κεράσω ένα ουζάκι.

Δέχτηκα.

Ήπχιαμε το ούζο μας, καλαμπουρίσαμε, πειράξαμε μαλάκες του μπακάλικου,  ειρωνευθήκαμε, γελάσαμε.

Πήγε σπίτι, κοιμήθηκε, πέθανε.

10 Μαΐου, Σάββατο, θ΄ ανοίξουμε το τρίτο, από τα εννιά, μπουκάλι μπύρας (weiss, παρακαλώ!)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

     Έμαθα να φτιάχνω μπύρα! Την πρώτη Απριλίου 2014 εμφιάλωσα εννιά μπουκάλια των 250 ml, τα οποία πρέπει να ανοιχτούν μετά από ένα μήνα, την Πρωτομαγιά. Προχτές που έλειπα στην Ἀλεξπολ, μας επισκέφτηκε (23 Απριλίου)  στο χωριό ο αδερφός της γυναίκας μου, άνοιξαν ένα μπουκάλι και μου τηλεφώνησαν να μου πουν τα νέα. Είναι μπὐρα, προς weiss μεριά – για πρώτη απόπειρα ζυθοποίησης πολύ καλά. Ρώτησα αμέσως να μου πουν τις ατέλειές της, μάλλον να μου επιβεβαιώσουν τις υποψίες μου για δυο λάθη που έκανα – και μου τις επιβεβαίωσαν. Είναι περισσότερο

 

Continue reading

εωράκαμεν τούς ληστάς

το τερας με διο μυτερα αυτια (της Αποστολιας)

     Η αναφορά που ακολουθεί ανήκει στον Ιωάννη Πετράκη, υπαστυνόμο του Κιλκίς, ο οποίος στις 7 Απριλίου 1923 αναφέρει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα εγγράφως: 

λαμπυριζούσης και  σελαγιζούσης της σελήνης  παρά λίμνης της  Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε,  σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας και απαντησάντων κλάστε μας τ`αρχίδια, απέδρασαν.

εισαγωγή στον Ιππία Ελάττονα (2)· Ζωή: τι εννοώ εγώ και τι ο Κύριος

το παρδαλοπαραξενο τρενο (του Παύλου)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα   

    Τη μοναξιά σε όλο της το φοβιστεροτρομακτικό μεγαλείο τη βιώνουμε λίγο πριν πεθάνουμε· τότε, είμαστε μόνοι και μόνες, όλοι και όλες, Υποτελείς και Κύριοι – δεν μπορεί κανένας να μας βοηθήσει. Είναι η περιβόητη μοναξιά του θρήσκοντος ανθρώπου, η μοναξιά του μελλοθάνατου. Ο μελλοθάνατος γίνεται ετοιμοθάνατος όταν το πάρει απόφαση ότι game is over· τότε, ή θα αγωνιστείς κατά του θανάτου και θα ζήσεις μέσα στη θλίψη και την αγωνία, μέσα στο μίσος και τις ενοχές, θα ζήσεις την Κόλαση δηλαδή, ή θα παραδοθείς στη ζωή, στον θάνατο, θα θυμηθείς ανθρώπους που αγαπάς, θα λυπηθείς αλλά δεν θα φοβηθείς, θα θυμηθείς ωραία σκηνικά, και η Ζωή θα σε ανταμείψει με πολλή ενδορφίνη, θα νιώσεις μια ζέστη σε όλο το κορμί και έξι ώρες πριν θα πέσεις σε κώμα (πλήρης αναστολή της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, απώλεια της κινητικότητας,  της αισθητικότητας, της συνείδησης, σαν να έχεις σουτάρει πρέζα, οντί όμως [οντί =od=overdose]). Κανένας σωματικός,  κανένας ψυχικός πόνος, πλήρης αναλγησία – αυτός είναι ο Παράδεισος.  Τα πρεζάκια ζούνε τεχνηέντως τον Παράδεισο.   

     Ως νεκροθάφτης στο χωριό μου, μαζί με άλλους τρεις, την τριετία 1997-2000, για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, έχω θάψει 14 νεκρούς·  όταν βλέπουμε ένα νεκρό,  το βλέμμα μας πάει στο πρόσωπό του – γιατί; Τί θέλουμε να δούμε;  Να τον δούμε για τελευταία φορά; Όχι, φίλες και φίλοι, όχι. Τί νόημα έχει να δεις έναν νεκρό για τελευταία φορά; Το νεκρικό πρόσωπο αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας γιατί είναι ο θάνατος αυτός που το αιχμαλωτίζει. Αγωνιούμε μπροστά στο νεκρό – περισσότερο για μας κλαίμε, λιγότερο για τον νεκρό. Στο πρόσωπό του δεν βλέπουμε τον θάνατο,  βλέπουμε πως πέθανε – έζησε στην Κόλαση ή τον Παράδεισο; Θυμάμαι ένα πρόσωπο, δεν θα το ξεχάσω –  τρόμος, αγωνία, μίσος, κακία, παραμόρφωση, φρίκη, Κόλαση, Κόλαση!      Η μοναξιά του θνήσκοντος ανθρώπου, φίλες και φίλοι, μας βοηθάει να διαμορφώσουμε ένα νόημα για τη ζωή.  Εάν αυτό το τρομακτικό βίωμα προκαλείται από την ανημπόρια (τί όμορφη λέξη, την προτιμώ από την αδυναμία) να μας βοηθήσει κάποιος να μην πεθάνουμε, τότε η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημη της βοήθειας. Ζωή σημαίνει βοήθεια, αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα, συμπαράσταση, συμπόνια, κατανὀηση – και άλλα πολλά. Ποιός όμως μας βοηθάει; Η ζωή και οι φίλοι. Πολύ ωραία, οι φίλοι μας βοηθάνε – η ζωή πως μας βοηθάει;

   Continue reading

το ἀγαθόν του Πλάτωνος και τα ξερά κρεμμύδια του Αθανασίου

η μαβρη εκκλησια (της Αποστολίας)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Όταν σε κάποια φάση της ζωής μου, πριν πολλά χρόνια, συνειδητοποίησα ότι το εντονότερο χαρακτηριστικό της δυτικής Κυριαρχίας, τουτέστιν η ζωτικότερη προσδοκία και  επιδίωξη του δυτικού Κυρίου ήταν, είναι και θα είναι η αύξηση της διαθέσιμης ισχύος, περπατούσα και παραμιλούσα ψιθυρίζοντας ασταμάτητα ‘αύξηση της ισχύος, αύξηση της ισχύος, αύξηση της ισχύος. . . ‘  για να αναγκάσω τον εγκέφαλο να αποθηκεύσει αυτή τη συνειδητοποίηση τόσο έντονα ώστε να μπορώ να την ανασύρω με ευκολία ανά πάσα στιγμή.  Θεώρησα ότι αυτή η γνώση ήταν γόνιμη αφού πολύ σύντομα διεγέρθη το εξής ερώτημα: αύξηση, μεγέθυνση της ισχύος, πολύ ωραία, αλλά μέχρι ποιό σημείο;  Είναι δυνατόν η ισχύη να φτάσει σε τέτοιο σημείο που να μην μπορεί να μεγεθυνθεί περαιτέρω;  Στο ερώτημα αυτό απάντησα ως εξής: η απόλυτη ισχύη είναι η σωματική αθανασία. Επίσης γόνιμη επίγνωση. Διότι ευθύς αμέσως ένα νέο ερὠτημα προβάλλει στο προσκήνιο – σε ευχαριστώ, εγκέφαλἐ μου: είναι εφικτή η σωματική αθανασία;

     Έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις: είναι εφικτή – δεν είναι εφικτή. Ύπάρχουν Κύριοι που διατείνονται ότι είναι εφικτή, άλλοι πως δεν είναι· υπάρχουν μαρξιστές που πιστεύουν πως είναι εφικτή, άλλοι πως δεν είναι. Εγώ υποστηρίζω  ότι η απόλυτη ισχύς, η σωματική αθανασία, δεν είναι εφικτή – να το επιχείρημά μου: η ζωή επινόησε τον θάνατο για να μην εξαλειφτεί· εάν εξαλείψουμε τον θάνατο, θα εξαλειφθεί η ζωή· μόνο ο νεκρός είναι αθάνατος.

     Πώς έφτασα σε αυτή την αλληλουχία κατανοήσεων, επιγνώσεων, διατύπωσης ερωτημάτων;  Έφτασα χωρίς να το πολυκαταλάβω με την μελέτη του Πλάτωνος.  Αλλά!  Υπάρχει ένα τεράστιο αλλά! Το θέμα δεν είναι να διαβάσεις τον Πλάτωνα αλλά πώς θα τον διαβάσεις. Δεν υπάρχει έτσι γενικά και αόριστα διάβασμα· εάν διαβάζουμε χωρίς να ψάχνουμε να βρούμε κάτι, δεν θα βρούμε τίποτα, χαμένος χρόνος το διάβασμα. Όταν λέω ότι όταν διαβάζω ψάχνω να βρω κάτι σημαίνει ότι το διαβάζω από κάποια σκοπιά.  Διάβασα λοιπὀν τον Πλάτωνα από μαρξιστική αναρχοκομμουνιστική σκοπιά.

 

Continue reading

μιτζί, νυχτέρι και mutualism

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

   το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Φιλίστορα

   Τον Σεπτέβριο του 1965 πήγα στη Δευτέρα· τη δασκάλα μου την έλεγαν Δήμητρα κι ήταν από τη Μυτιλήνη, το νησί. Μία από τις φίλες μου λέγεται Δήμητρα, γνωριστήκαμε στο αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου, στη Φιλοσοφική της Σόλωνος, το 1978-9. Όσο για τη Μυτιλήνη, ντρέπομαι που έχω ζήσει μόνο εκεί, ένα εξάμηνο, κι όχι και στη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, είναι ένας πόθος που ακόμα δεν έχει εκπληρωθεί κι έχει γίνει παράπονο.

    Πήγα στη Δευτέρα αλλά δεν είχα τετράδιο. Οι κότες δεν γεννούσαν, χειμώνας έρχεται γιατί να γεννήσουν, και δεν είχαμε 3 (τρία) αυγά να αγοράσω ένα τετράδιο. Με τα αυγά αγοράζαμε τα σπίρτα, το αλάτι και το φωτιστικό πετρέλαιο για τις λάμπες, τα μόνα προϊόντα που θυμάμαι ότι δεν ήταν δικά μας και από κάπου τα έφερναν αλλά δεν ήξερα από που –  μετά έμαθα.  Τις τελευταίες μέρες πριν αρχίσω το σχολείο, ξύπναγα και πήγαινα στο κοτέτσι αλλά αυγά δεν έβρισκα. Τη λύση τη βρήκε ο παππούς μου ο σοφός: μου είπε να σβήσουμε από το τετράδιο της Πρώτης ό,τι ήταν γραμμένο, δέχτηκα, και βρήκε τη δασκάλα και της είπε να μην μου βάζει βαθμό και υπογραφή με το στιλό αλλά με το μολύβι για να μπορέσουμε να τα ξανασβήσουμε. Ξἐρω, ξέρω, δεν θα με πιστέψετε, όπως  δεν με πίστεψε και η παρέα ένα βράδυ στην Αθήνα όταν έκανα το λάθος να αφηγηθώ πως πλέναμε τα σεντόνια και τα παπλώματα και τα βαρειά χειμωνιάτικα ρούχα. Μια μέρα του καλοκαιριού, κάθε οικογένεια φὀρτωνε τον ρουχισμό στα βοήλατα κάρα, παίρναμε το φαϊ μας, όχι νερό,  και πηγαίναμε στο ποτάμι, δεν θα ξεχάσω το κομβόι των κάρων που κινούνταν πολύ πιο αργά από μας, πηγαίναμε δεν πηγαίναμε σχολείο, δεν θα ξεχάσω τις γυναίκες να πλένουν με ασπρόχωμα και στάχτη στις όχθες του ποταμού, σε κάποιον κόλπο, τα ρούχα πάνω στα παραπέτια των κάρων να μουλιάζουν,  κι εμένα πάνω σε ένα παραπέτι να βγαίνει αργά από τον κόλπο και να με παρασέρνει το ρεύμα, καθόλου ορμητικό το καλοκαίρι, να ακούω τις κραυγές τις μάνας μου και τα παλικάρια που κολύμπησαν να με φέρουν στην όχθη κάτω από τις λεύκες.  

    ‘ Ο αφηγητής ‘ , γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ‘ είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε ν’  αφήσει το φυτίλι της ζωής του να καεί εντελώς στις ήρεμες φλόγες της  αφήγήσής του ‘ .   Με τον καπιταλισμό, ο αφηγητής πεθαίνει, μας λέει ο Μπένγιαμιν· τί να αφηγηθείς εάν έχεις περάσει την παιδική σου ηλικία σε μπαλκόνι φάρδους 1,20 εκ., στην παιδική χαρά και στην τηλεόραση; ΄ Το χάρισμά του (του αφηγητή) ‘ , γράφει ο  Μπένγιαμιν, ‘ είναι η ζωή του, η αξιοπρέπειά του να μπορεί να διηγείται ολόκληρη τη ζωή του ‘ . Το δυστύχημα είναι, όταν δεν με πιστεύουν, ότι εστιάζουν την προσοχή τους σε αυτά που λέω κι όχι στις χειρονομίες κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Τώρα αφηγούμαι, γράφοντας, εργαζόμενος, κάνοντας κάτι με τα χέρια μου, έστω, χτυπάω γράμματα στο πληκτρολόγιο. Εάν ο εγκέφαλός μας είναι δημιούργημα των χεριών μας και η ψυχή μας των σχέσεων μας με τους άλλους,  οι χειρονομίες δεν μπορεί παρά να προέρχονται από αυτό που κάνουν τα χέρια μας και οι σχέσεις μας.  Αρκεί να μην είσαι τυφλός. Στη περίπτωση αυτή το μάτι δεν θα συγχρονίζεται με τον εγκέφαλο-ψυχή και τα χέρια. Αυτό είναι το βασικό ανθρωπολογικό επιχείρημα ότι ο Όμηρος δεν ήταν τυφλός – μόνο εάν με στήσουν στον τοίχο θα αλλάξω γνώμη.

   Πριν συνεχίσω, εάν δεν έχετε διαβάσει το πανέμορφο, το πεντάμορφο κείμενο το Μπένγιαμιν Ο αφηγητής (μετ. Ουρανία Νταρλαντάνη) μπορείτε να το βρείτε εδώ, στο τεύχος 11 :  www.Leviathan.gr

Continue reading

χἀριζα καρπούζια χτες

    ‘ Άκου να δεις τι έγινε. Με πήρε τηλέφωνο χτες ο Στουρνάρας  και μου λέει, Θανάση, σε παρακαλώ, στείλε μου ένα καρπούζι, από τα δικά σου, και του λέω, ρε συ, έλα να το  πάρεις, εγώ θα στο φέρω; Με το τρένο θα έρθεις, μόνος σου, με το νυχτερινό, των δώδεκα πάρα πέντε, να βρωμάνε όλα τα βαγόνια ξύδια και χασίσια, κλανίδια και ιδρώτα, να κάτσεις κοντά σε κάνα άνεργο οικοδόμο – τι λες, πάτερ, θα φτάσει ζωντανός στην Καστανούσσα; ‘

    Ο πάτερ (του πάτερ, τον πάτερ, οι πάτερ, η λέξη είναι άκλιτη στην ελληνική επαρχία), ο πρώτος που συνάντησα,  με δεκαεφτά καρπούζια στη καρότσα,  χαμογέλασε και πήρε το καρπούζι από τα χέρια μου. Ο γιος του δίπλα, ο Πέτρος, χαμογἐλασε κι αυτός – καλά, ο Πέτρος, δεκαπέντε χρονών, πάντα χαμογελάει, έχει είκοσι κατσίκια και θέλει να τα κάνει εκατό, δεν μπήκε ούτε ένα κατσίκι στο μποστάνι, να μην τον ευχαριστήσω; Είναι ξερικό, του λέω, τους έρριξα ένα κουβά νερό όταν τα φύτευα. Α, μου λέει, θα είναι καλό, και το κοίταγε λες και κρατούσε στα χέρια του κάνα υπερμέγεθες διαμάντι, μα την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα. Άντε και του χρόνου, μου ευχήθηκε καθώς ανέβαινα στο τρακτεράκι, του χρόνου θα είσαι πιο οργανωμένος.

    Χαίρονται οι άνθρωποι, το βλέπεις στο βλέμμα τους, λάμπει το πρόσωπό τους,  όταν τους χαρίζεις κάτι, και μάλιστα τροφή, και χαίρονται όταν τους κάνεις να χαμογελάσουν και να γελάσουν. Τὀτε σε αγαπούν και θέλουν να σε βλέπουν. Ούτε να πεινάνε θέλουν οι άνθρωποι ούτε να κλαίνε, κακά τα ψέμματα. Για να γελάσουν όμως πρέπει να μιλήσεις, να τους πεις κάτι κι αυτό που θα το πεις πρέπει να είναι ένα ψέμα που εύκολα θα το αναγνωρίσουν.

Continue reading