τι μου ΄κανε μια μέρα ο εγκέφαλός μου, ο φύλακας άγγελός μου!

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Θα σας αφηγηθώ τι μου συνέβη ένα βράδυ αλλά δεν θα με πιστέψετε· δεν πειράζει, εγώ θα σας αγαπώ και θα πεθαίνω για σας είτε με πιστέψετε είτε δεν με πιστέψετε. Λέω ότι πεθαίνω για σας γιατί όποιος αγαπάει, ο έσχατος τρόπος να αγαπήσει είναι να πεθάνει για να ζήσουν τα παιδιά του, η γυναίκα του, οι φίλοι του. Αυτό λέγεται αυτοθυσία και δεν υπάρχει, όπως άλλωστε θα ξέρετε, δεν υπάρχει πιο μεγάλη αγάπη από την αυτοθυσία. Εάν κάποιος αγαπάει όλη την ανθρωπότητα, εάν πεθάνει για να ζήσει η ανθρωπότητα, εάν θυσιαστεί για να ζήσει η ανθρωπότητα, τότε αυτόν τον θνητό συνηθίζουμε να τον λέμε θεό.

Θα σας αφηγηθώ τι μου συνέβη ένα βράδυ αφού πρώτα σας προετοιμάσω. Για να το απολαύσετε, για να το χαρείτε. Ξέρω ότι με αγαπάτε, ξέρετε ότι γράφω για να περνάτε καλά, για να χαμογελάτε, για να γελάτε, για να με βρίζετε, με αρέσει, για να αναρωτιέστε, ξέρω ότι πολλοί δεν θα με συγχωρέσουν εάν σε κάποια ζητήματα αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Θέλω να είμαι πολύ φιλικός  μαζί σας καθώς γράφω. Το γράψιμο για μένα είναι μια έκφραση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, δεν θέλω να δυσφορείτε καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Σας φροντίζω και σας προσέχω και είμαι βέβαιη, Τριανταφυλλιά με λένε,  ότι και εσείς με φροντίζετε και με προσέχετε.

Continue reading

πως με βίασε κάποτε ένα θηλυκό

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Ο Προκόπιος, ο ιστορικός του 6ου μ. Χ. αιώνα, γράφει ότι η Θεοδώρα, η σύζυγος του Ιουστιανιανού, δεν ευχαριστιόταν τον έρωτα εάν δεν συνευρίσκονταν ερωτικά με τρεις άνδρες ταυτοχρόνως –  εάν, γράφει χαρακτηριστικά, δεν ήταν βουλωμένες και οι τρεις τρύπες ταυτοχρόνως. Δε νομίζω πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο ιστορικός μας λέει ακόμα ότι αυτή έπεισε τον φοβισμένο και αναποφάσιστο Ιουστινιανό να σφάξει ανηλεώς τους στασιαστές στον Ιππόδρομο. Η αφήγηση του Προκόπιου μας παροτρύνει υπαινικτικά να αναρωτηθούμε το εξής:  εάν δεν αρέσκονταν διακαώς να συνευρίσκεται με τρεις άνδρες ταυτοχρόνως,  θα  έπειθε τον αυτοκράτορα να κατασφάξει τους στασιαστές; Και μας παρωθεί να απαντήσουμε πως όχι, δεν θα τον έπειθε. Επισημαίνει, και μας υποβάλλει και εμάς να επισημάνουμε, ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην ερωτική εξαχρείωση, κατά τον Προκόπιο,  της Θεοδώρας  και της παρότρυνσης του Ιουστινιανού να μην δείξει κανέναν απολύτως οίκτο.

ΚΑΠΟΤΕ, φίλος μού εξομολογήθηκε ότι συζούσε με ένα θηλυκό το οποίο ήθελε να τον έχει όλη τη μέρα στο στόμα του. Στην αρχή είχε πάθει πλάκα, την είχε καταβρεί. Έπαθε τέτοια πλάκα που τελικά αγανάκτησε και χώρισε γι αυτόν ακριβώς τον λόγο. Από την άλλη, υπάρχουν θηλυκά και γυναίκες που τους είναι αδιανόητο, αηδιαστικό να τον βάλουν στο στόμα τους. Δεν κατακρίνω, προσπαθώ να κατανοήσω. Η φίλη του φίλου μου προφανώς ήταν στοματικός τύπος. Μπορούμε να αντιληφθούμε εάν ένα θηλυκό, μια γυναίκα είναι στοματικής ερωτικής προτίμησης;  Ναι, μπορούμε. Οι φλύαρες γυναίκες είναι όλες στοματικές. Όσο πιο φλύαρη είναι μια γυναίκα, τόσο πιο πολύ θέλει να έχει ένα πούτσο στο στόμα. Εικάζω ότι η γκρίνια των γυναικών οφείλεται στο ότι συνευρίσκονται μόνο με έναν άνδρα. Πέντε άνδρες, τουλάχιστον, θα την έκαναν αρνάκι μια γκρινιάρα γυναίκα. Το ίδιο ισχύει και για τους άνδρες: όσο σκέφτομαι ότι ο βασιλιάς του Μαρόκου έχει 365 γυναίκες μου έρχεται να αυτοκτονήσω. Οι ολιγομίλητες είναι πρωκτικές.

Continue reading

ο καπιταλισμός και η κωλοτρυπίδα του ελέφαντα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Βρέθηκα κάποτε στη Νέα Υόρκη και πήγα μια μέρα σε ένα σούπερ μάρκετ να ψωνίσω κάτι να φάω. Ξέρετε, στη Νέα Υόρκη, στο Αμέρικα, είναι όλα μεγάλα, πολύ μεγάλα, παθαίνεις ψυχικό πέρα δώθε. Πάω λοιπόν και βρίσκω στο ράφι κρέας ελέφαντα. Αγοράζω τι είναι να αγοράσω, αγοράζω και μια κονσέρβα με κρέας ελέφαντα.

Πάω εκεί που κοιμόμουνα, την ανοίγω και δεν βλέπω τίποτα απολύτως μέσα! Τίποτα, μάγκες μου, τίποτα. Παίρνω τη κονσέρβα και πάω να διαμαρτυρηθώ εντόνως. Πολύ εντόνως. Και πάω και αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου τι είναι η διαμαρτυρία και κατανοώ γιατί δεν πρέπει διαμαρτύρομαι. Εγώ, όχι εσείς. Εσείς να διαμαρτύρεστε, εγώ δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ για τίποτα. Για τίποτα. Θυμήθηκα και τη μάνα μου και τον παππού μου που μου έλεγαν ,  Νιάσιου (Θανάση), να μη ζητάς ποτέ!

{Κάποτε έτρωγα μόνο ληγμένα γιαουρτάκια και όταν έπιασα κάποιες δραχμές στα χέρια μου, αγόρασα να φάω ένα κανονικό γιαουρτάκι κι έπαθα δηλητηρίαση, μα το τσουτσούνι του Χριστούλη μας!  }

Continue reading

είμαι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΑ ήθελα σήμερα να σας αποκαλύψω μια πτυχή της προσωπικότητας μου που μόνο μερικοί φίλοι τη γνωρίζουν. Δεν είμαι ζωγράφος, δεν είμαι ποιητής, δεν είμαι μουσικός, δεν είμαι ηθοποιός, αρχιτέκτων θα μπορούσα να ήμουνα αλλά προτίμησα το καλουπατζής, την ξυλοτυπία. Είμαι όμως σκηνοθέτης, πολύ μεγάλος αλλά άγνωστος κι άσημος. Τώρα, έχω βάλει στα σκαριά δύο ταινίες για τις οποίες θέλω να σας μιλήσω.

Continue reading

η σχέση μου με τη σόμπα με έχει καταστρέψει

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

αφιερωμένο εξαιρετικά στα πρεζόνια της Σχολής με ευγνωμοσύνη

ΧΘΕΣ ο εγκέφαλός μου με ΄κανε ένα πολύ ωραίο δώρο. Με τον εγκέφαλό μου έχω αναπτύξει μια πολύ καλή σχέση, τα λέμε, του μιλάω, εκφράζω την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου κάθε τόσο, του κάνω υποδείξεις, τον βρίζω, έχει φάει πολλές χριστοπαναγίες και γαμοσταυρίδια, έχει δημιουργηθεί μια σχέση πλεονικής σπείρας. Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Επίσης, είναι αντικείμενο ερευνών. Τον παρατηρώ με μεγάλη προσοχή, καθώς ο ίδιος αποκαλύπτεται διότι έχει επίγνωση ότι δεν κινδυνεύει· δεν χρησιμοποιώ οξύτατα νυστερίδια, όχι, δεν τον κόβω, δεν τον παρατηρώ στο μικροσκόπιο, δεν βλέπω τους νευρώνες και τους κόμβους με τα μάτια, δεν βλέπω με τα μάτια τα επίπεδα του συντονισμού και της κλιμάκωσής του, όχι, απλά παρατηρώ και μελετώ τους συνειρμούς και τις σκέψεις που κάνει και δέχομαι με ευγνωμοσύνη τα δώρα του.

ΤΟ ενδιαφέρον μου για τον εγκέφαλό μου άρχισε πριν καμιά δεκαριά χρόνια όταν εκ των υστέρων κατανόησα μια φροντίδα του, την οποία για πολλά χρόνια θεωρούσα ως παθολογική κατάσταση. Το 1987 παρατάω τη γύρα και εγκαθίσταμαι στην Αθήνα, στον Νέο Κόσμο. Μόνος, άφραγκος, χωρίς φίλους, χωρίς δουλειά. Ένα βράδυ, εκεί που κοιμάμαι, ακούω κάποιος να χτυπάει την εξώπορτα, μια τζαμόπορτα. Ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και βλέπω κάποιον, μια σκιά, πίσω από το τζάμι. Μπα, σκέφτομαι, κάποιος ήρθε να με επισκεφτεί, κάποιος με θυμήθηκε, και τρέχω με χαρά να ανοίξω. Ανοίγω την πόρτα, κανένας!  Μα την Παναγία, σας λέω, κανένας!

Continue reading

ιστορίες πείνας (4)

 

 

ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1984, είμαι είκοσι πέντε, η Χριστίνα Αμαρυλλίς τριών

Έφτασα στο Νεοχώρι, στον Αχελώο, με τα πόδια, μεσημέρι προς απόγευμα, όταν κάνει τη πιο πολλή ζέστη, Αύγουστος. Στεγνός, δεν υπήρχε μία, σάλιο. Τράβηξα για την πλατεία, ψυχή! Περπατώντας για την εκκλησία, να τη πέσω να ξεκουραστώ, σκεφτόμουν ότι, εάν βρω μεροκάματο απόψε το βράδυ, φόρτωμα, μπάλες, τριφύλλι, αύριο το μεσημέρι θα φάω. Κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές και φέτα και τρεις μπίρες, παγωμένες. Την έπεσα μπροστά στη πόρτα.
Όταν άνοιξα τα μάτια είχε νυχτώσει για τα καλά. Φως από μια ψηλή τσιμεντένια κολόνα της ΔΕΗ με βοήθησε να δω δίπλα μου ένα πιάτο με τρία κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές και λίγη φέτα. Και ένα πεπόνι. Έφαγα και κάθισα στα σκαλοπάτια. Στο στενό δρομάκι μπροστά έπαιζαν κοριτσάκια, και τρίχρονα και τρίχρονα και τρίχρονα και πεντάχρονα και δεκάχρονα. Και γριές, σε παρέες, καθισμένες κατάχαμα, ανά τρεις, ανά πέντε, ανά εφτά. Τις είδα όλες. Μία από αυτές μου έφερε το φαγητό, ποια όμως; Τη βρήκα – κι ας μην ήταν αυτή. Η πιο πονεμένη.
Σηκώθηκα και πήγα στη πλατεία. Το πιάτο δεν ήταν πλαστικό.

ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1986, είμαι είκοσι εφτά

Βγήκα από το σπίτι, στον Νέο Κόσμο, στην ώρα μου, μετά τις δώδεκα, τα μεσάνυχτα – πριν ανατείλει ο ήλιος έπρεπε να επιστρέψω στο φέρετρό μου, εκεί όπου κοιμόμουν, στο δωμάτιό μου. Πήγα με το μηχανάκι, κλεμμένο από την πλατεία Κυψέλης, εκεί και εκεί και εκεί, έδωσα εκείνο και εκείνο, πήρα εκείνο και εκείνο, συνάντησα εκείνον και εκείνον, εκείνην και εκείνην, ήπια αυτό και το άλλο, σνιφάρισα αυτό και το άλλο, κάπνισα αυτό και το άλλο. Πριν τα χαράματα συνάντησα σε ένα σπίτι την Εύα, είχα καιρό να τη δω, και, αν και ήμουν λιώμα, χάρηκα πολύ. Τόσο που φεύγοντας έπεσα από το μηχανάκι με το δεξί μάγουλο πάνω σε χαλίκια και αφού σηκώθηκα έπεσα και με το αριστερό. Ούτε πόνο θυμάμαι ούτε αίματα. Η πιο κοντινή στην πρέζα ουσία είναι τα ξίδια. Γομολάστιχες και τα δύο: με την πρώτη σβήνεις εαυτόν, με τα δεύτερα τη κενωνία.
Είχα να φάω κάνα δυο μέρες, ένας πατσάς θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πήγα εκεί που πήγαινα, αρχές Συγγρού, κοντά στο σπίτι. Μπήκα μέσα, χαμογελαστός, ας είναι καλά η Εύα, κάθισα, παρέες με πουτάνες και τραβεστί και νταβατζήδες και νονοί και εκτελεστές και μαχαιροβγάλτες και εμπόρια περίμεναν να σερβιριστούν. Και με κοιτούν περίεργα αλλά εγώ χαμογελάω αδιάφορα σα να μη τρέχει τίποτα. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ ότι θα περίμενα πολλή ώρα για να φάω να στανιάρω, έρχεται τρέχοντας ένας σερβιτόρος και με ρωτάει τι θέλω, ψιλοκομμένο του λέω, τρέχει και μου τον φέρνει, α, του λέω, ξέχασα και μισό κιλό κρασί, τρέχει και μου το φέρνει, κοιτάω γύρω μου, όλοι και όλες μου χαμογελούν, τους χαμογελώ κι εγώ, παραξενεύομαι αλλά κάνω τον αδιάφορο.
Πληρώνω και την κάνω για το φέρετρο. Κατά τύχη κοίταξα στον καθρέφτη – από τότε που κατάλαβα ότι ο καθρέφτης ασχημαίνει, τον απόφευγα, να γιατί είμαι τόσο ωραίος! Τι ωραίος! Μάγουλα χαρακωμένα, αίματα ξεραμένα.

 

 

ιστορίες πείνας (1)

ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1979, καλοκαίρι, είμαι είκοσι χρονών

Μετά από δέκα τρεις μέρες περπατήματος στα νότια παράλια της Κρήτης, ξεκινώντας από τη Χώρα Σφακίων, αφού έχασα το καραβάκι για Γαύδο, έφτασα μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος, σε έναν μικρό οικισμό κάπου μεταξύ Ιεράπετρας και Σητείας. Πεινούσα πολύ. Πάω στη μικρή πλατεία, ανοιχτό ένα καφενείο, κάθονται έξω κάτω από ένα κιόσκι τρεις κρητικοί μουστακαλήδες στα μαύρα, μεγαλύτεροι από μένα, τριαντάρηδες. Τους κοιτάζω στα μάτια και τους λέω: πεινάω.
Κάθισε, μου λένε. Κάθομαι. Πεινάς, ε; Ναι, τους λέω, πεινάω πολύ. Κοιτάζονται μεταξύ τους κι ένας μου λέει: φάε, δείχνοντάς με ένα μικρό πιατάκι του καφέ με μύγες. Σκότωναν μύγες. Κοιταζόμαστε στα μάτια όπως οι πιστολέρος στα καμπόικα έργα πριν τραβήξουν τα περίστροφα. Παίρνω το πιατάκι, αδειάζω τις μύγες στην αριστερή μου χούφτα, τις βάζω στο στόμα, τις μασάω επιδεικτικά, τις καταπίνω, ανοίγω το στόμα να δουν τι έχει μέσα και τους ρωτάω, έχει άλλες;
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένας από αυτούς φώναξε τον καφετζή.

Ήπια ρακή με ντάκο ποτισμένο με λάδι, ψωμί ζυμωτό, έφαγα δύο πιάτα σουπιές με ελιές, ήπια άσπρο κρασί, γραβιέρα με μέλι για επιδόρπιο.

Continue reading