Θα ήταν μια μέρα ή του Δεκεμβρίου του 1966 ή του Ιανουαρίου του 1967, δεν θυμάμαι ακριβώς. Πήγαινα στη Τρίτη Δημοτικού, στους Πετράδες, παραποτάμιο χωριό του Έβρου, κοντά στο Διδυμότειχο. Θυμάμαι όμως ότι είχε πολύ χιόνι και ότι έκανε πάρα πολύ κρύο. Οι κάτοικοι άνοιγαν διαδρόμους ανάμεσα στο χιόνι (για να πάνε στο γείτονα, για να ποτίσουν τα ζώα στις κοινόχρηστες κρήνες, για να πάμε στο σχολείο) και μου είχε κάνει εντύπωση που το χιόνι με ξεπερνούσε, θα ήταν πάνω από ένα μέτρο. Για να μη κρυώνω, η μάνα μου μού φόρεσε δυο παντελόνια. Το καλό από πάνω, αυτό που δεν έπρεπε να φαίνεται από κάτω. Δεν έπρεπε να φαίνεται λόγω του υφάσματος και του χρώματος: ήταν από φούστα της αμερικάνικης βοήθειας, κάποιοι από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες θα την θυμούνται, βελούδο, κόκκινο της φωτιάς. Δεν θυμάμαι να τη φόρεσε ποτέ. Τη πήρε, τη πήγε σε μια γειτόνισσα και την έκανε παντελόνι για το γιο της, να μη κρυώνει.
Αφιερώνω αυτό το σημείωμα στη μνήμη της.
Εκείνη τη μέρα έφαγα πολύ ξύλο από το δάσκαλο. Δε θυμάμαι γιατί. Ένα από τα λίγα που θυμάμαι είναι ότι κάθε Δευτέρα δεν του πήγαινα βέργες, τις έσπαγε πάνω μας και ξέμενε. Οι συμμαθητές μου του πήγαιναν βέργες από κυδωνιά, που δε σπάνε και πονάνε, τσούζουν πολύ. Τις σκάλιζαν μάλιστα με το σουγιά – η φλούδα της κυδωνιάς χαράζεται και βγαίνει πολύ εύκολα. Άρχισε λοιπόν να με χτυπάει με τη βέργα στα μπούτια κι εγώ έπρεπε να χοροπηδήσω από το πόνο. Και χοροπήδησα. Δεν ήμουν όμως πειστικός – με τα δυο παντελόνια δεν πονούσα πολύ. Το πήρε χαμπάρι, με διέταξε να βγάλω το αποπάνω παντελόνι και μετά χοροπήδησα κανονικά, όπως έπρεπε να χοροπηδήσω. Επειδή έσπαγαν οι βέργες, πήρε τη μασιά.