Και τώρα τι κάνουμε; Καίμε τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ; Δε χτυπάμε εισιτήριο, χτυπάμε τους ελεγκτές; Συνεχίζουμε, ο καθένας μόνος του, να μη χτυπάμε εισιτήριο με τη ψυχή στο στόμα, έμπλεοι, γεμάτοι με φόβο και άγχος; ΟΧΙ, φίλες και φίλοι, κατηγορηματικά ΟΧΙ!
Παράθεσα χτες κάποιες γενικές και υποτυπώδεις σκέψεις για την έννοια της κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Η κλιμάκωση δεν μπορεί να αποφευχθεί, είναι αδύνατον – εκτός εάν θέλουμε να παραμείνουμε Υποτελείς. Εάν δεν θέλουμε, θα πρέπει να τη λάβουμε στα σοβαρά, όσο γίνεται περισσότερο. Δεν χάνω ευκαιρία να επαναλαμβάνω ότι με τις ζωές των ανθρώπων δεν παίζουμε, ότι οι επιλογές μας δεν είναι πολλές όταν κινδυνεύουν ζωές. Έχοντας κατά νου το εμμενές χαρακτηριστικό της σύγκρουσης, την κλιμάκωση, συνειδητοποιώντας ότι, σε επίπεδο βίας, ούτε την υπεροχή σε κάθε επίπεδο της κλιμάκωσης διαθέτουμε ούτε την υπεροχή του έσχατου όπλου διαθέτουμε ώστε να προειδοποιήσουμε τον αντίπαλο Κύριο και έτσι να την περιορίσουμε – την κλιμάκωση εννοώ. Θα με κατακρίνετε ως πασιφιστή (ειρηνιστή) και ηττοπαθή. Οκέι. Ο καθένας και η καθεμιά αναλαμβάνει, θα αναλάβει την ευθύνη του τί γράφει και του τί λέει.
Είναι γνωστή η δυσχέρεια και την επαναλαμβάνω: εάν με τα όπλα, με τις εκλογές και τις διαματυρίες – διαδηλώσεις δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε τα πολλά και ποικίλα προβλήματα που μας προκαλεί με τις ανηλέητες και χωρίς σταματημό επιθέσεις του ο Κύριος, τί μπορούμε να κάνουμε; Οι μετακινήσεις στις πόλεις είναι ένα πρόβλημα· είναι πεδίο σύγκρουσης αλλά είναι και αντικείμενο σύγκρουσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο, προτείνουν την δωρεάν μετακίνηση των ανέργων, και όχι μόνο. Δε μπορώ να μην συμφωνήσω! Πώς θα εφαρμοστεί όμως; Όταν θα γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν δεν γίνει; Κι αν γίνει και το ξεχάσει;
Το πρόβλημα της μετακίνησης επιλύεται μερικώς από πολλούς και πολλές που δεν κόβουν εισιτήριο και πολύ καλά κάνουν. Πριν φύγω από την Αθήνα, τον Μάιο του 1997, επί χρόνια δεν χτύπαγα εισιτήριο γιατί πράγματι δεν είχα μία (δραχμή). Πήγαινα στον Εθνικό Κήπο, έβρισκα κάνα αβγό πάπιας, πουλούσα παλιές τηλεκάρτες κι αγόραζα ψωμί. Θυμάμαι το άγχος μου και το φόβο μου μήπως μπει ο ελεγκτής – κοντά στην πόρτα να προλάβουμε να κατεβούμε πριν προλάβει να μας πλησιάσει· κι αν μας πλησίαζε, αυτοσχεδιάζαμε. Ψυχοφθόρα κατάσταση. Η ατομική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι παντελώς ανεπαρκής και επικίνδυνη, όπως τελικά αποδείχτηκε. Σε αυτή τη διαπίστωση μας αναγκάζει να καταλήξουμε η σημερινή κοινωνική κατάσταση.
Τα ερωτήματα που αναφύονται είναι εάν μπορούμε να καταργήσουμε μονομερώς τα εισιτήρια, εάν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τους ελεγκτές, εάν μπορούμε να τους διώξουμε από τα μέσα μετακίνησης, εάν μπορούμε να καταργήσουμε αυτή τη δουλειά του Κράτους. Ποιά είναι η δουλειά του ελεγκτή, άρα (και) του Κράτους; Είναι να ιδιωτικοποιήσει κάτι που είναι κοινόκτητο και κοινόχρηστο. Η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης από το Κράτος, από τους κρατικούς υπαλλήλους της
κοινοκτησίας και της κοινοχρησίας είναι διαρκής και πανταχού παρούσα. Αυτά είναι ένα από τα πιο ουσιώδη και κομβικά μελήματα του Κράτους. Όταν λέω ότι το Κράτος είναι ένας κομβικός μηχανισμός αυτό εννοώ: είναι ένας μηχανισμός που κινεί τη διαδικασία της διαχείρισης του εμμενούς κομμουνισμού. Κάθε φορά που πληρώνουμε εισιτήριο δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να ιδιωτικοποιούμε την κοινοκτησία και την κοινοχρησία, να συρρικνώνουμε τον εμμενή κομμουνισμό. Κι έρχονται οι ελεγκτές να ελέγξουν όχι τόσο εάν χτυπήσαμε εισιτήριο αλλά εάν η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης της κοινοχρησίας και της κοινοκτησίας παρουσιάζει ρωγμές, ρήγματα, κενά, ασάφειες. Δεν παραβλέπω καθόλου την οικονομική διάσταση του ζητήματος· δεν μας επιτρέπεται όμως να περιοριστούμε μόνο σε αυτήν: είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ας προσέξουμε και τη γλώσσα του Κυρίου: η ακύρωση του εισιτηρίου δεν είναι παρά ακύρωση της εμμενούς κοινοκτησίας και κοινοχρησίας· από την άλλη, η εισιτηριοδιαφυγή, η οποία κατόπιν υπουργικής υποδείξεως και διαταγής πρέπει να παταχθεί δραστικά και ανηλεώς! Να παταχθεί δηλαδή δραστικά η ακύρωση της ιδιωτικοποίησης της κοινοχρησίας/κοινοκτησίας!
Για την ιδιωτικοποίηση της κοινοκτησίας και της κοινοχρησίας από το Κράτος θα μας δοθούν πολλές ευκαιρίες στο μέλλον να πούμε πολλά, πάρα πολλά. Είναι ένα κομβικό ζήτημα που θα το συναντούμε συνεχώς μπροστά μας στο μέλλον. Επανέρχομαι στο ζήτημα που με απασχολεί. Μπορούμε να καταργήσουμε το εισιτήριο; Μπορούμε να διώξουμε τους ελεγκτές; Μπορούμε να ακυρώσουμε όχι το εισιτήριο αλλά τη δουλειά, γιατί να μην την πω και εργασία, της ιδιωτικοποίησης της κοινοχρησίας και της κοινοκτησίας; Μπορούμε.
Όχι με την ατομική εισιτηριοδιαφυγή, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει και θα υπάρχει και θα επεκτείνεται. Μπορούμε να καταργήσουμε το ειριτήριο και να αντιμετωπίσουμε τους ελεγκτές με την ομαδική μετακίνηση σε καθορισμένες μέρες και δρομολόγια. Τα μέσα για να τα καθορίσουμε όλα αυτά υπάρχουν (κινητά, διαδίκτυο, ραδιοφωνικοί σταθμοί, ίσως κι άλλα που αγνοώ ή μου διαφεύγουν). Την πρωτοβουλία μπορεί να την πάρει η οποιαδήποτε ομάδα. Σε αυτή την περίπτωση μετακινούμαστε όχι για να πάμε κάπου αλλά για να μετακινηθούμε: μετακίνηση για τη μετακίνηση – μόνο και μόνο για να καταργήσουμε την ιδιωτικοποίηση της κοινοχρησίας και της κοινοκτησίας των μέσων μεταφοράς.
Πρόκειται για κλιμάκωση του παρατεταμένου πολέμου φθοράς στο πεδίο των αστεακών μετακινήσεων. Θα υπάρξουν μέρες, δεν αργούν, που θα προσφέρονται για αυτή τη δράση: ημέρες απεργιών, κυβερνητικών ατυχημάτων, γραφειοκρατικού ρεταρίσματος, διοικητικού κενού, κρατικού misfire, κατάρρευσης κρατικών λειτουργιών, πολιτικών ρωγμών, ρηγμάτων, ρηγματώσεων και χασμάτων. Η διάρκεια αυτού του επιπέδου κλιμάκωσης, αυτής της ομαδικής/συλλογικής δραστηριότητας δεν θα είναι σύντομη. Και είναι βέβαιο πως θα συνυφανθεί, θα διαπλακεί, θα συντονιστεί με άλλες δραστηριότητες περιορισμού/ κατάργησης της κρατικής εργασίας της ιδιωτικοποίησης της κοινοχρησίας και κοινοχρησίας.
Και βέβαια αναμενόμενη θα είναι και η αντίδραση/αντίσταση του Κράτους και του Κυρίου. Θα ανεβάσει το επίπεδο της κλιμάκωσης για να εξασφαλίσει την υπεροχή της κλιμάκωσης. Δεν θα εκπλαγούμε νομίζω εάν δούμε ένοπλους ελεγκτές ή ένοπλους μπάτσους μέσα στα λεωφορεία ή και στις στάσεις. Και σε ένα πολύ ανώτερο επίπεδο, σε περίπτωση γενίκευσης και όξυνσης του παρατεταμένου πολέμου φθοράς, θα πρέπει να αναμένουμε και τη χρήση του όπλου της απόσυρσης του χρήματος με σκοπό να μας γονατίσουν.
Αλλά η παντελής έλλειψη του χρήματος είναι δίκοπο μαχαίρι – και ο Κύριος το γνωρίζει: εάν αποβεί αναποτελεσματικό, ο Κύριος περιέρχεται στην κατάσταση του άοπλου, ως προς το χρήμα, και θα αναγκαστεί να καταφύγει στο άλλο όπλο: τα όπλα Του.
Εάν μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς χρήμα/εμπόρευμα, από λίγες μέρες ως λίγους μήνες, ο Κύριος την έχει πουτσίσει. Το φοβάται, το φοβάται πολύ. Θα το επιχειρήσει όμως για να συναγάγει χρήσιμα και πολύτιμα συμπεράσματα.
Αύριο πάλι – θα συνεχίσω τη συζήτηση για τον Μέλλοντα χρόνο που δεν είναι ακριβώς χρόνος! Και μεθαύριο, πρώτα η Ζωή, θα ξαναδιαβάσω το περιβόητο σχόλιο της Λένας Διβάνη στο twitter και θα γράψω για τη δουλειά του ελεγκτή ως σημείο συνάντησης του Μαρξ, του Βέμπερ και της Καθηγήτριας – Συγγραφέα.
α) Να σημειώσουμε και να διαδώσουμε επίσης την υπέροχη χειρονομία να προσφέρεις κατά την έξοδό σου το ακυρωμένο εισιτήριό σου, (αν τελικά για χι ψι λόγους επέλεξες να το ακυρώσεις), σε επόμενο επιβάτη (διάρκεια ισχύος του εισιτηρίου : 1 ωρα και 30 λεπτά). Ήδη αυτό συμβαίνει συχνά στα ΜΜΜ της αθήνας και αρκετές φορές έχω πάρει ή δώσει εισιτήριο με αυτό τον τρόπο. Άλλοι το αφήνουν διακριτικά πάνω στο ακυρωτικό μηχάνημα ή στη στάση. Με τον τρόπο αυτό κάποιος μοιράζεται τζάμπα το χρόνο μεταφοράς που αγόρασε υποτίθεται μόνο για την πάρτη του και υποστηρίζω ότι και με αυτή επίσης τη μέθοδο διευρύνεται ο κομμουνισμός, αν και με διαφορετικό τρόπο, λιγότερο άμεσο, από αυτόν που εσύ προτείνεις (ομαδικές δωρεάν μετακινήσεις). Νομίζω ότι η μέθοδος αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι δεν μπορεί να κατασταλεί. β) Τελευταία έχεις μεγάλη ρέντα, συνέχισε, ευχαριστούμε.
Γιάννη Ν., εάν μου ερχόταν στο μυαλό αυτή η υπέροχη χειρονομία, που δεν μπορεί να κατασταλεί, κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, το ξέρεις πως θα την ανέφερα. Δεν ζω όμως σε μεγαλούπολη και μου διαφεύγουν πολλές πρακτικές και καταστάσεις, δεν μπορώ να τις χρησιμο-ποιήσω, παρόλο που τις γνωρίζω ή τις μαθαίνω.
Α, θα συνεχίσω, μέχρι και τη τελευταία μέρα της ζωής μου!