η Αναστασία στο γηροκομείο

η Αναστασία στο γηροκομείο

διήγημα

Την πρόσεξα από την πρώτη μέρα της δουλειάς μου στο γηροκομείο. Καθόταν μπροστά στο παράθυρο, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα μπράτσα της αναπηρικής καρέκλας κι έβλεπε πέρα μακριά –  τα πουλιά που πετούσαν πάνω από τη θάλασσα.  Ήταν σκεφτική και δε μιλούσε σε κανέναν, ούτε  γέρο ούτε γριά ούτε νοσοκόμο. Μετά από μερικές μέρες, πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της. Θέλω να πεθάνω, μου είπε, και μου το έλεγε κάθε φορά που πήγαινα να της κανω παρέα. Με το καιρό λες και με περίμενε να πάω μόνο και μόνο για να μου πει, θέλω να πεθάνω. Όταν πρωτοπήγα, μπορούσε και έπινε νερό με το ποτήρι. Μετά, δεν μπορούσε να το κρατήσει κι έπινε με το καλαμάκι.  Δύο μήνες πριν πεθάνει, της έδινα νερό με το κουταλάκι. Νερό, ψιθύριζε, η φωνή της ερχόταν από τον τάφο, κι εγώ της έλεγα, έλα, πουλάκι μου, άνοιξε το στόμα σου, αλλά δεν μπορούσε. Της άνοιγα με το κουταλάκι τα χείλια και της έσταζα λίγες σταγόνες. Θέλω να πεθάνω, μουρμούριζε κι έκλεινε τα μάτια. Ήταν ζωντανή αλλά δε ζούσε. Από πότε; Δεν ξέρω.

Continue reading