in διήγημα

η Αναστασία στο γηροκομείο

η Αναστασία στο γηροκομείο

διήγημα

Την πρόσεξα από την πρώτη μέρα της δουλειάς μου στο γηροκομείο. Καθόταν μπροστά στο παράθυρο, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα μπράτσα της αναπηρικής καρέκλας κι έβλεπε πέρα μακριά –  τα πουλιά που πετούσαν πάνω από τη θάλασσα.  Ήταν σκεφτική και δε μιλούσε σε κανέναν, ούτε  γέρο ούτε γριά ούτε νοσοκόμο. Μετά από μερικές μέρες, πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της. Θέλω να πεθάνω, μου είπε, και μου το έλεγε κάθε φορά που πήγαινα να της κανω παρέα. Με το καιρό λες και με περίμενε να πάω μόνο και μόνο για να μου πει, θέλω να πεθάνω. Όταν πρωτοπήγα, μπορούσε και έπινε νερό με το ποτήρι. Μετά, δεν μπορούσε να το κρατήσει κι έπινε με το καλαμάκι.  Δύο μήνες πριν πεθάνει, της έδινα νερό με το κουταλάκι. Νερό, ψιθύριζε, η φωνή της ερχόταν από τον τάφο, κι εγώ της έλεγα, έλα, πουλάκι μου, άνοιξε το στόμα σου, αλλά δεν μπορούσε. Της άνοιγα με το κουταλάκι τα χείλια και της έσταζα λίγες σταγόνες. Θέλω να πεθάνω, μουρμούριζε κι έκλεινε τα μάτια. Ήταν ζωντανή αλλά δε ζούσε. Από πότε; Δεν ξέρω.

Την επισκέφτονταν ο γιος της, γύρω στα σαράντα, και η κόρη της, κάνα δυο χρόνια νεώτερη. Από το γιο της έμαθα ότι ο αδερφός της είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν πιάσω δουλειά, στις 6 Φεβρουαρίου, το 2045. Αυτός την έφερε στο νοσοκομείο, όπως έφερε και τη μάνα του στην Αναστασία –  την έφερε κι εξαφανίστηκε. Στην κηδεία ήταν. Ο δεύτερος άντρας της είχε πεθάνει κι αυτός, πολλά χρόνια πριν.  Αλκοολικός. Τον  ρώτησα για τον πατέρα τους, τον πρώτο της άντρα, αλλά έκανε πως δεν με άκουσε. Η κόρη της μου είπε ότι ζούσε σε ένα μικρό χωριό, ήταν ογδόντα έξι χρονών, καλλιεργούσε τον κήπο του, περπατούσε στο βουνό και διάβαζε. Δεχόταν συχνά επισκέπτες, φίλους και φίλες από όλη την Ελλάδα, ζούσαν μαζι του μέρες πολλές, γλεντούσαν και τραγουδούσαν, έπιναν κρασί, έσκαγαν μπάφους  και έλεγαν του κόσμου τις μαλακίες. Οι τρελοί και οι μαλάκες δεν παθαίνον ποτέ καρκίνο, μου είπε μια μέρα, το άκουγε πολύ συχνά από τον πατέρα της. Αυτός δεν είναι ταν πατέρας, μου είπε μια μέρα, είναι τέρας αλλά πολύ ανθρώπινο τέρας.

Τους τελευταίους μήνες είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον και συζητούσε με κάποιο πρόσωπο. Άκουγα μόνο τι έλεγε αυτή, αυτή όμως άκουγε τι έλεγε ο συνομιλητής της, σαν να θυμόταν τις συζητήσεις –  ναι, ναι τις θυμόταν. Με ποιον να συνομιλούσε άραγε; Δεν το έμαθα ποτέ. Ρώτησα τα παιδιά της. Έκαναν πως δεν άκουσαν. Κάποιες φορές νευρίαζε και ανέβαζε τον τόνο τη φωνής της αλλά αμέσως, σαν να το μετάνιωνε, μαλάκωνε και μιλούσε τρυφερά. Στην αρχή οι συζητήσεις ήταν σύντομες, καθώς περνούσε όμως ο καιρός, διαρκούσαν όλο και πιο πολύ. Μου φάνηκε σαν να ήθελε να ξαναζήσει κάποιες στιγμές του παρελθόντος,  σαν να ήθελε να πει αυτά που δεν είπε, που ήθελε να πει και δεν είπε –  αχ αυτός ο εγωισμός, πόσο ακριβά τον πληρώνουμε! Πόσα προβλήματα θα λύναμε στη ζωή μας, πόσο ευχάριστη θα ήταν, εάν ήμασταν λιγότερο εγωιστές! Αν η κατάθλιψη στα νιάτα μας είναι θυμός που δεν εκδηλώθηκε, η θλίψη στα γεράματα είναι η συνειδητοποίηση ότι με τον εγωισμό μας χάσαμε τη ζωή μας. Αλλά είναι πολύ αργά. Αυτό το πολύ αργά πονάει πολύ.

Δούλεψα πολλά χρόνια σε γηροκομεία κι άκουσα πολλά. Και είδα πολλά. Ο άνθρωπος πεθαίνει ή λυπημένος ή χαρούμενος.  Ο γέρος και η γριά που θα πάει, που θα τον πάνε, που θα τον πετάξουν σαν σκουπίδι στο γηροκομείο, θα πεθάνει λυπημένος, θα πεθάνει στεναχωρημένη. Γνώρισα πολύ λίγες εξαιρέσεις αυτού του κανόνα. Μια γριά, ενενήντα πέντε,  μου είπε μια μέρα, πριν πολλά χρόνια, κάτι που δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή –  σας το λέω να το  μάθετε κι εσείς. Ξέρεις πώς είναι να πεθαίνεις; με ρώτησε.  Πώς είναι; απάντησα αμέσως, χωρίς να το σκεφτώ, με αγωνία και λαχτάρα. Πώς είναι όταν πεινάς και θέλεις να φας λίγο ψωμάκι; Πώς είναι όταν διψάς και θέλεις να πιεις λίγο δροσερό νεράκι; Πώς είναι όταν νυστάζεις και θέλεις να πάρεις ένα υπνάκο, έτσι κι εγώ τώρα θέλω να πεθάνω. Πέθανε μετά από λίγες μέρες.

Μια μέρα, πίναμε τσάι μπροστά στο παράθυρο, η Αναστασία με ρώτησε: τι θα κάνεις έναν άνθρωπο που τον μισείς πολύ; Θα σκότωνες τον φονιά του παιδιού σου; Ναι, θα τον σκότωνα, απάντησα, θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Είναι σκληρή τιμωρία αυτή; Δεν είναι; απάντησα. Όχι, δεν είναι, μου λέει, κοιτάζοντάς με στα μάτια, υπάρχει μια σκληρότερη. Σταμάτησε να μιλά, κάτι σκέφτηκε, σαν κάτι να θυμήθηκε, σαν να είδε κάποιον που η  εικόνα του εμφανίστηκε ξαφνικά και χάθηκε ευθύς αμέσως. Περίμενα να ακούσω. Άστον να ζήσει, είπε και σαν να βούρκωσε, σαν να θυμήθηκε κάτι που δεν έπρεπε να θυμηθεί. Αυτόν τον αγώνα κάνουν οι γέροι και οι γριές, αγώνα που τους καταβάλλει –  δεν πρέπει να θυμηθούν, πιέζουν τον εαυτό τους να μην θυμηθούν, πιέζουν το μυαλό τους να πάψει να θυμάται –  και τα καταφέρνουν μια χαρά. Και παθαίνουν άνοια. Και δεν θυμούνται ούτε τα ευχάριστα, που προκαλεί επίσης πόνο. Μεγάλο πόνο. Ό,τι και να θυμηθείς, πόνο θα σε προκαλέσει. Όταν πρωτοήρθα εδώ που δουλεύω τώρα, γνώρισα ένα γέρο, περιπτωσάρα, μα μια περιπτωσάρα! Την έπεφτε στην Αναστασία. Δεν έχω δει ωραιότερο χαμόγελο, τον άκουγα να της λέει. Μου θυμίζει τη νεολιθική εποχή! Θέλεις το βράδυ να κοιμηθούμε μαζί; Όλη μέρα τραγούδούσε και χόρευε και έλεγε ιστορίες, χλεύαζε τον έναν, πείραζε την άλλη, αυτοσαρκαζόταν και γελούσε. Μια μερα, με ρώτησε, δεν είμαι πολύ όμορφος; Είσαι, του είπα, είσαι κούκλος! Ναι, είμαι κούκλος, είμαι μανεκέν για σάβανο! Δεν μπόρεσα να αυτοσυγκρατηθώ και χαμογέλασα. Εγώ το έκανα αυτό, εγώ σε έκανα και γέλασες. Και χαμογέλασε. Μια μέρα, ήμουν βραδυνός, τον είδα να τρώει σουβλάκια και να πίνει κρασί –  που τα βρήκε ο άτιμος; Τρως καλά, σχολίασα. Γιατί, απάντησε χαμογελώντας, θέλεις να πεθάνω νηστικός; Την άλλη μέρα έμαθα ότι πέθανε στον ύπνο του.

Ένας άλλος, ατημέλητος και ψιλοβρομιαρούλης, σκάει μια μέρα με κουστούμι. Έπαθα.  Χαράλαμπε, τον ρωτάω, παντρεύεσαι; Δεν απάντησε. Φτηνιάρικο αλλά καθαρό, με κάπως κοντά τα μανίκια –  αυτός μάζεψε, όχι τα μανίκια. Το φορούσε ένα μήνα. Μια μέρα δεν άντεξα και τον ξαναρώτησα. Γιατί φοράς κουστούμι; Δεν θέλω να τους γίνω βάρος, δεν θέλω ούτε να με ντύσουν. Πέθανε μετά από λίγες μέρες.

Μου θυμίζεις τον άντρα μου, μου είπε μια μέρα η Αναστασία, πριν παραιτηθεί. Τον πρώτο ή τον δεύτερο; τη ρώτησα. Δεν απάντησε. Πέθανε ανήμερα της γιορτής της, μια ώρα μετά την Ανάσταση.

Write a Comment

Comment