φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Η επιδείνωση των πολλών και διαρκώς οξυνόμενων παγκόσμιων προβλημάτων, η επιταχυνόμενη συρρίκνωση του καπιταλισμού στις κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού, που σύντομα θα μετεξελιχθεί σε συρρίκνωση του παγκόσμιου καπταλισμού, και η μετάβαση από την εποχή της αφθονίας και της σπατάλης στην εποχή της ένδειας, της σπάνης και της φειδούς θα επιφέρει την αναζωπύρωση του κοινωνικού πολέμου, του κοινωνικού πολέμου που διεξάγεται σε όλες τις κοινωνίες – του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος. Ο εμμενής κοινωνικός πόλεμος άλλοτε αναζωπυρώνεται, συντονίζεται και κλιμακώνεται, τον βλέπουμε και τον ζούμε, κι άλλοτε υποχωρεί και καταλαγιάζει, είναι σα να μην υπάρχει. Υπάρχει όμως γιατί δεν γίνεται να μην υπάρχει και διεξάγεται αφανώς, σε μοριακό επίπεδο, σε πολλά και διάσπαρτα πεδία της κοινωνίας. Η περίοδος της υποχώρησης είναι πολύ σημαντική: σε αυτό το μεσοδιάστημα επεξεργαζόμαστε θεωρητικά τις νίκες και τις ήττες, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις εμπειρίες και τους πειραματισμούς της προηγηθείσας φάσης αναζωπύρωσης και έκρηξης του κοινωνικού πολέμου και αναμένουμε την επόμενη αναζωπύρωση. Το πότε θα έρθει αυτή το οσμιζόμαστε μόνο με την πλήρωμα του χρόνου. Διατυπώνω την πρόβλεψη ότι το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και η αναζωπύρωση και κλιμάκωση του κοινωνικού πολέμου είναι αναπόφευκτες καταστάσεις. Η διάρκειά της θα είναι μεγάλη – τα όρια που εκτιμώ είναι τελείως σχηματικά, μην δίνετε και πολλή σημασία: θα επεκταθεί πολύ πέραν του 2044!
Ο (εμμενής) κοινωνικός πόλεμος είναι το κομβικό θεωρητικό αντικείμενο της πολιτικής φιλοσοφίας. Στο σημείο αυτό εντοπίζουμε ένα οξύμωρο, ένα αντιφατικό, και παράξενο θα έλεγα, φαινόμενο. Εάν στις κυριαρχικές κοινωνίες, που είναι συνήθως και ταξικές, όπως είναι αυτές του δυτικού πολιτισμού, ο κοινωνικός πόλεμος διεξάγεται μεταξύ της πλούσιας και ισχυρής άρχουσας τάξης και των υποτελών παραγωγών του κοινωνικού πλούτου, στους οποίους βέβαια συμπεριλαμβάνονται και τμήματα του πληθυσμού που δεν εργάζονται, μόνο η άρχουσα τάξη αναγνωρίζει την εμμένεια του κοινωνικού πολέμου και αυτή ήταν πρώτη που ασχολήθηκε θεωρητικά με αυτόν, με αποτέλεσμα να επινοηθεί η πολιτική φιλοσοφία. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος που καταπιάστηκε θεωρητικά και ιστορικά με τον κοινωνικό πόλεμο της εποχής του και έθεσε τα θεμέλια μιας διανοητικής παράδοσης που συνεχίζεται μέχρι τώρα – και θα συνεχίζεται. Εστίασε όμως στον ταξικό πόλεμο, ο οποίος είναι μόνο ένα από τα πολλά πεδίο του κοινωνικού πολέμου, μιας και η έννοια του κοινωνικού πολέμου είναι γενικότερη της αντίστοιχης του ταξικού. Η κοινωνική επανάσταση των γυναικών στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες διεύρυνε την έννοια του κοινωνικού πολέμου, διεύρυνση που συνεχίστηκε με την εμφάνιση και ανάδειξη πολλών άλλων πεδίων του κοινωνικού πολέμου (πυρηνικά όπλα, ομοφυλόφιλοι, φυλακές, οικολογία, σχολείο και άλλα). Παρ΄ όλα αυτά, η εμμένεια του κοινωνικού πολέμου δεν έχει επισημανθεί, αναδειχτεί και μελετηθεί – ιστορικά και θεωρητικά. Θα γίνει στα χρόνια που έρχονται.
Ο Πλάτων έθεσε τα θεμέλια της πολιτικής φιλοσοφίας, αυτός πρώτος ασχολήθηκε με τον κοινωνικό πόλεμο – το πρώτο βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας είναι η Πολιτεία. Το οικοδόμημα όμως τα έκτισε, μετά από 1800 χρόνια, ο Μακιαβέλι. Από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, η πολιτική φιλοσοφία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να καταγράφει τον προβληματισμό της άρχουσας τάξης σχετικά με την ύπαρξη του κοινωνικού πολέμου: τις ανησυχίες για την έκβασή του, τους τρόπους της νικηφόρας διεξαγωγής του, τις επιθυμίες (και τους τρόπους) εξοβελισμού του, ξεριζώματός του, εξαφάνισής του.
Η κλιμάκωση της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου καταλήγει σε μια μετωπική, κομβική σύγκρουση μεταξύ των δύο κοινωνικών αντιπάλων. Η καθοριστικής σημασίας αυτή σύγκρουση είναι γνωστή με πολλά ονόματα – στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν στάσις, δηλαδή σταμάτημα (των αντιπάλων να υπακούουν και να πείθονται), σήμερα τη λέμε επανάσταση, η οποία όμως έχει δύο σημασίες: άλλοτε δηλώνει μια επαναστατική μαζική εξέγερση (γαλλική, αμερικάνικη, οκτωβριανή και άλλες πολλές), μικρής διάρκειας, κι άλλοτε μια ριζική, μη αναστρέψιμη αλλαγή, μεγάλης διάρκειας – η παραγωγή τροφής, η βιομηχανική, η επανάσταση των γυναικών (συνεχίζεται ακόμα. . .). Τα θεμελιώδη ζητήματα που έφερε στο προσκήνιο ο Πλάτων, τα ερωτήματα που διατύπωσε, είναι ακριβώς τα ζητήματα και τα ερωτήματα που απασχολούν και σήμερα (και αύριο) τους θεωρητικούς της κυριαρχίας και του κοινωνικού πολέμου. Πώς θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε την στάσιν, την επιτυχή και νικηφόρα διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου από τους υποτελείς;Πώς θα μπορέσουμε να εξαλείψουμε τον κοινωνικό πόλεμο; Τι να κάνουμε για να μην συμβεί;
Ο Πλάτων ήταν κληρονόμος μιας προφορικής, παραδοσιακής πολιτικής φιλοσοφίας, τα θεμέλια της οποίας ετέθησαν την εποχή που η όξυνση του κοινωνικού πολέμου έφτασε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου – στα χρόνια του Σόλωνος. Ο εμφύλιος πόλεμος αποσοβήθηκε: η σύγκρουση μεταξύ των αριστοκρατών ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, δηλαδή αποτελεσματικής αντιμετώπισης του κινδύνου, καθιέρωσε τις τρεις στρατηγικες που από τότε μέχρι σήμερα είναι οι στρατηγικές της άρχουσας τάξης, των καπιταλιστών, του κράτους: υποχώρηση, παραχωρήσεις τακτικού περιεχομένου ώστε να μπορέσουμε να επανέλθουμε δριμύτεροι, ισχυρότεροι δηλαδη, οι οποίες συνοδεύονται ή συνδυάζονται με την εξαπάτηση, με σκοπό τη χρησιμοποίηση των υποτελών για την εκπλήρωση των σκοπών και των επιθυμιών των αριστοκρατών, και η εξόντωση, η εκκαθαριστική υστερόχρονη καταστολή, η σφαγή των εξεγερμένων. Επικράτησε η στρατηγική των παραχωρήσεων και ακολούθησε η στρατηγική της εξαπάτησης – ο συνδυασμός αυτός έθεσε τα θεμέλια της αθηναϊκής δημοκρατίας. Να σας υπενθυμίσω τα λόγια του Περικλή: δεν είναι ντροπή να είστε φτωχοι, ντροπή είναι να μην θέλετε να πάψτε να είστε φτωχοί – πολεμήστε. Κι αν τύχει και πεθάνετε, klein mein, ανδρός επιφανούς πάσα γη τάφος. Να σας υπενθυμίσω ακόμα ότι το μεγαλύτερο μέρος της λείας του πολέμου το επαιρναν οι πλούσιοι και ισχυροί αριστοκράτες στρατηγοί (οι πολιτικοί της εποχής): οι ακτήμονες κωπηλάτες των τριήρων έπαιρναν μια μία δραχμή την ημέρα, το φαΐ της ημέρας δηλαδή. Αθάνατη δημοκρατία!
Τον Πλάτωνα δεν τον απασχολούσε ο τρόπος αντιμετώπισης της σύγκρουσης αλλά η αποσόβησή της. Ήταν όμως δέσμιος μιας αξεπέραστης αντίφασης. Θεωρούσε ότι ο άνθρωπος δεν είναι πολιτικόν ζώον, όπως τόνισε με έμφαση ο μαθητής του, ο Αριστοτέλης, αλλά ότι είναι ένα αγελαίο ζωο, όπως τα πρόβατα. Γι αυτό και αποκαλεί την πολιτική τέχνη ανθρωποβοσκητική (ανθρωπονομική), γι αυτό και προτείνει (Πολιτεία) να οργανωθεί η κοινωνία με πρότυπο το μαντρί – εάν γίνει αυτό, οι υποτελείς θα περιέλθουν στην κατάσταση των εκτρεφομένων ζώων, τα οποία βέβαια δεν στασιάζουν ποτέ, μουλαρώνουν μόνο καμιά φορά αλλά για αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει το μαστίγιο. Στα γεράματά του όμως αντιλήφθηκε ότι είχε πάρει τις επιθυμίες του για πραγματικότητα (Πολιτεία) και στους Νόμους παραδέχεται ότι ο άνθρωπος είναι ον δυσμεταχειριστότατον (808d.5.), δεν μπορείς εύκολα να τον υποτάξεις!!!
Με τα ίδια ζητήματα ασχολείται και σήμερα η πολιτική φιλοσοφία.Πώς θα εξαλείψουμε τον κοινωνικό πόλεμο, πώς θα αποτρέψουμε την αναζωπύρωσή του, την όξυνσή του, πώς θα αποφύγουμε τη μετωπική κοινωνική σύγκρουση; Υπάρχουν τρόποι; Πώς θα αντιμετωπίσουμε μια μελλοντική μαζική και γενικευμένη επαναστατική εξέγερση; Με παραχωρήσεις, με εξαπάτηση ή με εξόντωση; Με τις παραχωρήσεις και την εξαπάτηση – αυτή είναι η στρατηγική τους. Με αυτήν αποτρέπουν την αναζωπύρωση του κοινωνικού πολέμου και αποφεύγουν τη μετωπική σύγκρουση, με αυτη την αντιμετωπίζουν και την αποκλιμακώνουν – πάντοτε με το δάχτυλο στη σκανδάλη, είμαι βέβαιος ότι αυτό ούτε το παραβλέπετε ούτε το ξεχνάτε.
ΕΑΝ οι αντίπαλοί μας αναρωτιούνται τι να κάνουμε για να μην συμβεί, εμείς άλλοτε αναρωτιόμαστε τι να κάνουμε για να συμβεί κι άλλοτε τι να κάνουμε για να νικήσουμε. Πόλεμος είναι αυτός – η νίκη επιλύει προβλήματα και βελτιώνει τη ζωή μας, η ήττα προκαλεί κι άλλα προβλήματα και χειροτερεύει τη ζωή μας. Όποιος δεν ενδιαφέρεται για τη νίκη είναι ανόητος, λίαν επιεικώς. Δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί και πολλές, είναι γνωστοί με το όνομα αγωνιστές, με πολλά επίθετα μπροστά: μαχητικοί, αταλάντευτοι, ασυμβίβαστοι και άλλα πολλά.
ΣΤΟ ερώτημα τι να κάνουμε για να συμβεί διατυπώνονται δύο απαντήσεις: η μία είναι γνωστή ως ακτιβισμός και αγωνισμός. Δεν θα σταματήσουμε να πράττουμε και να αγωνιζόμαστε – μόνο έτσι θα ξυπνήσουν και οι άλλοι και θα σηκωθούν από τους καναπέδες τους, όπου κοιμούνται όρθιοι. Δεν έχει καμιά σημασία εάν νικάς ή όχι, σημασία έχει να αγωνίζεσαι και να δραστηριοποιείσαι, να είσαι ενεργητικός, όχι παθητικός. Και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αγωνίζεσαι είναι να διαμαρτύρεσαι, να διεκδικείς – με συγκεντρώσεις, πορείες και διαδηλώσεις. Όσο πιο πολλοί και πολλές είμαστε, τόσο πιο μεγάλη πίεση θα ασκήσουμε, τόσο πιο πολύ θα μας φοβηθούν και θα υποχωρήσουν. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες και ήττες δεν τους πτοούν – θυμόμαστε τι έγινε στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια! Η μία ήττα μετά την άλλη.
ΜΕΡΙΚΕΣ φορές υποχωρούν και ικανοποιούν τα αιτήματα των διαδηλωτών. Τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις; Γιατί υποχωρούν; Για δύο λόγους, συμπληρωματικούς. Αντιλαμβάνονται ότι η στάση τους είναι αναχρονιστική και ότι η ικανοποίηση ενός αιτήματος θα ενισχύσει την πολυπόθητη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, θα αποφευχθεί η αποτρόπαιη και βδελυρή αστάθεια. Θέλετε να παντρεύεστε εσείς οι ομοφυλόφιλοι; Να παντρεύεστε, γιατί να μην παντρεύεστε!
ΟΤΑΝ όμως αναζωπυρώνεται και οξύνεται ο κοινωνικός πόλεμος, τότε αυτό που μας απασχολεί είναι τι να κάνουμε για να νικήσουμε – εάν ηττηθούμε, την πουτσίσαμε. Στις προσεχείς δεκαετίες θα αντιμετωπίσουμε πολλά παγκόσμια κοινωνικά προβλήματα, η κοινωνική σύγκρουση θα γενικευτεί και θα οξυνθεί. Ο αχτιβισμός και ο αγωνισμός θα ζήσει στιγμές ανυπέρβλητου κάλλους: συγκεντρώσεις, πορείες, διαδηλώσεις, μαζικές, σε όλες τις πόλεις, σε όλον τον πλανήτη, για πολλά χρόνια, ενθουσιασμός, μεγάλα λόγια, μεγαλομανιακά παραληρήματα, ελπίδες, προσδοκίες νίκης – κι όλα αυτά θα επιφέρουν τη διάψευση, την απογοήτευση, την αποτυχία, την ήττα. Ό,τι συνέβη και στο παρελθόν: η ήττα, αποτέλεσμα των αυταπατών, έφερε την ιδιώτευση και την ένοπλη πάλη – άκου “ένοπλη πάλη” !!! Τώρα όμως θα συμβεί και κάτι άλλο: θα αναγκαστούμε να πάμε πέρα από τον μικροαστικό ηδονιστικό ακτιβισμό και αγωνισμό και θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να ασχολούμαστε ιστορικά και θεωρητικά με τον εμμενή κοινωνικό πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των προσεχών δεκαετιών θα διατυπωθεί το σύνθετο, θεμελιώδες ερώτημα: μπορούμε να νικήσουμε; Εάν ναι, πώς; Με αυτό το ερώτημα θα ασχοληθώ μόλις επιστρέψω από την Αθήνα, σε μια βδομάδα.
Σχολιάστε ελεύθερα!