φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΕΑΝ κάποιος, κάποια αποφασίσει να γράψει μια ιστορία της διαδικασίας της γένεσης και διαμόρφωσης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας θα πρέπει να γνωρίζει, να έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτά που θα μας δώσει να διαβάσουμε θα είναι μια επινόησή του, δεν θα είναι η/μια αντικειμενική περιγραφή αυτής της διαδικασίας, θα έχει στοιχεία λογοτεχνίας και όχι μόνο και αποκλειστικά στοιχεία επιστήμης. Εάν εξαιρέσουμε τη (λυρική) ποίηση και το επιστημονικό δοκίμιο, ό,τι και να γράψουμε θα είναι ή καθαρή λογοτεχνία ή θα έχει στοιχεία λογοτεχνίας. Πριν προχωρήσω στην διατύπωση μιας απάντησης στο ερώτημα που διατύπωσα στον τίτλο, οφείλω να διασαφηνίσω συνοπτικά και απλά αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του γράφει ότι το αντικείμενο της λογοτεχνίας (η ποίησις – η κατασκευή, η επινόηση) είναι η μίμηση, η αναπαράσταση των πράξεων ανθρώπων που είναι ή σπουδαίοι ή φαύλοι (1448α 1-5), ή καλύτεροι από εμάς ή χειρότεροι. Λίγο παρακάτω (1448α 18-23) διευκρινίζει γράφοντας ότι η μίμηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε με την αφήγηση (έπος, απαγγελία) είτε με την αναπαράσταση (δράμα, θέατρο). Σε αυτές τις επισημάνσεις του Αριστοτέλη πάτησε και ο Νόρθροπ Φράι ( Ανατομία της Κριτικής, σ. 60) και ο Ζεράρ Ζενέτ (Παλίμψηστα, σ. 39) και επανέλαβαν τη αριστοτελική διάκριση των λογοτεχνικών γενών. Συμφωνούν λοιπόν και επαναλαμβάνουν (δεν μπορεί να υπάρξει θεωρία λογοτεχνίας χωρίς την αριστοτελική Ποιητική) ότι, ό,τι μιμούμαστε και έχει μια πλοκή δεν μπορεί παρά να είναι – κατά χρονική σειρά επινόησης: αφήγηση σπουδαίας πράξης (έπος>μυθιστόρημα), αναπαράσταση σπουδαίας πράξης (δράμα, τραγωδία), αναπαράσταση φαύλης πράξης (κωμωδία) και αφήγηση φαύλης πράξης (παρωδία, σάτιρα).
ΜΕΤΑΞΥ των λογοτεχνικών γενών και των επιστημονικών κειμένων κινούνται κάποια κείμενα για τα οποία υπάρχει μια συζήτηση για το εάν είναι λογοτεχνικά ή επιστημονικά – πρόκειται για τα κείμενα των ανθρωπιστικών ή άλλως κοινωνικών επιστημών. Τι είναι, για παράδειγμα, οι Ιστορίες του Ηροδότου ή οι Θλιβεροί Τροπικοί του Λέβι Στρος; Η ιστορία, η ιστοριογραφία δηλαδή, είναι επιστήμη όπως είναι η Φυσική και η Χημεία; Η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία, η θεολογία, η κοινωνιολογία, τι είναι; Εντοπίζουν και περιγράφουν αντικειμενικούς νόμους της κοινωνίας, όπως κάνουν οι λεγόμενες θετικές επιστήμες με τη φύση, με την ανόργανη και οργανική ύλη; Πώς να εξηγήσουμε την ώσμωση της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας; Γιατί υπάρχει λογοτεχνική φιλοσοφία (ο Φαίδων ή το Συμπόσιον του Πλάτωνα) και φιλοσοφική λογοτεχνία (Κάφκα και Τόμας Μαν, λόγου χάρη);
Η διαφορά μεταξύ των θετικών και κοινωνικών επιστημών διασαφηνίζεται, εάν εστιάσουμε στη διαφορά μεταξύ εξήγησης και κατανόησης. Η αστρονομία εξηγεί, με την ιστορία προσπαθούμε να κατανοήσουμε. Και για να κατανοήσουμε πρέπει να ερμηνεύσουμε. Αναπότρεπτα λοιπόν το στοιχείο της ερμηνείας εισέρχεται σε όλες τις ανθρωπιστικές/κοινωνικές επιστήμες, που δεν είναι επιστήμες, του επιπέδου των θετικών. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο οι θεωρητικοί της ιστορίας (της ιστοριογραφίας) να λάβουν υπ΄όψει τους τα συμπεράσματα της αριστοτελικής Ποιητικής και τις επεξεργασίες των από τους θεωρητικούς της κριτικής και της λογοτεχνίας (ανέφερα ήδη τον Φράι και τον Ζενέτ). Θα ξεχωρίσουμε τον Πολ Ρικέρ (Η μνημη, η ιστορία, η λήθη – Ίνδικτος, μετ. Κομνηνός Ξενοφών) και τον τελικό επεξεργαστή, τον Χάιντεν Γουάιτ (Λογοτεχνική θεωρία και ιστορική συγγραφή, Επέκεινα, μετ. Γ. Πινακούλας). Ο Γουάιτ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εάν καθίσουμε να γράψουμε μια οποιαδήποτε ιστορία, οποιασδήποτε εποχής ή κοινωνίας, τοπική ή παγκόσμια, αυτή θα είναι οπωσδήποτε ή δράμα (μυθιστόρημα, έπος) ή τραγωδία ή κωμωδία ή σάτιρα (παρωδία). “Η ερμηνεία”, υποστηρίζει ο Γουάιτ (Η ερμηνεία στην ιστορία, Πλέθρον, μετ. Βάσια Λέκκα, σελ. 60), “εισέρχεται στην ιστοριογραφία με, τουλάχιστον, τρεις τρόπους: αισθητικά (με την επιλογή μιας αφηγηματικής στρατηγικής), επιστημολογικά (με την επιλογή ενός εξηγητικού παραδείγματος) και ηθικά (με την επιλογή μιας στρατηγικής με την οποία μπορούν να αντληθούν οι ιδεολογικές συνεπαγωγές μιας δεδομένης αναπαράστασης για την κατανόηση τρεχόντων κοινωνικών προβλημάτων”. Εάν, κατά τον Γουάιτ, τέσσερις είναι οι τρόποι της δημιουργίας αφηγηματικής πλοκής, τέσσερις οι τρόποι εξήγησης (ιδιογραφικός, οργανικιστικός, μηχανιστικός, συγκειμενιστικός) και τέσσερις οι τρόποι της ιδεολογικής συνεπαγωγής (αναρχικός, συντηρητικός, ριζοσπαστικός, φιλελεύθερος), τότε η ιστορική σας συγγραφή, εάν θα χαρακτηρισθεί ως αριστούργημα, όπως αυτά που υποδεικνύει ο Γουάιτ, θα είναι : 1. μυθιστόρημα ιδιογραφικό και αναρχικό (Ζιλ Μισελέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης) 2. κωμωδία οργανικιστική και συντηρητική ( Ράνκε) 3. τραγωδία μηχανιστική και ριζοσπαστική (Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική), και, 4. σάτιρα συγκειμενιστική και φιλελεύθερη (Μπούρκχαρντ, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία). Θέλετε, δεν θέλετε, είτε το συνειδητοποιείτε είτε όχι, είτε το επιδιώκετε είτε δεν το επιδιώκετε, η ιστορική σας συγγραφή θα ενταχθεί σε μια από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες.
ΕΠΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ όμως κι ένας άλλος παράγοντας. Πέρα από το ζήτημα του τι είναι τα γεγονότα, πώς τα ερμηνεύουμε για να τα κατανοήσουμε, υπάρχει και το ζήτημα του νοήματός των. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να εντείνετε την προσοχή σας γιατί είναι πολύ λεπτό σημείο και δεν θα ήθελα να το εκλάβετε ως δύσκολο και δυσνόητο, θα βρω έναν τρόπο. Εάν πω για το μωρό μου “κοιμάται το πουλάκι μου” τότε εντοπίζω μια ομοιότητα (κοιμάται) σε μια διαφορά (μωρό-πουλάκι) – αυτή είναι μια τροπή του λόγου και είναι η γνωστή μας μεταφορά. Με την γλωσσική τροπή της μεταφοράς όμως παράγω ένα νόημα: το μωρό μου το αγαπάω και το προστατεύω. Υπάρχουν τρεις ακόμα τροπές του λόγου: η μετωνυμία, η συνεκδοχή και η ειρωνεία, μας λέει ο Γουάιτ, παραπέμποντας στον Κένεθ Μπέρκ (Kenneth Burke, A Grammar of Motives), στον Ρομάν Τζάκομπσον (Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας , Εστία, μετ. Α Μπερλής) και στον Βίκο (Η νέα επιστημονική γνώση, Gutenberg, μετ. Γ. Κεντρωτής – παρ. 400-410 και 443-446). Με τη μετωνυμία ανάγουμε το όλο στο μέρος (όταν λέμε Ντοστογιέφσκι εννοούμε όλο το συγγραφικό έργο του) ενώ με τη συνεκδοχή το όλο εκλαμβάνεται ως ποιοτικά διαφορετικό από τα μέρη που το αποτελούν. (Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο Βίκο, παρ. 407: η λέξη ά ν θ ρ ω π ο ς / h o m o είναι λέξη αφηρημένη, κάτι σαν φιλοσοφική κατηγορία και σημαίνει το σώμα και τα μέρη του σώματος κοκ.). Με την ειρωνεία αρνούμαστε αυτό που ισχυριζόμαστε: θα πούμε, δεν τρως και πολύ, για κάποιον που τρώει μισό αρνί στο καθισιό του· θα πούμε, τι ωραία και σγουρά τα μαλλιά σου, για κάποιον καραφλό – και άλλα πολλά και γνωστά από την καθημερινή μας ζωή. Κλειδώνω την εξώπορτα κι αφήνω τα κλειδιά στην πόρτα – ποιο είναι το νόημα ή τα νοήματα; Δεν κλείνει καλά και μπορεί με τον αέρα να ανοίξει ενώ λείπω αλλά μπορεί και να έρθει κάποιος φίλος, κάποια φίλη – θα ξεροσταλιάζει στο αγιάζι. Δεν στέλνω κι ένα μήνυμα στον κλέφτη; Είμαι μέσα ή μπες αλλά μόνο βιβλία μπορείς να κλέψεις! Είναι κάτι παραπάνω απο σαφές ότι η ειρωνεία, όπως και η μετωνυμία και η συνεκδοχή άλλωστε, παράγει νόημα. Όταν θα γράψετε το ιστορικό σας αριστούργημα, ο κριτικός θα εντοπίσει κάποια κυρίαρχή τροπή – είναι σαφής η ειρωνεία στον Πολιτισμό της Αναγέννησης στην Ιταλία του Μπούρκχαρντ! Ποια θα είναι η κυρίαρχη τροπή, η δική σας τροπή, θα καθοριστεί από την προσωπικότητά σας, από τις εμπειρίες σας, τις γνώσεις σας, τη στάση ζωής σας.
ΕΑΝ και όταν θα γράψω μια ιστορία της γένεσης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας θα είναι μυθιστόρημα, θα είναι ιδιογραφικό (δηλαδή, θα εστιάζω και θα μεγεθύνω κάποια κομβικής σημασίας σημεία), θα είναι αναρχικό και θα είναι ειρωνικό, πολύ ειρωνικό. Δεν θα μπορέσω να μην ειρωνευτώ την αναβίωση της μεταφυσικής στην εποχή μας, την επιθυμία της αιώνιας νεότητας και της σωματικής αθανασίας (υπερανθρωπισμός και μετανθρωπισμός), την απόπειρα αντιστροφής των γηρατειών, εξάλειψης της ασθένειας και του πόνου, στοιχεία συστατικά της πρωταρχικής συγκρότησης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Σχολιάστε ελεύθερα!