φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ο πάτος της κοινωνίας, αν και αχανής, είναι μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα, είναι αθέατη, άγνωστη, απλησίαστη, σκληρή και τρυφερή, βάναυση, ανελέητη και συμπονετική, αχάριστη και χαριστική. Είναι η χώρα των φτωχών των πόλεων, που τρώνε μια μακαρόνια και μια ρύζι, των φτωχοσυνταξιούχων, των ανειδίκευτων εργατών των εργοστασίων, των τρελαμένων εφήβων, των μεταναστών, παράνομων και μη, των εργατών γης, των φτωχών γύφτων, των φυλακισμένων, των πρεζονιών, των τρελών, των αναπήρων, των πορνών, των τραβεστί πορνών. Όταν καμιά φορά, εσείς που δεν ζείτε στον πάτο της κοινωνίας, πιάνετε πάτο, πατώνετε, όταν δεν μπορείτε να κατατρακυλίσετε πιο κάτω, σας δίνετε μια μοναδική ευκαιρία να εικάσετε κάπως πώς ζουν οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα της ένδειας, της δυστυχίας, της απελπισίας και της απόγνωσης. Όταν πατώνετε, όταν πιάνετε πάτο, μόνο προς τα πάνω μπορείτε να κοιτάξετε, ποτέ προς τα κάτω. Όταν όμως η χώρα του πάτου της κοινωνίας είναι η μόνιμη κατοικία μας, είναι το ενδιαίτημά μας, αυτό το πλεονέκτημα δεν το έχουμε. Εκεί, στον πάτο της κοινωνίας δεν μπορείς να κοιτάξεις ψηλά, μόνο δίπλα. Και δίπλα βρίσκεται κάποιος σαν κι εσένα: αβοήθητος, μόνος, απελπισμένος, μπατίρης, ξεμείνης. Είναι η παρηγοριά σου. Είσαι η παρηγοριά του. Εάν δεν είσαι, οι μέρες σου, εάν δεν θα είναι μετρημένες, θα είναι πολύ δύσκολες.
Ο πάτος της κοινωνίας είναι ένα μεγάλο σχολείο, σχολή – όχι, όχι, δεν είναι Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο είναι ένα τίποτα μπροστά σε αυτό το μεγαλείο. Είναι η Ανωτάτη Πεζοδρομιακή Σχολή. Σε αυτή τη σχολή δεν μαθαίνεις μόνο πώς να επιβιώνεις, μαθαίνεις κάτι πολύ πιο σημαντικό: πώς να συμβιώνεις. Μαθαίνεις, αναγκάζεσαι και μαθαίνεις, να είσαι αλληλλέγγυος και να έχεις μπέσα. Με αυτές τις δύο ύψιστες αρετές δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα και κανέναν, μπορείς να τους κοιτάς όλους και όλες στα μάτια – και να τους κόβονται τα πόδια, εάν δεν είναι εντάξει. Δε μασάς, δεν κωλώνεις, δεν καταλαβαίνεις χριστό. Δεν είναι εύκολο να ταξιδεύεις σε αυτή τη χώρα – είναι επικίνδυνο. Όταν μάθεις πώς να κινείσαι, θα αντιληφθείς ότι δεν υπάρχει ασφαλέστερος όροφος – όλοι οι άλλοι, όσο τους ανεβαίνεις, τόσο πιο αιμοβόροι και βάναυσοι γίνονται.
ΩΣ παράφορος εραστής της μάθησης, της γνώσης και της σκέψης, επισκέπτομαι συχνά τον πάτο της κοινωνίας. Ο τρόπος που ζω δεν απέχει και πολύ από τον πάτο της κοινωνίας, είμαι στη μεθόριο, πηγαινοέρχομαι θα έλεγα. Ο τρόπος που ζω είναι επιλογή μου – αδιαφορώ παγερά για επάγγελμα, μόνιμη εργασία, χρήματα, καριέρα, αξιώματα, αυτοκίνητο, εξοχικά, πολυτέλεια, πόλη, ταξίδια στο εξωτερικό, διακοπές σε νησί, τίποτα από αυτά δεν με συγκινεί. Άλλα με συγκινούν. Και πολλά από αυτά που με συγκινούν τα βρίσκω και τα ζω στον πάτο της κοινωνίας. Μ’ αρέσει πολύ να κινούμαι στον πάτο της κοινωνίας. Η χώρα αυτή είναι μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Εκεί ακούω ιστορίες που δεν θα τις ακούσω πουθενά αλλού, αν και κάθε όροφος έχει τις δικές του ιστορίες – για γέλια και, πολύ περισσότερο, για κλάματα. Οι περισσότερες από αυτές, οι πιο συγκλονιστικές, οι πιο ενδιαφέρουσες, δεν βγαίνουν από τα σύνορα. Δεν πρέπει να βγουν – κάποιες.
ΕΖΗΣΑ ως εργάτης γης την τριετία 1985-7, έξι μήνες με τους γύφτους. Δούλευα σε όλη την Ελλάδα, στη συγκομιδή λαχανικών και φρούτων. Πού κοιμόμουν; Εκεί που κοιμόντουσαν και οι άλλοι, οι άλλες: σε προαύλια σχολείων, μέσα σε σχολεία, προαύλια και στοές εκκλησιών, ερειπωμένα παλιόσπιτα, εγκαταλειμμένα λεωφορεία, σε αποθήκες, σε εκκλησάκια νεκροταφείων. Ξεχειμωνιάζαμε σε κάποιο χωριό της Κρήτης, όσοι δεν επέστρεφαν στο σπίτι τους. Φέτος, επισκέφτηκα ξανά τον πάτο της κοινωνίας, ως εργάτης γης και πάλι, στα 66 μου, αλλά οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Ζω μαζί με τα αφεντικά, δεν υπάρχει λόγος να ενοχληθείτε με τη λέξη, έχω το δωμάτιό μου, τα καθαρά μου σεντόνια, τρώμε και πίνουμε μαζί, συζητάμε, αναζητούν την παρέα μου, είμαι, ως φιλοξενούμενος και ως εργάτης, άρχοντας, φυλακισμένος και ποιητής, που λένε και οι Βεδουίνοι της Σαχάρας. ‘Αρχοντας, έχω ότι χρειάζομαι για μια άνετη διαβίωση· φυλακισμένος, οφείλω να σεβαστώ τους κανόνες του σπιτιού. Και είμαι και ποιητής γιατί όταν θα φύγω θα υμνήσω τη φιλοξενία. Κι αυτό κάνω τώρα.
ΠΑΡΑΞΕΝΕΥΟΝΤΑΙ οι άνθρωποι όταν βλέπουν έναν εργάτη γης κάποιας μεγάλης ηλικίας. Δεν έχει σύνταξη, είναι αγράμματος, αμόρφωτος, είναι μόνος, κατάντια! Αυτή είναι η οπτική τους γωνία, τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο Αλβανός όμως εργάτης γης, που δουλέψαμε μαζί πέντε μήνες φέτος σε αγρόκτημα βιολογικής λαχανοκομίας με είπε μια μέρα: εσύ, γυρίζεις όλη την Ελλάδα για να δεις τι γίνεται. Σε αυτή τη διαπίστωση μόνο ένας πολύ έξυπνος Αλβανός εργάτης γης θα μπορούσε να φτάσει.
ΤΙ γίνεται; Υπάρχει έλλειψη εργατών γης. Πολύ μεγάλη. Διαφαίνεται το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο τα επόμενα χρόνια πολλές αγροτικές επειχειρήσεις και δραστηριότητες να παύσουν να λειτουργούν. Γνωρίζετε ότι οι πολλές και ποικίλες εργασίες της καλλιέργειας των λαχανικών και των οπωρικών, συμπεριλαμβανομένων της ελιάς και του αμπελιού, δεν μπορούν να εκμηχανιστούν. Την εποχή της συγκομιδής χρειάζονται πολλά χέρια και τα χρειάζονται πολλές φυτείες ταυτόχρονα. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν με τη εργασία των φτωχών χωρικών που ξενοδούλευαν, κυρίως όμως με την εργασία των φτωχών χωρικών των ορεινών περιοχών. Το πρόβλημα άρχισε να επιδεινώνεται με τη μετανάστευση της φτωχής αγροτιάς και από τη μεταπολίτευση και μετά, από το 1975 μέχρι το 1992, εργάτες γης έγιναν οι γύφτοι και τα φρικιά, άνεργοι νέοι και φοιτητές. Τα μεροκάματα ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσαμε να τη βγάζουμε με τέσσερις μήνες δουλειά τον χρόνο. Φόρτωνες στη Σκάλα της Λακωνίας ένα φορτηγό με πορτοκάλια κι έπαιρνες 6.000 δραχμές μέσα σε έξι ώρες, όταν το μεροκάματο του εργάτη στο εργοστάσιο και του οικοδόμου ήταν 1.500 δραχμές! Εκείνα τα χρόνια αυξήθηκε, λόγω της συγκέντρωσης του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις, κατά πολύ η έκταση των εδαφών που καλλιεργούσαν λαχανικά και φρούτα, με αποτέλεσμα να υπάρχει τεράστια έλλειψη εργατικών χεριών. Το πρόβλημα λύθηκε με το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία, το 1992, εάν δεν κάνω λάθος (πατήρ Μητσοτάκης). Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των Αλβανων εργατών γης δεν έχει προηγούμενο, πιθανόν και στην παγκόσμια ιστορία – δεν θα επεισέλθω σε λεπτομέρειες, δεν θα ήθελα να χαλαστώ πρωινιάτικα.
ΜΕ τη ένταξη των Αλβανών εργατών στην ελληνική κοινωνία, με την αφομοίωσή τους και την κοινωνική τους άνοδο, με τη φυγή τους μετά τα μνημόνια, το πρόβλημα της έλλειψης εργατών γης επανέκαμψε. Οι εργάτες γης που προέρχονται από το Μπαγκλαντές δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα: πολλές αγροτικές εργασίες είναι βαριές εργασίες, απαιτούν σκληραγωγημένους και δυνατούς εργάτες, όπως ήταν οι χωρικοί των βουνών, οι γύφτοι, οι άνεργοι νέοι, οι Αλβανοί (Βούλγαροι, Ρουμάνοι κ.α.). Οι εργάτες από το Μπαγκλαντες δεν μπορούν να τις κάνουν αυτές τις δουλειές: τους χρησιμοποιούν για μάζεμα φράουλας, πιπεριών για τουρσί και άλλα τέτοια. Δουλεύουν πολύ αργά και δεν τους πληρώνουν με το μεροκάματο αλλά με τα κιλά του προϊόντος που θα μαζέψουν. Με αποτέλεσμα, για να βγάλουν 30-40 ευρά δουλεύουν από δέκα ως δώδεκα ώρες!
@”από το 1975 μέχρι το 1992, εργάτες γης έγιναν οι γύφτοι και τα φρικιά, άνεργοι νέοι και φοιτητές. Τα μεροκάματα ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσαμε να τη βγάζουμε με τέσσερις μήνες δουλειά τον χρόνο. Φόρτωνες στη Σκάλα της Λακωνίας ένα φορτηγό με πορτοκάλια κι έπαιρνες 6.000 δραχμές μέσα σε έξι ώρες, όταν το μεροκάματο του εργάτη στο εργοστάσιο και του οικοδόμου ήταν 1.500 δραχμές!”
Ακριβώς έτσι. Το 1985-1990 φοιτητής στην Πάτρα, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Ηλεία για καρπούζια και τέτοια, 12ωρο ημερησίως (με διάλειμμα για φαΐ, ομαδικός ύπνος είκοσι άτομα σε μεγάλες καλαμένιες παράγκες, αλλά στο τέλος της σαιζόν μπορούσες να αγοράσεις καινούριο μηχανάκι και να σου μείνουν για να τη βγάλεις μέχρι Δεκέμβρη. Τι μου θύμισες…
Πάντως θεωρώ ότι ο εργασιακός πάτος είναι τα τυροκομεία (το “γεύτηκα” στα μνημόνια): ασταμάτητη δωδεκάωρη πολύ σκληρή και εντατική δουλειά με μισή ώρα μόνο διάλειμμα για φαγητό. Ούτε για κατούρημα ή τσιγάρο… Όσο για μεροκάματα, κλάφ’τα. Πρέπει να είσαι πιο κάτω από τον πάτο για να πας εκεί.