in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

επικοινωνούσαμε και σκεφτόμασταν πριν μιλήσουμε; εάν ναι, γιατί μιλήσαμε;


φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΓΡΑΨΑ χτες ότι η αναζήτηση (και στο google τώρα πια!) είναι μια κομβικής σημασίας δραστηριότητα, πρακτική του ανθρώπου, δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή να εικάσουμε ότι συνέβαλε καθοριστικά στη ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης. Δεν είναι πολλά αυτά προς τα οποία στρέφεται το ενδιαφέρον μας, η αναζήτησή μας: αντικείμενα, άνθρωποι, σχέσεις, ο εαυτός μας, εμπειρίες (απολαύσεις και κινδύνους), γνώσεις, το νόημα της ζωής (μας) –  δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, μπορεί και να υπάρχει όμως. Τώρα τελευταία, εδώ και κάνα δύο χρόνια αναζητώ την αναζήτηση, θέλω να μάθω γι΄αυτή τη σύνθετη δραστηριότητα και να σκεφτώ περί αυτής.  Ένα από τα ερωτήματα που διατύπωσε το φιλαράκι μου ο εγκέφαλος είναι η σχέση της γένεσης της γλώσσας, της λεκτικής επικοινωνίας, της ομιλίας,  με την αναζήτηση. Να ποιο είναι το ερώτημα: μήπως η γλώσσα μας βοήθησε στην αναζήτηση; Θα ήμουν πολύ πιο σαφής, εάν πρόσθετα και το ερώτημα: τι αναζητούσαμε, τι είχαμε ανάγκη, τι χρειαζόμασταν και επινοήθηκε η γλώσσα για να μας βοηθήσει να το βρούμε; 

ΘΑ απαντήσω σε αυτά τα δύο ερωτήματα εκκινώντας από δύο βεβαιότητες. Την άγνοια και την αβεβαιότητα δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε, να τις υπερβούμε χωρίς να στηριχθούμε στη ήδη υπάρχουσα γνώση και στην επιβεβλημένη βεβαιότητα, δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγή γνώσης και διατύπωση βεβαιότητας χωρίς αυτή την ήδη υπάρχουσα γνώση. Η συσχέτιση της γλώσσας με την επικοινωνία και τη νόηση είναι αδιαμφισβήτητη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει αναμφίβολα και άμεση γενετική σχέση. Ας δούμε την πρώτη βεβαιότητα: επικοινωνούσαμε πριν μιλήσουμε. Η εμπεριστατωμένη αυτή γνώση επιβεβαιώνεται καθημερινά: πολύ συχνά μιλάμε αλλά δεν επικοινωνούμε –  όταν παραμιλάω, μόνος εννοείται, όταν βρίζω, όταν φλυαρώ, όταν προβάλλω αξιώσεις κυριαρχίας στην ομάδα, όταν εύχομαι ή καταριέμαι. Η λεκτική επικοινωνία είναι μόνο ένα μικρό μέρος της όλης διαδικασίας της επικοινωνίας, έχει υπολογιστεί γύρω στο 30%: η επικοινωνία γίνεται κυρίως με τη γλώσσα του σώματος (με τη στάση του σώματος – χειρονομίες, γκριμάτσες του προσώπου – το βλέμμα, τη διαίσθηση, τις άναρθρες κραυγές). Έχει υποστηριχτεί ότι η ομιλία, η λεκτική επικοινωνία, ήταν σταδιακή μετεξέλιξη της προγλωσσικής επικοινωνίας, των άναρθρων κραυγών, που πραγματοποιήθηκε χάριν της ανατομικής εξέλιξης των φωνητικών χορδών, αποτέλεσμα της όρθιας στάσης. Έχει υποστηριχτεί επίσης ότι η γλώσσα είναι εκδήλωση του ασυνειδήτου, ότι ήταν μια μορφή εκτόνωσης κάποιας συναισθηματικής φόρτισης, που αναπόφευκτα δημιουργείται εξ αιτίας των σχέσεων μέσα στην ομάδα (αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες, μη εκπλήρωση επιθυμιών, ματαιότητα, με συγχωρείτε, ματαίωση ήθελα να γράψω, και άλλα πολλά). Οι δύο  αυτές θεωρίες αφήνουν πολλά ζητήματα ασαφή και πολλά ερωτήματα αναπάντητα.

ΘΑ κάνω μια σύντομη παρέκβαση για να σχολιάσω σύντομα και απλά την κοινή αδυναμία που χαρακτηρίζει αυτές τις δύο ερευνητικές κατευθύνσεις. Δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν την εμφάνιση της σημασίας. Πώς μια άναρθρη κραυγή απέκτησε σημασία; Πώς, λόγου χάριν, η κραυγή α απέκτησε τη σημασία “νερό” ή “ελάτε, βρήκα νερό”; Πώς το άχρονο (και άφυλο) ασυνείδητο επινόησε τη σημασία; Η εμφάνιση της σημασίας ήταν μια στιγμιαία επινόηση ή το τελικό αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας; Ποιας διαδικασίας; Της σκέψης μήπως;

ΕΙΝΑΙ βέβαιο ότι σκεφτόμασταν πριν μιλήσουμε. Τα ζώα σκέφτονται, λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκα, τα παιδιά πριν μιλήσουν κι αυτά σκέφτονται. Τι σκέφτονται όμως; Σκέφτονται σημαίνει ότι επιχειρούν, και τα καταφέρνουν μια χαρά, να συνδυάσουν μεμονωμένα και ασύνδετα επεισόδια και να συναγάγουν ένα συμπέρασμα –  αυτή είναι η θεμελιώδης, πρωταρχική σκέψη. Όσοι και όσες έχετε ζήσει με σκυλιά και γατιά, με άλογα και κατσίκες, δεν μπορεί να μην το έχετε επισημάνει. Το πόσο έχουμε υποτιμήσει τα ζώα,  και δεν εννοώ μόνο τη σκέψη, τώρα έρχεται στο προσκήνιο και είναι άλλη μια πτυχή της μοριακής και γενικευμένης και πολύπτυχης κοινωνικής επανάστασης.

ΤΙ λείπει, φίλες και φίλοι, από τη σκέψη των ζώων; Γιατί η σκέψη τους σταματά σε ένα σημείο αλλά του ανθρώπου εξελίχθηκε; Τι άλλαξε, τι εξελίχθηκε ακριβώς; Ο άνθρωπος επινόησε κάτι μοναδικό, επειδή η σκέψη του είχε γίνει πιο σύνθετη και πολύπλοκη, λόγω των κοινωνικών σχέσεων και της σχέσης του με τη φύση (κατασκευή εργαλείων για κατασκευή άλλων εργαλείων), λόγω των πιο πολλών και πιο σύνθετων επεισοδίων, συμβάντων και γεγονότων: κατάφερε να συνδέσει τα επεισόδια με τέτοιο τρόπο ώστε έφτασε στο σημείο να επιβάλει μια πλοκή –  επιβάλει, δεν διαβάσετε λάθος. Τα επεισόδια της καθημερινής ζωής, αναπόφευκτα παράγωγα των πολλών κοινωνικών σχέσεων, συνδέθηκαν, συνδυάστηκαν μεταξύ τους και απέκτησαν αρχή, μέση και τέλος –  αυτή είναι πλοκή. Και όπου υπάρχει πλοκή, τι υπάρχει; Αφήγηση. Το τέλος της αφήγησης μας δίνει το μήνυμα, το νόημα, τη σημασία. Θα σας δώσω ένα μικρό παράδειγμα: ακόμα κι ένα σύμβολο, τα σύμβολα επινοήθηκαν πριν τη γλώσσα ασφαλώς, μας λέει μια πολύ απλή και σύντομη ιστορία, είναι μια στοιχειώδης αφήγηση, άρα έχει μια πλοκή. Άλλη ιστορία θα διαβάσετε, θα αποκωδικοποιήσετε εάν δείτε πάνω σε ένα λάβαρο, σε μια ασπίδα, σε μια σημαία τον μονοκέφαλο αετό κι άλλη τον δικέφαλο –  το έμβλημα της ρωμαϊκής, βυζαντινής, ρωσικής κυριαρχίας, της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ –  δεν θυμάμαι, πόσα κεφάλια έχει ο αμερικάνικος αετός;

ΥΠΗΡΞΕ λοιπόν προγλωσσική σκέψη και προγλωσσική αφήγηση –  η οποία έχει γενετικές συγγένειες και με τη σκέψη και με την επικοινωνία. Χωρίς σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση και η αφήγηση είναι ένας τρόπος, μια μορφή επικοινωνίας. Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία ο εγκέφαλός μας είχε κατακλυστεί από απλές σκέψεις, συνδέσεις ασύνδετων επεισοδίων αλλά και σκέψεις με πλοκή, στοιχειώδεις σύντομες αφηγήσεις. Αντικείμενο αυτών των σιωπηλών αφηγήσεων ήταν οι σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αλλά η κοινωνία δεν ορίζεται ως το πλέγμα των σχέσεων του ανθρώπου  με τη φύση και των σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου; Ποια κοινή σιωπηλή αφήγηση, ποια πλοκή υπήρχε μέσα στο μυαλό των ανθρώπων που δεν μιλούσαν ακόμα; Η φύση μας δίνει τη τροφή, όπως η μάνα μας. Η φύση είναι η μάνα μας, είναι η μεγάλη μητέρα, και πρέπει να τη φροντίζουμε και να την αγαπάμε. Υπάρχει όμως και η ασθένεια, ο πόνος, ο θάνατος, ιδίως ο θάνατος, και για κάθε μία από αυτές τις εκδηλώσεις της φύσης υπήρξαν πολλές σιωπηλές, νοητικές αφηγήσεις, ιστορίες με πλοκή –  αρχή, μέση και τέλος.  Όταν σήμερα μεταχειριζόμαστε  λέξεις όπως το Κακό ή  ο Χάρος, αυτές οι έννοιες είναι συντομότατες αφηγήσεις – κάποιος άντρας χωρίς πρόσωπο έρχεται να μας πάρει κεφάλι με τη κόσα γιατί ήρθε η ώρας μας.

ΤΙ γίνεται όμως όταν σε μια προγλωσσική κοινωνία οι εμπειρίες, οι δεξιότητες, οι γνώσεις διαδίδονται ελεύθερα και γρήγορα μέσω της δείξης και της θέασης, μέσω των προσωπικών σχέσεων,  αλλά οι πολλές, πάρα πολλές και σιωπηλές αφηγήσεις είναι αδύνατο να μεταδοθούν, παρά  μόνο εν μέρει, μέσω της μίμησης; Ο χορός και η μουσική υπήρξαν πριν την λεκτική επικοινωνία  και είναι και μίμηση και αφήγηση. Η μίμηση ήταν ένα αδιέξοδο, ένα εμπόδιο –  πώς θα μπορούσε οι σιωπηλές, άρρητες αφηγήσεις να  μεταδοθούν πληρέστερα ώστε να εκτονωθεί και η εγκεφαλική δραστηριότητα; Με τη γλώσσα. Τα σύμβολα και οι σημασίες υπήρχαν, οι ήχοι υπήρχαν: η παραγωγή των λέξεων, ο συνδυασμός ήχου και σημασίας, προέκυψε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, και ο συνδυασμός των λέξεων ήταν μια φυσική κατάληξη. Κι από την πρόταση μέχρι τον μύθο , μια αφήγηση που είναι ένας γόνιμος συνδυασμός αιτιολογικής εξήγησης, όποια κι αν είναι αυτή, πρόβλεψης και ελέγχου, η απόσταση ήταν πολύ μικρή.  Θα αντιλαμβάνεστε τη σχέση που έχει ο μύθος με τον αποκαλούμενο ορθολογισμό –  ο Λόγος είναι κι αυτός ένας μύθος, ο μύθος του Λόγου!

Η γλώσσα  επινοήθηκε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και επινοήθηκε για να εκφράσουμε και να μεταδώσουμε τις πολλές και σιωπηλές-   αφηγήσεις, απλές ιστορίες με πλοκή, άρα και με νόημα,  που δημιουργούσε ο εγκέφαλος μας, άμεσο αποτέλεσμα της επεξεργασίας, του συνδυασμού των φαινομενικά ασύνδετων επεισοδίων της καθημερινής ζωής, των σχέσεων με τη φύση και τους άλλους.  Επιδιώξαμε να εξηγήσουμε, αναζητώντας την αιτία –  βελτίωνε την κοινωνική σταθερότητα και ασφάλεια – να προβλέψουμε και, αρα, να ελέγξουμε –  όχι με τη σημασία της κυριαρχίας και της καθυπόταξης της φύσης αλλά της συνύπαρξης και της συμβίωσης. Εάν δεν το κάναμε, ο εγκέφαλος μας θα εκρηγνυόταν!

ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ αρκετές ενδείξεις που επιβεβαιώνουν αυτή την θεωρία. Έχει επισημανθεί και επιβεβαιωθεί ότι οι τροφοσυλλέκτες (και κυνηγοί) ήταν ολιγομίλητοι, κι όταν  μιλούσαν, συζητούσαν δηλαδή, συνομιλούσαν δύο φορές τη μέρα. Στην σύντομη ανάπαυλα του μεσημεριού συζητούσαν για πρακτικά ζητήματα –  συντονισμός της αναζήτησης της τροφής, αντιμετώπιση ιδιαίτερων προβλημάτων και άλλα σχετικά. Το βράδυ όμως έλεγαν ιστορίες, αφηγούνταν μύθους, χόρευαν και τραγουδούσαν.

Όπως κάνουμε κι εμείς σήμερα, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ!!! 

ΤΗΝ απορία γιατί μιλήσαμε ενώ και επικοινωνούσαμε και σκεφτόμασταν μου τη έλυσε το βιβλίο του Μέρλιν Ντόναλτ, Η καταγωγή του σύγχρονου νου. Τρία στάδια στην εξέλιξη της κουλτούρας και της γνωσιακής λειτουργίας. (μετ. Σταμάτης Ντωνιάς, επιστ. επιμ. Γιώργος Μαραγκός, εκδ. ΜΙΕΤ). Η θεωρία που πρεσβεύει ότι μιλήσαμε για να πούμε ιστορίες, να αφηγηθούμε μύθους,  δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για αυτά που υποστηρίζει αλλά επειδή είναι η κατάληξη μιας διεπιστημονικής αναζήτησης, με προεξάρχουσες την ανθρωπολογία, την παλαιογλωσσολογία και την θεωρητική γλωσσολογία, την αφηγηματολογία και την ερμηνευτική. Εάν δεν το έχετε διαβάσει, διαβάστε το, κι αν δεν σας δώσει πολλή δουλειά για το σπίτι, αν δεν δείτε τον κόσμο αλλιώς, έρχομαι να με φτύσετε.

Αύριο θα γράψω για την μυωπία, μιας και ένα στα τρία παιδιά στον πλανήτη έχουν μυωπία. Το κείμενο για την ιστορία της φιλοσοφίας μεθαύριο. Ξημέρωσε, πάω να φυτέψω κρεμμυδάκι, σπανάκι, σέσκουλο, άνηθο και αντίδι.

Σχολιάστε ελεύθερα!