in εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

γιατί προτιμούσαν να αγοράζουν δούλους και να μην γεννούν και ανατρέφουν περισσότερα παιδιά; (αρχαία ελληνική κοινωνία και δουλεία)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΠΟΤΕ, από ποιους και γιατί άρχισε η χρησιμοποίηση των δούλων στην οικονομία και την κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας; Γιατί το 800 π. Χ. η χρήση των δούλων ήταν περιορισμένη, γιατί ήταν οι δούλες πολύ περσισσότερες από τους άνδρες, και το 450 δεν υπήρχε οικογένεια που να μην έχει τουλάχιστον ένα δούλο και οι άνδρες δούλοι να είναι περισσότεροι από τις γυναίκες;   Γιατί από το 700 π. Χ. μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη και του Δημοσθένη, τέλη του 4ου αιώνα π. Χ., επεκτείνεται συνεχώς η εργασία των δούλων (ανδρών) και αυξάνεται ο αριθμός τους; Μας επιτρέπεται να μιλάμε για δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής στην αρχαία ελληνική κοινωνία; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που οφείλουμε να απαντήσουμε όταν ασχολούμαστε με το ζήτημα της δουλείας στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά τα ερωτήματα συμπυκνώνονται στο ερώτημα του τίτλου του σημερινού κειμένου.

Η αρχαιολογία, η επική ποίηση, η θρησκεία, η μυθολογία και η γλώσσα παρέχουν σωρεία μαρτυριών που μας  ενθαρρύνει να εικάσουμε ότι κατά τους Σκοτεινούς λεγόμενους αιώνες (1100-900) και τον πρώτο αιώνα της Γεωμετρικής εποχής (900-700) η κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας ήταν κατά κύριο λόγο ποιμενική και κατά δεύτερο γεωργική. Η περισσότερη και ευφορότερη γη των πεδιάδων της νότιας ελλαδικής χερσονήσου και των μικρασιατικών παραλίων ανήκε σε πλούσιους και ισχυρούς ποιμένες (μεγαλοκτηνοτρόφους), ενώ στις παρυφές αυτών των πεδιάδων ζούσαν γεωργοί σε μικρούς οικισμούς (κώμαι). Από το  800 και μετά οι πλούσιοι και ισχυροί ποιμένες περιορίζουν την κτηνοτροφία και στρέφονται προς την καλλιέργεια της γης, προς τη γεωργία. Σε αυτό το συμπέρασμα έχουν καταλήξει όλοι οι ιστορικοί της περιόδου 1100-700 –  στο τέλος του κειμένου θα  παραθέσω τη βασική σχετική βιβλιογραφία.

ΘΑ παραθέσω εν συντομία τις μαρτυρίες περί της κυριαρχίας του ποιμενισμού στην εξεταζόμενη εποχή της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας για να μπορέσω να συνεχίσω. Η αρχαιολογία μας λέει ότι καμιά άλλη περίοδο της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλη έλλειψη κατοικημένων χώρων, οικισμών. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο οικος: κάθε ποιμενικό γένος κατείχε μια μεγάλη έκταση γης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ήταν λιβάδια και ένα μικρό μέρος καλλιεργούνταν για την παραγωγή σιταριού και κριθαριού – ο πατέρας του Οδυσσέα καλλιεργούσε κι ένα μικρό αμπελάκι. Κριτήριο του πλούτου ήταν ο αριθμός των ζώων και της ποσότητας του λίπους –  η φράση λιπαραί Αθήναι σημαίνει “πολύ πλούσια Αθήνα”. Σε κάθε πεδιάδα υπήρχαν πολλοί οίκοι, άρα πολλοί ισχυροί και πλούσιοι ποιμένες, ο ισχυρότερος εκ των οποίων ονομαζόταν βασιλεύς και είχε την κατοχή του μια οχυρωμένη τοποθεσία σε απόκρημνο λόφο, ένα φρούριο: το φρούριο αυτό λεγόταν πόλις. Μεταξύ των ποιμένων υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός και η πόλις ήταν το επίδικο αντικείμενο των συγκρούσεων και των μαχών –  αυτός ήταν ο πόλεμος που γινόταν για την κατοχή της πόλεως, του οχυρού.

Η θρησκεία μας λέει ότι μεταξύ των θεών του Ολύμπου απουσίαζαν η Δήμητρα και ο Διόνυσος και ότι ο Ερμής ήταν ζωοκλέφτης και είχε κλέψει τα γελάδια που βόσκαγε ο Απόλλων. Ο Ήλιος ήταν κτηνοτρόφος, μας λέει η Οδύσσεια, ενώ ο Ηρακλής, έφερε πίσω τα γελάδια του Ευρυσθέα που είχε κλέψει ο Γηρυόνης. Ο Ηρακλής τα έφερε πίσω αλλά κάπου στην Αμβρακία  η θεά Ήρα έστειλε έναν οίστρο, μια βοϊδόμυγα, που σκόρπισε το κοπάδι των αγελάδων στα βουνά. Ο Ηρακλής τα μάζεψε και τα παρέδωσε στον βασιλιά των Μυκηνών, ο οποίος τα θυσίασε στη θεά Ήρα –  όπου αγελάδες εκεί και η θεά Ήρα. Ο Ζεύς προτίμησε το λίπος από το κρέας, μας λέει ο Ησίοδος, όταν του έβαλε μπροστά του δύο μερίδες ο Προμηθεύς. Η Ήρα αποκαλείται βοώπις (με πρόσωπο ή με μάτια αγελάδας;) ενώ είναι η θεά προστάτις των αγελών, των κοπαδιών αγελάδων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι πρώτοι μεγάλοι μαρμάρινοι ναοί ήταν αφιερωμένοι στην Ήρα. Η θρησκεία και η μυθολογία βρίθει ποιμενικών αφηγήσεων. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας: οι ήρωες ήταν ποιμένες αλλά καλλιεργούσαν κι ένα μικρό γης  (σιτάρι κυρίως).

ΟΣΟ για τις μαρτυρίες της γλώσσας είναι οι περισσότερες κι οι εγκυρότερες. Ας δούμε μερικές. Η αρχική σημασία του ρήματος άγω είναι οδηγό τα ζώα στο λιβάδι, στον αγρόν, στο μέρος όπου έχει πολύ (-ρός) αγ- χορτάρι για τη βοσκή των ζώων. Εξ ου και η άγρα, το κυνήγι στο λιβάδι. Το ρήμα νέμω σημαίνει αρχικά βόσκω. Νομός είναι ο βοσκότοπος, νομεύς είναι ο βοσκός και νόμος αυτό που συνηθίζεται, έθιμα και κανόνες,  στον νομόν, στο λιβάδι. Όλοι οι όροι του πολιτικού, οικονομικού, ηθικού, δικανικού, ιστορικού και φιλοσοφικού λεξιλογίου είναι ποιμενικής και πολεμικής προέλευσης που άλλαξαν σημασία μετά την εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας και τη στροφή προς τη γεωργία.

ΑΠΩΘΗΜΕΝΕΣ σε άγονες, λοφώδεις  και ημιορεινές περιοχές οι μικρές αγροτικές κοινότητες (κώμαι), ο πληθυσμός των οποίων ήταν μια ανάμειξη απογόνων των προελληνικών κατοίκων (γεωργών) και φτωχών ελληνόφωνων κτηνοτρόφων, στράφηκαν προς την καλλιέργεια του αμπελιού, για την παραγωγή κρασιού,  και της ελιάς (ελιές και λάδι – δεν το έτρωγαν αλλά το χρησιμοποιούσαν κυρίως για φωτισμό), ξεχερσώνοντας λόφους και πλαγιές χαμηλών βουνών. Τον 9ο και 8ο αιώνα αρχίζει η  καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων αμπελιού και ελιάς. Την ιδια εποχή οι ισχυροί και μεγάλοι ποιμένες αρχίζουν αργά και σταδιακά να περιορίζουν τον αριθμό των ζώων και επεκτείνουν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και υιοθετούν και αυτοί την καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού. Δεν δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τους λόγους της εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας και την πρόκριση της γεωργίας. Η γεωργική παραγωγή μιας ορισμένης έκτασης καλλιεργήσιμης γης είναι πολύ μεγαλύτερη από την κτηνοτροφική. Η αύξηση του πληθυσμού των οίκων και η συνεπαγόμενη μεταξύ τους  όξυνση του ανταγωνισμού (ζωοκλοπές, διεκδίκηση λιβαδιών, αρπαγή γυναικών) τους ώθησε να στραφούν προς τη γεωργία και άρα προς την αύξηση του πλούτου και της ισχύος. Αντιμετώπιζαν όμως ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα: ποιος θα καλλιεργήσει τη γη; Αυτός που έβοσκε τα πρόβατα και τα γελάδια; Σε αυτό το σημείο προσεγγίζουμε ένα κομβικό ζήτημα, το οποίο και θα εξετάσουμε, αφού φτιάξω πρώτα ένα διπλό εσπρέσο –   στην ξυλόσομπα, ασφαλώς.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ πολλές φορές στην Ιλιάδα ότι, όταν οι ήρωες (νεαροί ποιμένες πολεμιστές, αυτή είναι η αρχική σημασία της) επέδραμαν σε μια αγροτική κοινότητα σκότωναν όλον τον πληθυσμό, εκτός από τις νεαρές γυναίκες, άρπαζαν ότι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, έκαιγαν το χωριό και έφευγαν, περιχαρείς και θριαμβευτές. Γιατί δεν σκότωναν τις νεαρές γυναίκες και τις έπαιρναν μαζί τους; Την γνωρίζουμε πολύ καλά την απάντηση: ο ποιμενισμός, η ποιμενική οικονομία χρειάζεται αιχμάλωτες γυναίκες, όχι αιχμάλωτους έφηβους και άνδρες. Η ποιμενική οικονομία, η παραγωγή του πλούτου των ποιμενικών κοινωνιών πραγματοποιείται με την εργασία παιδιών και γυναικών, όχι των ανδρών: τα παιδιά, τα αγόρια, και οι νεαροί έφηβοι βόσκουν τα κοπάδια –  τα βγάζουν από τη στάνη, τα οδηγούν στο λιβάδι, να φέρνουν πάλι πίσω πριν νυχτώσει. Η βόσκηση είναι επιτήρηση –  δεν είναι χειρωνακτική εργασία, μπορεί να την κάνει κι ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι. η πολλή δουλειά είναι άλλη: είναι η λήψη και η  επεξεργασία των προϊόντων που παρέχουν τα ζώα: άρμεγμα, κούρεμα, επεξεργασία του μαλλιού, νηματοποίηση και ύφανση,  τυροκόμηση, σφαγή και επεξεργασία του δέρματος, απομάκρυνση κοπριάς, τάισμα τον χειμώνα.Όλες αυτές οι εργασίες γίνονται από γυναίκες και έφηβες –  εκτός από τη σφαγή και την επεξεργασία του δέρματος. Σε όλες αυτές τις εργασίες πρέπει να προσθέσουμε κι αυτές που αφορούν την επεξεργασία των γεωργικών προίόντων –  θέρισμα, αλώνισμα, άλεσμα, ζύμωμα και ψήσιμο του ψωμιού. Οι άνδρες τι έκαναν; Πολεμούσαν! Ή με τους γειτονικούς οίκους ή σε οργάνωναν ληστρικες υπερπόντιες επιδρομές, σαν κι αυτές που μας περιγράφει η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Ο πόλεμος όμως χρειάζεται άνδρες, πολλοί εκ των οποίων πέθαιναν κατά τη διάρκεια των μαχών και των επιδρομών. Πώς θα εξασφαλίσεις μεγάλο αριθμό πολεμιστών; Με  τις αιχμάλωτες γυναίκες!  Εξ ου και η γνωστή ποιμενική (ινδοευρωπαϊκή, εβραϊκή, τουρκική, αραβική) πολυγυνία –  πενήντα γυναίκες είχε ο βασιλεύς Πρίαμος! 365 έχει σήμερα ο βασιλιάς του Μαρόκου, απόγονος Αράβων ποιμένων.

ΜΕ τον δραστικό περιορισμό της κτηνοτροφίας και την επέκταση της γεωργίας αλλάζει άρδην η θέση της γυναίκας –  και της δούλας και της ελεύθερης.  Τώρα δεν χρειάζονται πολλές δούλες ούτε πολλές συζύγους,  τώρα χρειάζονται άνδρες που θα καλλιεργούν τις μεγάλες εκτάσεις των ισχυρών και πλούσιων αριστοκρατών ποιμένων που γίνονται τώρα πια πλούσιοι και ισχυροί αριστοκράτες γαιοκτήμονες – αριστοκράτης είναι ο ισχυρός (άριστος)  κύριος (-κράτης). Πού θα βρεθούν όμως πολλοί άνδρες; Οι άνδρες πολεμούν, δεν ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης! Υπήρχαν δύο λύσεις: η μία ήταν η γέννηση περισσότερων αγοριών. Απορρίφθηκε κατηγορηματικά και με αποφασιστικότητα. Ας δούμε γιατί κάνοντας ένα ταξίδι στο χρόνο κι ερχόμενοι στη θέση ενός πλούσιου και ισχυρού αριστοκράτη που έχει δέκα γυναίκες –  γνωρίζουμε ότι με τη γεωργία καταργηθηκε και η πολυγυνία, οι πολλές σύζυγοι, όχι οι πολλές ερωμένες!

ΟΙ δέκα γυναίκες του αριστοκράτη μας θα γεννούσαν πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια, πολύ συχνά  έξι κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Τα έξι κορίτσια είναι άχρηστα, για πέταμα, υπάρχουν ήδη πολλά. Από τα τέσσερα αγόρια, τα δύο, μπορεί και τα τρία, θα πεθάνουν πριν την ηλικία των είκοσι ετών. Έχουμε λοιπόν και τρέφουμε δέκα γυναίκες για να πάρουμε δύο ζευγάρια εργατικών χεριών! Οι οχτώ γυναίκες, και τα δύο αγόρια που θα πεθάνουν μέχρι τα είκοσι τρώνε και πίνουν ενώ είναι άχρηστες υπάρξεις. Αυτό σημαίνει κατανάλωση χωρίς αντίκρισμα και  μείωση του πλούτου –  απαράδεκτο! Μόνο οι δύο γυναίκες και τα δύο παιδιά που θα επιζήσουν είναι χρήσιμα. Ναι, αλλά χρειαζόμαστε και πολεμιστές! Άρα δέκα γυναίκες δεν αρκούν! Και ποια από τα αγόρια θα γίνουν πολεμιστές και ποια καλλιεργητές, να οργώνουν και να σκάβουν μέσα στον ήλιο;

ΑΥΤΗ η λύση μειώνει τον πλούτο, άρα την ισχύ και τη φήμη του αριστοκράτη. Υπάρχει μόνο μία λύση: να βρεθούν έτοιμα εργατικά χέρια, έφηβοι, νεαρής ηλικίας, υγιή και δυνατά που θα καλλιεργήσουν τη γη. Και βρέθηκαν δύο λύσεις: στην αρχή η απαγωγή των εφήβων με ληστρικές επιδρομές και αργότερα η αγορά τους από τους δουλέμπορους των αποικιών. Η πρώτη μέθοδος είναι επικίνδυνη –  ενδέχεται να μην επιστρέψεις πίσω. Οι δουλέμποροι που τους έβρισκαν; Τους αγόραζαν από τους γηγενείς πληθυσμούς που ζούσαν κοντά στις αποικίες σε όλες τις ακτές του Εύξεινου πόντου, τα μικρασιατικά παράλια και της υπόλοιπης Μεσογείου. Αργότερα, οι δουλέμποροι, στην κλασική και ελληνιστική περίοδο,  ακολουθούσαν τους στρατούς και αγόραζαν αμέσως τους αιχμαλώτους και τις αιχμάλωτες. Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής είχαν εισρεύσει στην ελλαδική χερσόννησο πολύ μεγάλος αριθμός δούλων. Και βέβαια, όσο περισσότεροι, τόσο πιο φτηνοί. Τόσο που δεν υπήρχε οικογένεια, όσο φτωχή κι αν ήταν,  που να μην έχει τουλάχιστον ένα δούλο.

ΝΑ σημειώσουμε ότι όταν ο ελεύθερος άνδρας έβγαινε από το σπίτι του, έπαιρνε πάντα τη μαγκούρα του και τον ακολουθούσαν δύο δούλοι, εάν ήταν πλούσιος. Ο ένας από αυτούς κρατούσε ένα σκαμνί για να καθίσει ο κύριός του, όποτε κουραζόταν ή όποτε συναντούσε και συνομιλούσε με άλλον. Εάν ήταν φτωχός, τον ακολούθούσε ένας δούλος. Ο Πώς τους ξεχώριζες; Οι ελεύθεροι είχαν μακριά μαλλιά, οι δούλοι ήταν κουρεμένοι γουλί. .

 

Σχολιάστε ελεύθερα!