φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΣΤΟ προηγούμενο σημείωμα παρατηρήσαμε ότι υπήρξε μια κρίσιμη τομή, μια κομβική αλλαγή κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας διαδικασίας της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης: ο βιολογικός θάνατος ενός μέλους της κοινωνίας, ενός ατόμου, έπαψε να περνάει απαρατήρητος, όπως συμβαίνει σε όλα τα θηλαστικά, και εμφανίστηκε ένα ενδιαφέρον, μια διαχείριση του θανάτου και του πτώματος. Το αποτέλεσμα αυτού του ενδιαφέροντος ήταν η διαμόρφωση κάποιων συγκεκριμένων τρόπων διαχείρισης του θανάτου και του πτώματος : απομάκρυνση του πτώματος εκτός του καταυλισμού, έκθεσή του για να φαγωθεί από πτωματοφάγα ζώα, φάγωμα του πτώματος από τους οικείους, ενταφιασμός, καύση, ταρίχευση και ένας ακόμα που εμφανίστηκε μόλις πριν λίγες δεκαετίες, η διατήρησή του σε υγρό άζωτο (κρυονική). Τα ερωτήματα που εγείρονται δεν είναι πολλά, παραμένουν όμως αναπάντητα, υπό διερεύνηση. Γιατί κάποιος μακρινός πρόγονός μας σταμάτησε να αδιαφορεί για τον νεκρό και το πτώμα και άρχισε να ενδιαφέρεται γι αυτό; Πώς να εξηγήσουμε την ποικιλία των ταφικών εθίμων; Με ποια σειρά εμφανίστικαν; Να διευκρινίσω ότι τα ταφικά έθιμα είναι γενικά οι τρόποι διαχείρισης του πτώματος και όχι οι τρόποι του ενταφιασμού (παράχωμα στη γη).
Το ενδιαφέρον για τον θάνατο, τον νεκρό και το πτώμα θα πρέπει να το εντάξουμε σε ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τις αλλαγές που συντελούνται στη ζωή του ατόμου, κατά συνέπεια και στην κοινωνία. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρώτη αλλαγή: τη γέννηση. Υπήρξε μια εποχή που η γέννηση, η έλευση ενός νέου μέλους, μας άφηνε αδιάφορους, όπως συμβαίνει σε όλα τα θηλαστικά. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα όμως, η γέννηση δεν περνάει απαρατήρητη: πρόκειται για αλλαγή. Κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίστηκε αυτό το ενδιαφέρον για την αλλαγή; Η επόμενη αλλαγή είναι η ικανότητα της αναπαραγωγής – η εφηβεία, η γενετήσια ωριμότητα. Ο θάνατος είναι κι αυτός μια αλλαγή – παύουμε να υπάρχουμε. Είναι προφανές ότι οι αλλαγές αυτές δεν προκαλούν αναστάτωση σε μια αγέλη ζεβρών· στην ανθρώπινη κοινωνία όμως προκαλούν και μάλιστα πολύ μεγάλη. Γιατί να προκλήθηκε αναστάτωση και ανησυχία στις προγονικές προανθρώπινες κοινωνίες, αναστάτωση που επιβίωσε και υπάρχει μέχρι σήμερα; Αυτήν την αναστάτωση, που δεν υπάρχει, επαναλαμβάνω στα άλλα θηλαστικά, ακόμα και στα πρωτεύοντα (μόνο κάποιες ελάχιστες ενδείξεις) έπρεπε να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν τα μέλη μιας κοινωνίας – κι αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε κι εμείς.
ΑΣ εστιάσουμε όμως στην αλλαγή, στη μετάβαση του θανάτου και στη διαχείριση από την κοινωνία αυτής της μετάβασης – και της διαχείρισης του πτώματος. Παρ΄όλο που οι τρόποι διαχείρισης του πτώματος είναι πολλοί, σε όλα υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία επεσήμαναν το 1907 και το 1909 αντίστοιχα οι R. Hertz [Death and the Right Hand] και A. van Gennep [The Rites of Passage] – οι εργασίες τους πρωτοδημοσιεύτηκαν στα γαλλικά και μεταφράστηκαν στα αγγλικά το 1960 (Τα στοιχεία από το Ian Morris, Ταφικά τελετουργικά έθιμα και κοινωνική δομή στην αρχαιότητα, ΠΕΚ, μετ. Κάτια Μαντέλη, 2020). Τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις κοινωνίες όταν πεθαίνει ένα μέλος; Το αποχαιρετούν, τίθενται εκτός κοινωνίας όσο πενθούν, επιστρέφουν στην κοινωνία. Οι τρεις αυτές συμπεριφορές εκφράζονται με συγκεκριμένες τελετές, με συγκεκριμένες μορφές τελετουργίας: με την τελετουργία του αποχαιρετισμού, της περιθωριοποίησης και της συνάθροισης, της επιστροφής, της αποκατάστασης της ομαλότητας, της εξάλειψης της αναστάτωσης. Οι τρεις αυτές τελετουργίες είναι στάδια μια ευρύτερης, της τελετουργίας μετάβασης. Η τελετουργία αυτή είναι η γνωστή μας κηδεία, που σημαίνει φροντίδα – αυτή είναι η αρχική σημασία της λέξης (κηδεμών).
ΓΙΑΤΙ όμως εμείς να αποχαιρετούμε τον νεκρό, όχι όμως τα σκυλιά και τα γατιά; Γιατί να πενθούμε, να θλιβόμαστε σε βρισκόμαστε σε μια κατάσταση τόσο έντονη που παύουμε να είμαστε μέρος της κοινωνία; Γιατί υποφέρουμε τόσο πολύ όταν πεθάνει κάποιος δικός μας, όταν δεν χαιρόμαστε βέβαια! Γιατί η αφόρητη θλίψη και ο σπαρακτικός ολολυγμός και θρήνος; Νομίζω πως αγγίξαμε την απάντηση.
Ο προάνθρωπος, και ο άνθρωπος ασφαλώς, δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία – αυτό εννοούσε ο Αριστοτέλης όταν έγραφε ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ζώον – αφού ταύτιζε την πόλιν με την κοινωνία. Μπορεί να επιβιώσει μόνο συμβιώνοντας και συνεργαζόμενος με αλληλεγγύη με όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι πρωταρχικό μέλημα κάθε κοινωνίας ήταν, και είναι, η εξασφάλιση της κοινωνικής σταθερότητας, της αντίληψης δηλαδή ότι το άτομο είναι μέρος ενός συνόλου σχέσεων, της κοινωνίας, και ότι αυτή η κοινωνία ειναι ισχυρότερξ από το μεμονωμένο μέλος. Πρωταρχικό μέλημα ήταν , και είναι, η αντιμετώπιση και των αναστατώσεων που προκαλούν οι βιολογικές αλλαγές, οι μεταβάσεις, και των αναπόφευκτων συγκρούσεων μεταξύ των μελών.
ΣΕ συνθήκες ενός πολύπλοκου πλέγματος πολλών κοινωνικών σχέσεων, ο θάνατος ενός μέλους προκαλεί μεγάλη αναστάτωση αφού αναδιοργανώνει και αναδιαρθρώνει τις κοινωνικές σχέσεις. Η απουσία ενός μέλους αυξάνει την αδυναμία της ομάδας, είναι μια μορφή εκπτώχευσης. Δύο παραδείγματα από τη σημερινές κοινωνίες: έχει παρατηρηθεί ότι συχνά λίγους μήνες μετά τον θάνατο του ή της συζύγου πεθαίνει και ο ζωντανός ενώ έχουν υπάρξει και περιπτώσεις που το ζευγάρι πεθαίνει μαζί, αυτοκτονεί δηλαδή παρεΐτσα.
Ο πλούτος των κοινωνικών σχέσεων μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο συνεργασίας, αλληλεγγύης και κοινωνικής σταθερότητας ήταν οι συνθήκες που συνέβαλαν στην επίγνωση του θανάτου, στην αναστάτωση που προκαλεί, στη διαχείριση του νεκρού και του πτώματος. Εάν δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες, δεν θα ήμασταν τώρα άνθρωποι. Αυτές τις συνθήκες τις αποκαλώ ζωντανό, εμμενή κομμουνισμό. Η επίγνωση του θανάτου, το ενδιαφέρον για τον νεκρό, η διαχείριση του πτώματος εμφανίστηκαν και διαμορφώθηκαν σε συνθήκες κομμουνισμού.
ΤΟ ζήτημα της ποικιλίας και της σειράς εμφάνισης των ταφικών εθίμων είναι εξίσου περίπλοκο. Είμαστε βέβαιοι όμως ότι ο ενταφιασμός, η καύση, η ταρίχευση και η κρυονική είναι μεταγενέστερες. Η αναστάτωση που προκαλεί ο θάνατος ήταν, και είναι, τόσο μεγάλη, που ο θάνατος εκλήφθηκε ως μίασμα και ο νεκρός ως επικίνδυνος και έπρεπε να αποκακρυνθεί αμέσως, αφού βέβαια εκτυλιχθεί η τελετουργία της μετάβασης με τις τρεις επιμέρους τελετουργίες του αποχαιρετισμού, της περιθωριοποίησης και της επανένταξης, συνάθροισης, αποκατάστασης της ομαλότητας. Κατά συνέπεια, οι τρεις πρώτοι τρόποι θα ήταν η απομάκρυνση του πτώματος εκτός καταυλισμού, η έκθεση στα πτωματοφάγα ζώα και η νεκροφαγία. Για αυτούς τους τρεις τρόπους ο Π. Λεκατσάς έχει συγκεντρώσει πολλές πληροφορίες στο μνημειώδες έργο του Η Ψυχή – Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου (εκδ. Καστανιώτη). Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπήρξαν τροφοσυλλεκτικές και κυνηγητικές κοινωνίες που να έθαβαν ή να έκαιγαν τους νεκρούς τους. Ο ενταφιασμός και η καύση εμφανίζονται μετά την πλήρη διαμόρφωση της παραγωγής της τροφής. Στις ποιμενικές κοινωνίες ο συνήθης τρόπος ήταν ο ενταφιασμός. Μόνο η έκθεση στα πτωματοφάγα ζώα έχει επιβιώσει σε ένα περιορισμένο αριθμό αγροτικών κοινοτήτων (Περσία, Θιβέτ). Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι εύλογα και πολλά. Η έλλειψη κρέατος μας έκανε νεκροφάγους; Μήπως η αγάπη μας για τον αποθανόντα, όπως διατείνονταν πολλές τροφοσυλλεκτικές ομάδες στην κεντρική Αυστραλία και αλλού; Και γιατί με την εμφάνιση της γεωργίας να γενικεύεται και ο ενταφιασμός; Και γιατί σε μια κοινωνία να υπάρχει και ενταφιασμός και καύση, όπως στην κλασική Αθήνα; Γιατί στη ρωμαϊκή κοινωνία υπήρξε μια εναλλαγή ενταφιασμού και καύσης και γιατί οριστικοποιήθηκε ο ενταφιασμός τον 3ο μ. Χ. αιώνα; Γιατί σήμερα στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες της Ευρώπης η καύση παραμερίζει τον ενταφιασμό αλλά όχι στις ΗΠΑ; Γιατί το 1976 στην Αγγλία η χρήση της καύσης ήταν 62,6% και στη Γαλλία ο,5%; Γιατί αυξάνεται ο αριθμός των καύσεων στην ελληνική κοινωνία;
Η έλλειψη ξύλων ήταν ο βασικός λόγος που ο ενταφιασμός εκτόπισε την καύση στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Η στροφή προς την καύση πιθανόν να έχει οικονομικές αιτίες, και όχι μόνο. Εάν στο μέλλον υπάρξει ενεργειακή ένδεια, άρα και έλλειψη τροφής για μας και τα κατοικίδιά μας, θα συνεχίσουμε να καίμε τους αναρίθμητους νεκρού μας σπαταλώντας τεράστιες ποσότητες ορυκτών καυσίμων; Μήπως μια άλλη διαχείριση του πτώματος θα αποβεί αναγκαία; Εάν το ανθρώπινο πτώμα ήταν πάντα τροφή (όταν δεν καιγόταν) πτηνών, θηλαστικών και σκουληκιών, γιατί να μην επεξεργαζόμαστε τα πτώματά μας και να τα κάνουμε ζωοτροφή τόσο για την παραγωγή κρέατος (γουρούνια, κότες, ψάρια) όσο και για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των σκυλιών και των γατιών; Υπάρχει μεγαλύτερη έκφραση αγάπης από το να καταλήξεις στο στομάχι της γάτας που λάτρευες και του σκύλου που σε συντρόφευε στη μοναξιά σου, όταν βλέπατε μαζί τις πλημμύρες στη Θεσσαλία αραχτοί στον καναπέ;
Σχολιάστε ελεύθερα!