in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους, αποανθρωποποίηση

μια σύντομη ιστορία της κάβλας (1): τότε που τρώγαμε πολλά φρούτα, κάναμε σεξ κάτω από τα δέντρα και μιλούσαμε με τα φίδια

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΠΛΗΘΩΡΑ ενδείξεων από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες μας ωθεί να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα εισέρχεται σε μια νέα εποχή, στην εποχή της αγαμίας: η συχνότητα της σεξουαλικής συνεύρεσης στους νέους και τις νέες τείνει να μειώνεται, αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης της κάβλας, του σεξουαλικού ερεθισμού που με τη σειρά του είναι συνέπεια της συρρίκνωσης των κοινωνικών σχέσεων, του ατομικισμού και του οικιακού εγκλεισμού. Δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε για τα αίτια, τις συνθήκες και το μέλλον αυτής της πολύ αρνητικής εξέλιξης, που είναι άλλη μια έκφανση της απώλειας ιδιαίτερων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, της διαδικασίας της απο-ανθρωποποίησης. Μήπως μία από τις πολλές αρνητικές συνέπειες της αγαμίας θα είναι η αύξηση της επιθετικότητας και των δύο φύλων αλλά περισσότερο των ανδρών; Εάν εισερχόμαστε αργά και βασανιστικά στην εποχή της αγαμίας, ποια εποχή θα αφήσουμε; Πόσες εποχές προανθρώπνης και ανθρώπινης σεξουαλικότητας υπήρξαν;  Υπάρχει τρόπος να τις εντοπίσουμε;

Το 1977, το καλοκαίρι, ήμουνα 19, είχε τελειώσει το πρώτο έτος (Φιλοσοφική), που ήταν και το τελευταίο,  πήγα με φίλους στην Πάρο, στο Πίσω Λιβάδι. Ένα μαγαζάκι που τρώγαμε και μια ντίσκο, φτιαγμένη με λαμαρίνες, όπου χορεύαμε. Κοιμόμασταν στην παραλία, κάθε βράδυ φωτιά και βόλτες στα γειτονικά χωράφια για κάνα καρπούζι. Εκεί λοιπόν ένας Παριανός, τριαντάρης θα ήταν, έκανε διακοπές με μια ξανθιά – Γερμανίδα;  Με είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση που δεν μιλούσαν ποτέ, αντιλαμβάνεστε γιατί. Κάθε βράδυ σεξ, μαζί κολυμπούσανε, μαζί τρώγανε αλλά δεν μιλούσαν. Θα τους θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Μα πώς είναι δυνατόν ένα ζευγάρι να μοιράζεται τη ζωή και να μην μιλάει; Ζούσαν στον κόσμο τους, λες και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι: εγώ κι εσύ μόνοι πάνω στη Γη, που λέει και ο Γερμανός. Αν και οι σκηνές μας ήταν κοντά και συναντιόμασταν συχνά, δεν ανταλλάξαμε ούτε μια καλημέρα ούτε ένα γεια. 

ΠΕΡΑΣΑΝ τα χρόνια, πέρασαν οι δεκαετίες, δεν τους ξέχασα, τους θυμόμουνα πολύ συχνά. Μπορώ να πω ότι στάθηκαν δάσκαλοί μου σε πολλά ζητήματα και αυτό το περιστατικό πολλές φορές με βοηθούσε να θέτω τα σωστά ερωτήματα. Μια μέρα τους βάφτισα: Αδάμ ο άνδρας, Έυα η γυναίκα. Ήταν όταν διάβαζα και έψαχνα σχετικά με την προέλευση της γλώσσας, ένα ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή θεωρία και μάλλον δεν θα υπάρξει ποτέ. Έμαθα ότι η λεκτική επικοινωνία είναι ένα πολύ μικρό μέρος της διανθρώπινης επαφής –  επικοινωνούμε περισσότερο με τις εκφράσεις του προσώπου, με τις χειρονομίες και τη μίμηση, με τη γλώσσα του σώματος. Αυτός οι τρόποι επικοινωνίας υπήρχαν πριν τη γλώσσα, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Εκατομμύρια χρόνια επικοινωνούσαμε μια χαρά χωρίς να μιλάμε. Και μαθαίναμε και διδάσκαμε και εργαλεία φτιάχναμε και παιδιά μεγαλώναμε και χορεύαμε και τους νεκρούς μας θάβαμε, όλα τα κάναμε, χωρίς να μιλάμε. Το κρίσιμο ερώτημα: αφού επικοινωνούσαμε και τα καταφέρναμε μια χαρά, γιατί να μιλήσουμε; Τι πρόσθεσε στην ανθρώπινη επικοινωνία η γλώσσα; Κι ένα άλλο ερώτημα: μιλούσε ο Αδάμ και η Έυα; Όχι ο δικός μου Αδάμ και η δικη μου Έυα αλλά της Γενέσεως, της Παλαιάς Διαθήκης.

ΔΕΝ μπορούσα να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα. Όλες οι διατυπωθείσες θεωρίες που είχα διαβάσει υποστήριζαν ότι η λεκτική επικοινωνία ήταν μια αναμενόμενη, έως αναπόφευκτη επέκταση των προηγούμενων τρόπων επικοινωνίας. Τι να κάνω, συμφώνησα κι εγώ μαζί τους, ειδικοί επιστήμονες είναι, ξέρουν τι λένε. Μέχρι που διάβασα μια άλλη θεωρία κι άνοιξε το μυαλό μου: μιλήσαμε ότι για να επικοινωνήσουμε και με αυτόν τον τρόπο στην καθημερινή μας ζωή αλλά για να αφηγηθούμε ιστορίες, για να επινοήσουμε μύθους! Στην υπόθεση αυτή έχει καταλήξει ο γνωσιακός ψυχολόγος Μέρλιν Ντόναλντ (Merlin Donald) στο (πάρα πολύ ενδιαφέρον) βιβλίο του, Η καταγωγή του σύγχρονου νου (μετ. Σταμάτης Ντωνιας, επιμ. Γεώργιος Μαραγκός, εκδ. ΜΙΕΤ).

Η υπόθεση αυτή διατυπώθηκε αφού πρώτα υπήρξε μια πολύ θετική εξέλιξη: η διατύπωση ενός συμπεράσματος που έγινε γενικά αποδεκτό από τους ανθρωπολόγους, τους θρησκειολόγους και τους ιστορικούς των θρησκειών: ο μύθος έπεται της τελετουργίας –  μέχρι τότε θεωρούσαν ότι ο μύθος προηγούνταν εξελικτικά της τελετουργίας, ότι η  τελετουργία αναπαριστούσε τον προϋπάρχοντα μύθο. Προς επίρρωση αυτού πορίσματος επικαλέστηκαν τη χρονική προτεραιότητα της ιστορίας, της οποίας ο μύθος αποτελεί συμπύκνωση, και της πρακτικής –  εξ ου και οι καταγωγικοί, ιδρυματικοί και αιτιολογικοί μύθοι. Η πρακτική, οι θεσμοί, η τελετουργία, η ιστορία προηγούνται –  ο μύθος έπεται. Εάν λοιπόν ο μύθος έπεται, σε ποια πρακτική, τελετουργία, ιστορία αναφέρεται ο μύθος της Γενέσεως; 

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ότι οι περισσότεροι μύθοι που καταγράφει η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι εβραϊκής (ποιμενικής) προέλευσης. Είναι μύθοι των αγροτικών κοινοτήτων, όχι μόνο αυτών  που κατέκτησαν αλλά της ευρύτερης περιοχής (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Ανατολία). Τους μύθους αυτούς τους διαβάσαμε στα σουμερικά, ακκαδικά, ασσυριακά, βαβυλωνιακά, αιγυπτικά, χεττιτικά κείμενα, έχουν μεταφραστεί κι ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτών έχει συγκεντρώσει ο James B. Pritchard στο μνημειώδες,  Ancient Near Eastern Texts Relating to the Old Testament (Princeton-New Jersey, 1969, τρίτη έκδοση).

Η μελέτη των κειμένων αυτών και η αντιβολή τους  με τις εκδοχές της Παλαιάς Διαθήκης δείχνει ότι αυτές οι εκδοχές έχουν υποστεί πολλές τροποποιήσεις και μεταλλάξεις ώστε να προσαρμοστούν στην ποιμενική αφήγηση. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς ήταν ο αρχικός μύθος για τον Αδάμ και την Έυα. Είναι σαφές ότι η αντίληψη πως ένας τρομερός και οξύθυμος, καταστροφέας και εξοντωτής άντρας Θεός έπλασε τους ανθρώπους, πρώτα τον άνδρα και μετά τη γυναίκα, ότι μετά τους έδιωξε από τον Παράδεισο: όλα αυτά είναι εβραϊκές ποιμενικές τροποποιήσεις, στις οποίες η ηθικολογία και ο διδακτισμός βγάζουν μάτι. Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τον μύθο, να τον ανασυγκροτήσουμε,   εξοβελίζοντας τις τροποποιήσεις και τις προσαρμογές; Θα κάνω μια προσπάθεια.

ΘΑ εστιάσουμε την προσοχή μας στο δέντρο με τα μήλα ή όποιο άλλο φρούτο ήταν –  θα μπορούσε να ήταν μπανάνες ή ανανάδες. Το δέντρο και ο καρπός της γνώσης είναι μεταφορά –  ποια είναι η κυριολεξία; Τα φρούτα ήταν μία πολύ βασική τροφή και των προανθρώπων και των ανθρώπων –  και συνεχίζει να είναι, γεμάτη φυτοφάρμακα βεβαίως βεβαίως,  γι αυτό κι εγώ δεν αγοράζω ποτέ φρούτα, τρώμε μόνο ό,τι παράγουν τα οπωροφόρα μας και τα άγρια και αδέσποτα (και είναι πολλά). Τρώμε φρούτα που τα κόβουμε από το δέντρο εμείς οι ίδιοι, γινωμένα όχι άγουρα. Το σκηνικό λοιπόν στον μύθο που εξετάζουμε είναι ένα οπωροφόρο δέντρο, μια πηγή ζωής. Ως πηγή ζωής τα λάτρευαν, δηλαδή τα φρόντιζαν και τα αγαπούσαν. Η δενδρολατρεία έχει εντοπιστεί σε πολλές κοινωνίες –  οι αναπαραστάσεις της μινωικής τέχνης παρέχουν  πολλές ενδείξεις δενδρολατρείας.

ΑΠΟ αυτό το δέντρο τρώνε φρούτα ένας άνδρας και μία γυναίκα, οι οποίοι είναι γυμνοί. Από όσα γνωρίζουμε, κοινωνία γυμνών ανθρώπων δεν έχει υπάρξει. Υπήρξαν κοινωνίες μόνο με ένα ρούχο – αυτό που καλύπτει τα γενετικά όργανα. Κάποτε δεν φορούσαμε  ρούχα, κάποτε φορέσαμε –  και τα φορέσαμε για να καλύψουμε μόνο τα γεννητικά μας όργανα. Πότε έγινε αυτό; Πότε φορέσαμε φύλλο συκής; (Τι ωραία, γλυκά που είναι τα σύκα! Τι ωραίο φρούτο! Αποξεραίνουμε αυτές τις μέρες για τον χειμώνα). Μήπως το πρώτο ρούχο, η κάλυψη των γεννητικών οργάνων ήταν το κρίσιμο, ένα από τα κρίσιμα,  μεταβατικό σημείο μεταξύ της προανθρώπινης και της ανθρώπινης κατάστασης; Και ποια να είναι η σχέση του πρώτου ρούχου με τη γλώσσα, με την επινόηση μύθων; Μήπως εμφανίστηκαν την ίδια εποχή;

ΕΝΑ ακόμα εξίσου κρίσιμο ερώτημα: ήταν ερωτευμένοι ο Αδάμ και η Έυα; Αποκλείεται να ήταν ερωτευμένοι, αποκλείεται! Γιατί; Μα ήταν μόνο δύο, πώς μπορεί να ήταν ερωτευμένοι; Έρωτας  υπάρχει μόνο όταν υπάρχουν πολλοί, άνδρες και γυναίκες, δεν μπορεί να υπάρχει όταν υπάρχει μόνο ένας άνδρας και μία γυναίκα! Όταν όμως ερωτευόμαστε, θέλουμε να είμαστε όλη την ώρα μαζί, μόλις χωρίζουμε πέφτουμε σε κατάθλιψη, κι έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε εσύ κι εγώ μόνοι πάνω στη Γη. Εάν είναι έτσι, τότε ο Αδάμ και η Έυα συμβολίζει το αρχετυπικό ερωτευμένο ζευγάρι. Ο Αδάμ και η Έυα ήταν ερωτευμένοι –  και της Πάρου και του Παραδείσου. Και δεν μιλούσαν, και οι μεν και οι δε.

ΘΑ γνωρίζετε ότι πάνω στα οπωροφόρα δέντρα ανεβαίνουν τα φίδια για να φάνε κάποιο από τα πουλιά που πέφτουν με τα μούτρα στα γλυκά φρούτα. Δέντρα, φρούτα, πουλιά, φίδια και άνθρωποι συνυπάρχουν και συμβιώνουν. Ζώντας στη φύση, οι προάνθρωποι και οι τροφοσυλλέκτες-κυνηγοί συνευρίσκονταν σεξουαλικά στη φύση. Να συνευρίσκονταν και στον χώρο της γλύκας, κάτω από τα οπωροφόρα δέντρα; Γιατί όχι;  Έτρωγαν γλυκά φρούτα και γαμιόντουσαν και μετά έτρωγαν κι άλλα φρούτα. Δε θα κρατούσε για πολύ όμως ο έρωτας. Κάθε ερωτευμένος και ερωτευμένη μαθαίνει ότι ο έρωτας είναι προσωρινή κατάσταση: είναι αντικοινωνική κατάσταση –   ως ιδιότυπη απόσυρση από την κοινωνία δεν μπορεί να έχει μεγάλη διάρκεια. Θα πρέπει να υπάρξει μια παύση, ένα διάλειμμα. Η γνώση αυτή, η απομάκρυνση από τον Παράδεισο του Έρωτα, είναι επώδυνη αλλά άκρως αναγκαία.

ΤΟ γεγονός ότι είναι μια προσωρινή κατάσταση μας παρωθεί να εικάσουμε ότι κάποτε δεν υπήρχε. Δεν επιλέγαμε, δεν είχαμε προτίμηση, δεν διαλέγαμε. Πότε γινόταν αυτό; Πριν την όρθια στάση και πριν την απώλεια του οίστρου στο θηλυκό. Ο έρωτας ήταν μια μη αναμενόμενη συνέπεια της όρθιας στάσης και της απώλειας του οίστρου. Με αυτό όμως το ζήτημα θα ασχοληθούμε άλλο πρωινό. Συνοψίζω: υπήρξαν δύο σαφώς διακριτές εποχές της σεξουλικότητας: η εποχή χωρίς έρωτα και η εποχή του έρωτα –  η οποία φτάνει στο τέλος της για να την διαδεχτεί η εποχή της γενίκευσης της αγαμίας και της ακαβλίας.

Σχολιάστε ελεύθερα!