in Αριστοφάνης

το έθνος και ο Αριστοφάνης του· ΣΦΗΚΕΣ: γιατί θα κλείναμε σήμερα τον γέρο πατέρα μας στο σπίτι; (1)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΜΕΛΕΤΩ τον Αριστοφάνη εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια και κάποια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί άργησα τόσο πολύ. Δεν δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Εσωτερίκευσα κι εγώ την επικρατούσα απαξίωση της ανάγνωσης και της μελέτης των κωμωδιών του, απαξίωση που χαρακτηρίζει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και το αναγνωστικό κοινό, αυτό που διαβάζει κείμενα της αρχαίας γραμματείας σε μετάφραση. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα της καρδάρας της αρχαίας ελληνικής γραμματείας –  τι μύγα όμως! Είναι να απορεί κανείς γιατί –  το πώς το ξέρουμε- σώθηκαν έντεκα  κωμωδίες του, από τις σαράντα που έχει γράψει. Γιατί να τις αντιγράφουν αδιάκοπα, να τις διαβάζουν και τις μελετούν χριστιανοί στα μοναστήρια; Εικάζουμε βάσιμα ότι ενίσχυε την ανωτερότητα του ασκητικού χριστιανικού βίου και πολιτισμού έναντι του πληθωρικού εθνικού, του αρχαιοελληνικού· δεν είναι μόνο αυτό: μόνο από τον Αριστοφάνη μαθαίνουμε πώς μιλούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι στην καθημερινή τους ζωή –  κανένας άλλος. Θα θέσω σήμερα κάποια ερωτήματα, και θ’  απαντήσω σε αυτά: οι απαντήσεις θα μας βοηθήσουν να συνοψίσουμε σε λίγες προτάσεις το περιεχόμενο και την δημοφιλία των κωμωδιών του Αριστοφάνη. Τι προτιμούσαν να βλέπουν οι θεατές στην αρχαία Αθήνα, τραγωδία ή κωμωδία; Τι περίμεναν, τι ήθελαν να δουν και να ακούσουν σε μια κωμωδία οι θεατές στην αρχαία Αθήνα; Τι σήμερα “εμείς” –  θα δούμε γιατί τα εισαγωγικά – στο θέατρο της Επιδαύρου ή άλλού; Ποια από τις έντεκα κωμωδίες θα θέλαμε, θα ήθελα,  να είχε διασωθεί, εάν σωζόταν μόνο μία; Απαντώ εκ των προτέρων: οι Σφήκες (αρσενικού γένους –  ο σφήξ, του σφηκός, οι σφήκες). Ποια από τις έντεκα κωμωδίες προσφέρεται για την πληρέστερη επικαιροποίηση, διασκευή στη σημερινή νεολληνική κοινωνία; Απαντώ: οι Σφήκες! Αυτή είνα η γνώμη μου, παρακάτω θα εκθέσω τα επιχειρήματά μου.

ΠΡΙΝ απαντήσω θα κάνω μια σύντομη παρέκβαση, μια άκρως απαραίτητη παρέκβαση που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη θέση των κωμωδιών, και όχι μόνο, στη πολιτιστική ζωή της νεοελληνικής κοινωνίας. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχωδιαβάσει τα τελευταία δέκα χρόνια είναι το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη, Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα (εκδ. του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, μετ. Νεκτάριος Καλαϊτζής). Έμαθα και σκέφτηκα πολλά, πάρα πολλά,  και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, εάν δεν το έχετε διαβάσει: θα μάθετε και θα σκεφτείτε και εσείς πολλά.Για να εκθέσω την κεντρική ιδέα του προαναφερθέντος βιβλίου, αλλά και για να σας δελεάσω, θα παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα. Γράφει λοιπόν και συνοψίζει ο Γ. Χαμηλάκης (σελ. 50-51):

” . . . το κύριο ερμηνευτικό μέλημα της παρούσας μελέτης. . .  είναι ο δεσμός μεταξύ αρχαιολογίας, αρχαιότητας και εθνικού φαντασιακού. Υποστηρίζεται ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της κουλτούρας και της διάρθρωσης της αρχαιολογικής παραγωγής αν δεν τα συσχετίσουμε με τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού εθνικού  φαντασιακού: σε μια κουλτούρα όπου η αρχαιότητα λειτουργεί ως η κοσμική θρησκεία του έθνους, οι αρχαιολόγοι που στελεχώνουν τους σχετικούς δημόσιους φορείς δεν ‘στρατεύονται’ απλώς σε μια εθνική αποστολή αλλά λειτουργούν και ως οι ιεροφάντες αυτής της θρησκείας, οι οποίοι ερμηνεύουν τις ιερές γραφές και πραγματοποιούν ποικίλες λειτουργίες εξαγνισμού και αποκάθαρσης, ενώ συγχρόνως επιστατούν τα μουσεία που συχνά θεωρούνται και λειτουργούν ως οι ναοί του έθνους . . . Υποστηρίζεται ότι [. . .] οι αρχαιότητες κατέστησαν ένα ζωτικής σημασίας συμβολικό κεφάλαιο και ότι η υλικότητά τους διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη διαμόρφωση , την παραγωγή και την αναπαραγωγή του εθνικού φαντασιακού.”

ΑΥΤΑ γράφει ο Γ. Χαμηλάκης συνοψίζοντας το κύριο ερμηνευτικό μέλημα του βιβλίου του. Εάν δεν υπάρχει, δεν το γνωρίζω, θα πρέπει να εκπονηθεί μια ακόμα μελέτη στην οποία στους αρχαιολόγους ως ιεροφαντών και στα μουσεία ως ναών θα προστεθούν οι ιεροφάντες σκηνοθέτες αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας και οι ναοί του θεάτρου της Επιδαύρου και άλλων θεάτρων. Όσο ανατρεπτική και αποδομημένη και πρωτότυπη και να είναι η διασκευή μιας τραγωδίας ή κωμωδίας δεν παύει να συμβάλει στη διαιώνιση της παραγωγής, της διαμόρφωσης και της αναπαραγωγής του εθνικού φαντασιακού. Είμαστε Νεο-‘Ελληνες (modern Greeks, modern Greece), συνεχιστές του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων. Εάν τώρα αναρωτηθούμε ποιοι και ποιες παρακολουθούν τις διασκευασμένες και αποδομημένες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, δεν θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε: δεν τις παρακολουθούν οι πλούσιοι και ισχυροί βιομήχανοι και τραπεζίτες (χέστηκαν!), δεν τις παρακολουθούν οι φτωχοί και χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι (κι αυτοί χέστηκαν!). Τις παρακολουθεί αυτοί και αυτές που μπορούν: η μεσαία τάξη. Από την οποία μεσαία τάξη προέρχονται και οι ιεροφάντες: αρχαιολόγοι και σκηνοθέτες. Τι περιμένει να ακούσει και να δει αυτό το κοινό, άρα όχι γενικά και αόριστα εμείς; Περιμένει να δοξαστεί και να υμνηθεί το αξεπέραστο και ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν, κληρονόμοι και συνεχιστές του οποίου είμαστε εμείς οι Νεοέλληνες. Να ήταν μόνο αυτό!  ” Η Ελλάδα”, διαβάζουμε σε ένα έγγαφο του Υπουργείου Πολιτισμού (7 Απριλίου 1998, Χαμηλάκης, σελ. 76), “είναι μία χώρα που, στην κοινή συνείδηση διεθνώς, θεωρείτα υπερδύναμη στο χώρο του πολιτισμού”.

Ο Αριστοφάνης όμως χαλάει την πιάτσα. Εάν μια παράσταση τραγωδίας συμβάλλει στην εξύμνηση του ένδοξου παρελθόντος αλλά και στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή του εθνικού φαντασιακού, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη ρίχνουν μια κλωτσιά στην καρδάρα και χύνουν το γάλα – όλο! Διότι η εικόνα που μας δίνει ο Αριστοφάνης για την κοινωνία της αρχαίας Αθήνας είναι μια εικόνα που προκαλεί αμηχανία, λίαν επιεικώς. Για να διασαφηνίσω αυτή την αμηχανία, θα παραθέσω τρεις σύντομες στιγμές, πολύ χαρακτηριστικές, από τους Σφήκες. Κάθε δικαστής έπαιρνε τρεις οβολούς για τη συμμετοχή του, μισή δραχμή δηλαδή. Όταν δεν υπήρχαν ψιλά, έδιναν μια δραχμή για δύο άτομα. Πήρε τη δραχμή ο φίλος μου, μας λέει ο Φιλοκλέων  (ο πρωταγωνιστής των Σφηκών, που θα ήθελε να ήταν ο Κλέων, που ταυτίζεται με τον Κλέωνα, τον άπληστο και άρπαγα του δημόσιου πλούτου πολιτικό), και μου λέει, πάω στην αγορά να τη χαλάσω, να σου δώσω τους τρεις οβολούς. Πήγε και ήρθε και μου έβαλε στο στόμα τρία λέπια από μεγάλο κέφαλο!  Μου τους έφαγε τους τρεις οβολούς! Ο απατεώνας! Οι αρχαίοι Αθηναίοι έβαζαν τα ψιλά, τους οβολούς, στο στόμα. Ξέρετε γιατί; Διότι ήταν ο μόνος τρόπος για να μην τους κλέψουν αυτά τα μικροσκοπικά νομίσματα –  θα τους τα έκλεβαν, εάν τα έβαζαν στο βαλλάντιον, στο πουγγί, θα λέγαμε σήμερα. Τέτοιος φόβος.  Κατά συρροήν κλεφτρόνια! Και μόλις επιστρέφω στο σπίτι, λέει ο Φιλοκλέων, έρχεται η κόρη μου, χώνει τη γλώσσα της στο στόμα μου και μου ψαρεύει και μου τους παίρνει. Πόση ώρα άραγε να διαρκούσε αυτή η γλωσσική εξερεύνηση της κόρης στο στόμα του πατέρα της;  Αιμομειξία;

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί, ξημέρωσε, πάω στον κήπο.

Σχολιάστε ελεύθερα!