in Αριστοφάνης

το έθνος και ο Αριστοφάνης του (3)· ΣΦΗΚΕΣ: γιατί θα κλείναμε σήμερα τον γέρο πατέρα μας στο σπίτι;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΔΥΟ είναι τα κρίσιμα και σχετιζόμενα μεταξύ τους ερωτήματα για την κατανόηση των Σφηκών του Αριστοφάνη. Γιατί ο γέρος πατέρας Φιλοκλέων θέλει τόσο πολύ να συμμετάσχει στο δικαστήριο και να δικάζει; Και, γιατί ο γιος του 0 Βδελυκλέων δεν του το επιτρέπει, φτάνοντας στο σημείο να τον κλείσει μέσα στο σπίτι και να τον φυλάει μαζί με δύο δούλους για να μην την κοπανήσει; Παρατηρήσαμε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει ο γιος στον πατέρα του, είναι μια κωμική αριστοφάνεια υπερβολή. Λέει ο πατέρας στον γιο (στ. 628-630): “κι εσύ ο ίδιος με φοβάσαι, ναι, με φοβάσαι. Εάν σε φοβόμουν εγώ, θα είχα χαθεί”.   Οι απαντήσεις που παρέχει το κείμενο στο πρώτο ερώτημα είναι τρεις – δύο ρητά διατυπωμένες, μία υπονοούμενη. Για το δεύτερο ερώτημα υπάρχει μόνο μία απάντηση και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τις τρεις προηγούμενες.

Ο γέρος πατέρας τρέχει στα δικαστήρια για να πάρει  τον μισθόν, τους τρεις οβολούς. Αυτή είναι μία από τις τρεις απαντήσεις. Τους είχε ανάγκη αυτούς τους τρεις οβολούς ο Φιλοκλέων; Τι μπορούσες να αγοράσεις με αυτό το ποσόν;  Εάν τις είχε, έχει καλώς. Εάν δεν τις είχε όμως; Με αυτούς τους τρεις οβολούς, τους οποίους ο χορός αποκαλεί (300) μισθάριον, μισθουλάκο, θα λέγαμε σήμερα εμείς, μπορούσες να αγοράσεις (στ. 301), άλφιτα καί ξύλα κώψον [< και ώψον] –  αλεύρι, ξύλα και ώψον (>ψώνια, σήμερα). Το αλεύρι για την παρασκευή του ψωμιού, που ήταν η βασική τροφή, τα ξύλα για μαγείρεμα και ψήσιμο (για θέρμανση χρησιμοποιούσαν κάρβουνα, όχι ξύλα, δεν είχαν σόμπες ούτε τζάκια, μόνο μαγκάλια) και ώψον, προσφάι, κάτι δηλαδή που θα συνοδεύσει το ψωμί (ελιές, λίγο τυρί, κρεμμύδι) –  αυτά μπορούσες να αγοράσεις με μισή δραχμή, τρεις οβολούς. Ας ακούσουμε τη συνομιλία ενός φτωχού πατέρα (όλος ο χορός) με το παιδί του (303-315).

– Πατέρα, εάν ο άρχων δεν σε ορίσει σήμερα δικαστή, με τι λεφτά θα αγοράσουμε για να φάμε σήμερα το πρωί; Ελπίζεις σε κάτι άλλο; Έχεις άλλη εναλλακτική;

– Ωχ ωχ, αλίμονό μας· δεν ξέρω πώς και από πού θα βγάλω το σημερινό μας το φαΐ.

– Α, ρε μάνα, γιατί με γέννησες, ρε μάνα;

– Για να τραβιέμαι εγώ από δω κι από κει να βρω το φαΐ σου.

– [. . . ] Μόνο βάσανα και αναστεναγμούς έχουμε εμείς, τίποτα άλλο (πάρα νων στενάζειν).

ΤΙ λέτε, η συνομιλία αυτή είναι μια επινόηση του Αριστοφάνη, μια υπερβολή ή περιγράφει μια κατάσταση την οποία αναγνώριζαν οι θεατές; Πρόκειται για πιστή περιγραφή της κατάστασης. Μας διαφεύγει η έκταση και το εύρος της φτώχειας στην αρχαία ελληνική κοινωνία και δη στην Αθήνα. Το 60-70% των οικογενειών ζούσαν μέσα στη φτώχεια· ένα μεγάλο μέρος από αυτό  μόλις που εξασφάλιζε το φαΐ τους, καλλιεργώντας μερικά στρέμματα γης, κι ένα άλλο ζούσε μέσα στην απόλυτη φτώχεια, δεν είχε να φάει. Η πλειονότητα των θεατών της κωμωδίας ήταν φτωχοί, φτωχοί ήταν και όσοι συμμετείχαν στα δικαστήρια. Οι έξι χιλιάδες Ηλιασταί, οι δικαστές, ήταν όλοι φτωχοί και πήγαιναν για να πάρουν αυτούς τους τρεις οβολούς για να εξασφαλίσουν την τροφή τους ή να προσθέσουν κάτι επιπλέον. Και επειδή δεν ήταν βέβαιο ότι θα κληρωθούν, υπήρχαν μέρες που δεν είχαν να φάνε. Δίκαζαν οι φτωχοί. Ποιοι δικάζονταν; Ποιοι ήταν οι κατηγορούμενοι που παρεπέμπονταν σε δίκη (για ιδιωτικές ή δημόσιες υποθέσεις –  δίκη και γραφή αντίστοιχα);  Η πλειονότητα των μηνυτών και των κατηγορουμένων ήταν φτωχοί! Οι φτωχοί δίκαζαν και αθώωναν ή καταδίκαζαν τους φτωχούς! Ο γέρος πατέρας Φιλοκλέων πήγαινε για να πάρει τους τρεις οβολούς, ήταν φτωχός ή πολύ φτωχός;

Η οικογένεια του Φιλοκλέωνα δεν ήταν φτωχή. Δεν ήταν  πλούσια ή πολύ πλούσια αλλά ήταν εύπορη. Είχε τρεις δούλους, δύο άντρες και μία γυναίκα (Θρακιώτισσα, 828): και οι τρεις είναι δούλοι του σπιτιού (οικέται) και εικάζω βάσιμα ότι θα πρέπει να είχε και δούλους που δούλευαν στα χωράφια. Για τον Φιλοκλέωνα, οι τρεις αυτοί οβολοί ήταν χαρτζιλίκι, αυτό μας λέει το κείμενο.  “Σταμάτα να τρέχεις στα δικαστήρια για τρεις οβολούς”, του λέει ο γιος του (723 κ.ε.), ” πήρα την απόφαση, σοβαρά μιλάω, να σου δίνω ό,τι σου κάνει κέφι [και νυν ατεχνώς εθέλω παρέχειν/ό,τι βούλει σοι]. Θα σε θρέφω καλά, θα σου δίνω ό,τι χρειάζεται ένας γέρος: κουρκούτι να το γλείφεις, μαλακό παλτό με γούνα, και μια πουτάνα να σου κάνει μασάζ στον πούτσο και στη μέση”. ” Δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά. Το μόνο που θέλω είναι να πηγαίνω να δικάζω” (750 κ.ε.). Είμαστε πια βέβαιοι: δεν τρέχει στα δικαστήρια για τους τρεις οβολούς, δεν του λείπουν οι τρεις οβολοί, δεν είναι μπατίρης.

ΓΕΡΟΣ ο Φιλοκλέων έτρεχε κάθε πρωί στο δικαστήριο γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει. Τηρουμένων των αναλογιών, το δικαστήριο ήταν για τους γέρους (όλοι οι δικαστές ήταν γέροι), όπως είναι σήμερα τα ΚΑΠΗ. Εκεί συναντούσε τους φίλους του, τους συμπολεμιστές τους, θυμούνταν τα παλιά, συζητούσαν, γελούσαν, σχολίαζαν την πολιτική επικαιρότητα. Το δικαστήριο ήταν ένας ζωντανός δημόσος χώρος. Εκεί μαζευόταν κάθε πρωί μεγάλος αριθμός γέρων δικαστών, κατηγορουμένων, μηνυτών και θεατών –  άνδρες, δούλοι,  νέοι και παιδιά. Κάθε δίκη ήταν και μια θεατρική παράσταση, όπως θα δούμε παρακάτω. Θα μπορούσε λοιπόν να πηγαίνει εκεί να συναντά τους φίλους του, να συζητά, να παρακολουθεί χωρίς να δικάζει· θα μπορούσε αλλά δεν το έκανε. Ήθελε να δικάζει. Δεν πήγαινε στα δικαστήρια για τους τρεις οβολούς ούτε γιατί δεν είχε τι να κάνει –  πήγαινε γιατί ήθελε να δικάζει –  να αθωώνει και να καταδικάζει.

ΑΥΤΟ είναι το πραγματικό κίνητρο του γέρου Φιλοκλέωνα. Τι σημαίνει όμως δικάζω; Απονέμω δικαιοσύνη; Μόνο αυτό; Δηλαδή ο Φιλοκλέων και κάθε γέρος δικαστής είχε ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης και έτρεχε κάθε πρωί να απονείμει δικαιοσύνη; Κάθε άλλο! Οι ίδιοι οι δικαστές παρέβαιναν τους νόμους και δίκαζαν αγνούντας τους. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (στ. 583 κ. ε., μετ. Τάσος Ρούσσος): ” Κι άμα, πεθαίνοντας κάποιος πατέρας/υπόδειξη έχει γράψει για την κόρη του/που τον κληρονομάει, ποιον να πάρει/εμείς στη διαθήκη και τη βούλα/που μεγαλόπρεπα σκεπάζει τις σφραγίδες/λέγοντας ‘άντε χάσου’, δίνουμε τη νύφη/σ΄ όποιον με τις μαλαγανιές του μας τουμπάρει/. Χωρίς να λογαριάζουμε κανέναν/τα κάνουμε όλ’  αυτά. Δύναμη τέτοια/καμιά εξουσία δεν έχει”. Είναι πολύ μεγάλη αδικία να σπας τη διαθήκη μιας κοπέλας, του λέει ο γιος του. “Αυτό δεν είναι τίποτα”, απαντά ο πατέρας (589 κ.ε.): ” Όταν η βουλή και ο δήμος δεν μπορούν να πάρουν μια απόφαση για κάποιο πολύ σημαντικό ζήτημα, με ψήφισμα στέλνουν τους ενόχους στους δικαστές”.

Επειδή η πλειονότητα των κατηγορουμένων ήταν φτωχοί, οι δικαστές, φτωχοί και οι ίδιοι,  ήταν συνήθως επιεικείς –  αθώωναν ή επέβαλλαν κάποιο μικρό χρηματικό πρόστιμο –  δεν υπήρχαν φυλακές, φυλάκιση και κάθειρξη. Οι συνήθεις υποθέσεις ήταν  κλοπές, απάτες, βιοπραγίες. Δεν δικάζονταν όμως μόνο φτωχοί αλλά και πλούσιοι –  οι πλούσιοι πολιτικοί, οι οποίοι ήταν στρατηγοί, ανώτατοι στρατιωτικοί ηγέτες. Δεν υπήρχαν πολιτικοί που να μην ήταν στρατιωτικοί –  σε καμιά απολύτως περίπτωση. Οι πλούσοι που δεν ήταν πολιτικοί-στρατιωτικοί δεν παραπέμπονταν σε δίκη. Εάν έδερναν κάποιον φτωχό, του έδιναν ένα χρηματικό ποσό και αυτός δεν τους έκανε μήνυση. Τόσο απλά. Εάν παραπέμπονταν, δωροδοκούσαν τους δικαστές και αθώωνονταν, τόσο απλά. Οι πολιτικοί-στρατιωτικοί όμως είχαν άλλη αντιμετώπιση, ειδικά όταν κατηγορούνταν για υπεξαίρεση δημόσιου πλούτου ή παράβαση καθήκοντος.  Ας ακούσουμε τον γέρο Φιλοκλέωνα, κάτι έχει να μας πει (552 κ.ε.): ” Σχεδόν πριν σηκωθώ από το κρεβάτι/στα κάγκελα μπροστά του δικαστηρίου/με καρτερούν άνδρες σπουδαίοι/τέσσερις πήχες μπόι· αμέσως, μόλις/ ζυγώσω, νιώθω να με αγγίζει/χέρι απαλό που ΄χει βουτήξει/βαθιά μες στο δημόσιο χρήμα· με ικετεύουν/με ταπεινή κλαψιάρικη φωνούλα/’σπλαχνίσου, πατερούλη, σου προσπέφτω/αν, κάποτε κι εσύ διορισμένος/σε κάποια θέση, κάτι έχεις ξαφρίσει/ή στον στρατό όταν ήσουν σιτιστής’ “.

Ο γέρο πατέρας δεν πάει στο δικαστήριο μόνο για να απονείμει δικαιοσύνη: “Με κρατάνε μέσα στο σπίτι κλεισμένο γιατί θέλω να πάω στο δικαστηρίο να κάνω κακό” (κακόν τι ποιήσαι, 322). Τι κακό; Εξορία, θανατική ποινή, μεγάλο πρόστιμο!  “Ο γιος μου δεν μ΄αφήνει να πάω να δικάσω και να κάνω κακό” (ουδέ δραν ουδέν κακόν, 340). Δικάζοντας ο Φιλοκλέων δεν απονέμει μόνο δικαιοσύνη, δεν ασκεί μόνο αυθαίρετη και ανεύθυνη εξουσία αλλά έχει την ευκαρία να βλάψει, να κάνει κακό, να αδικήσει! Να ξεσπάσει, να διοχετεύσει την οργή του, την επιθετικότητά του, την χαιρεκακία και τον σαδισμό του. Το λέει ολοκάθαρα, απευθυνόμενος στον χορό, τους Σφήκες (388 κ.ε.): ” σαν κι εμένα χαίρεσαι κι εσύ απ΄ τους θρήνους και τα δάκρυα των υποδίκων” –  σύ γαρ οίσπερ εγώ κεχάρησαι/τοις δακρύοισιν των φευγόντων αεί και τοις ολοφυρμοίς.

ΚΑΝΕΝΑΝ από αυτούς τους τρεις λόγους (τρεις οβολοί, δεν έχει τι να κάνει, ασκεί εξουσία και κάνει κακό) δεν επικαλείται ο γιος του που κλειδώνει τον πατέρα του μέσα στο σπίτι και δεν τον αφήνει να πάει να δικάσει. Αύριο το πρωί θα ακούσουμε τι έχει να μας πει ο γιος.

Σχολιάστε ελεύθερα!