για την αισθητική της τυπωμένης σελίδας, την ταχύτητα και τον ρυθμό ανάγνωσης, τη σιωπηλή ανάγνωση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΠΟΛΥ συχνά, σταματάω το διάβασμα, κλείνω το βιβλίο και το φιλώ στο μέτωπο. Το μέτωπο του βιβλίου είναι το πάνω μέρος του εξωφύλλου, εκεί όπου είναι γραμμένο το όνομα το συγγραφέα. Τα συναισθήματα που με διακατέχουν εκείνη τη στιγμή –  χαράς και ευγνωμοσύνης – δεν τα συμμερίζονται οι συγγραφείς, ούτε οι νεκροί, που είναι και οι περισσότεροι, ικανοποιώντας έτσι την πέραν πάσης αμφιβολίας διαπιστωμένη νεκροφιλία μου (ο παππούς μου ήταν ο πατέρας μου) μα ούτε και οι ζωντανοί. Στην πρώτη περίπτωση, πλήττεται η υστεροφημία, και η προσδοκία της υστεροφημίας, κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο·  στη δεύτερη πλήττεται η ανάγκη της αναγνώρισης που έχει ο, η εν ζωή συγγραφέας αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Ένα φιλί είναι αρκετό.

ΠΟΤΕ όμως φιλώ το βιβλίο και τον συγγραφέα; Όταν διαβάζω κάτι που έχω σκεφτεί και εγώ και όταν, τότε η χαρά και η ευγνωμοσύνη ξεχειλίζουν, έχουν σκεφτεί κάτι που εγώ δεν το έχω σκεφτεί. Αυτοί άλλωστε είναι και οι δύο λόγοι που διαβάζουμε. Στην πρώτη περίπτωση, σκέφτομαι ότι σκέφτομαι σωστά, βρίσκομαι σε καλό δρόμο κι έτσι πρέπει να συνεχίσω. Στη δεύτερη, η χαρά δεν είναι τόσο δική μου όσο των νευρώνων που τους δίνω δουλειά, μέσω των οπτικών νεύρων, και θα κάνουν πολλές συνάψεις, το αποτέλεσμα των οποίων θα γεννηθεί ως νέα σκέψη, νέα επινόηση, νέα δημιουργία κάποια στιγμή στο μέλλον, ιδίως το πρωί, αφού ο εγκέφαλος έχει εργαστεί ανελλιπώς όσο εγώ κοιμάμαι και είναι και ξεκούραστος, αφού έχει αποσπαστεί από άλλες συνηθισμένες και συχνά όχι και πολύ ευχάριστες δραστηριότητες και τριβές της καθημερινότητας. Όποιος, όποια σκέφτεται, θέλει και να κοιμάται, του αρέσει ο ύπνος. Αυτός είναι ο λόγος που γράφω πρωί –  δεν μπορώ άλλη ώρα. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφεύγω τα πολυήμερα ταξίδια. Και δεν μπορώ να γράψω, εάν το γραφείο δεν είναι μπροστά σε παράθυρο, να βλέπω να ξημερώνει, να βλέπω το βουνό, τα σύννεφα που το αγκαλιάζουν ή στεφανώνουν τις κορυφές του. Δεν θα με πείραζε να βλέπω τη θάλασσα – να βλέπω φύση. Δεν αγαπάμε και πολύ τους εγκεφάλους μας, αυτούς τους πολύ καλούς φίλους –  εάν τους αγαπούσαμε, θα τους φροντίζαμε και θα τους προσέχαμε περισσότερο, αναζητώντας τη συντροφιά βιβλίων που μας αναστατώνουν και συνομιλητών και συνομιλητριών που διακρίνονται για την ελευθερία του πνεύματος τους και για την πνευματική τους ευγένεια.

Continue reading