φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΣΤΕ γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο και δεν το κάνουμε; Τι; Τίποτα. Εάν μπορούσαμε, θα το κάναμε – εκτός εάν δεν θέλαμε. Και δεν θα θέλαμε γιατί θα φοβόμασταν. Όταν διαμαρτυρόμαστε, μεμφόμαστε, κατηγορούμε κάποιον που δεν έκανε ή αυτό που έπρεπε να κάνει ή αυτό που εμείς θα θέλαμε να κάνει αλλά έκανε αυτό που θέλει αυτός. Ποιος είναι όμως αυτός και ποιοι είμαστε εμείς; Ποια είναι η μεταξύ τους σχέση; Είναι σαφές: διαμαρτύρεται ο αδύναμος στον ισχυρό. Με την διαμαρτυρία εκφράζει την αδυναμία του και αναπαράγει τη σχέση ισχύος και αδυναμίας.
ΕΑΝ η διαμαρτυρία είναι πολιτική πρακτική, τότε θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η πολιτική είναι σύγκρουση, είναι πόλεμος. Τι από τα δύο είναι η διαμαρτυρία; Τίποτα από αυτά τα δύο – ούτε πολιτική είναι ούτε πόλεμος. Διότι δεν είναι σύγκρουση αλλά ικεσία εκφραζόμενη ως μομφή και κατηγορία. Είναι μαχητική, δυναμική ικεσία, παράκληση, αίτημα. Ικετεύουμε και μεμφόμαστε τον ισχυρό αλλά δεν συνειδητοποιούμε την παγίδα της μορφής. Τον μεμφόμαστε επειδή δεν έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει ή επειδή δεν έκανε αυτό που εμείς θα θέλαμε να κάνει αλλά έκανε το δικό του; Στην πρώτη περίπτωση, δεχόμαστε ότι υπάρχει μία αλήθεια, ένα δέον, παναθρώπινο, το οποίο ο επιπληττόμενος αγνοεί ή απορρίπτει. Ο ισχυρός, κυβέρνηση ή κράτος, δεν πράττει ανθρώπινα, δεν έχει ανθρωπιά, είναι απάνθρωπος, είναι παράλογος, δεν σκέφτεται λογικά. Και πρέπει να το μάθει, εάν δεν το γνωρίζει ή να το θυμηθεί, εάν το έχει λησμονήσει. Με την διαμαρτυρία, με τα διαβήματά μας και τους ψόγους μας τον βοηθάμε να το γνωρίσει ή να το θυμηθεί. Όλοι άνθρωποι είμαστε, κατά συνέπεια υπάρχουν κοινά συμφέροντα ή μάλλον υπάρχει εναρμόνιση συμφερόντων, τα οποία αποποιεί ο ισχυρός. Θα αντιληφθήκατε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι μια εκδήλωση του φιλελευθερισμού, της αντίληψης δηλαδή ότι η γνώση, η λογική, ο ορθός λόγος, η επιστήμη και η σκέψη είναι μία και μοναδική και ότι είναι ο μόνος τρόπος να επιλυθούν τα προβλήματα και οι διαφορές. Η διαμαρτυρία επικαλείται την κοινή αλήθεια, τη γνώση και τη λογική και με αυτόν τον τρόπο επιδεικνύει την καταγωγή της, που είναι κοινή με αυτήν της ιστορικής Αριστεράς – τον φιλελευθερισμό. Επιστημονικός σοσιαλισμός! Εάν όλοι οι προλετάριοι, πίστευε ο Μαρξ, διαβάσουν το Κεφάλαιο, ο καπιταλισμός θα ανατραπεί με κοινωνική επανάσταση. Καθαρός φιλελευθερισμός – η πολιτική σκέψη της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού της ανερχόμενης αστικής τάξης του 18ου και 19ου αιώνα, που δέχτηκε τα πυρά της ανελέητης κριτικής της Κριτικής Θεωρίας, της Σχολής της Φραγκφούρτης
ΣΤΗ δεύτερη περίπτωση, ικετεύουμε επιπλήττοντας τον ισχυρό ότι δεν έκανε το δικό μας αλλά το δικό του. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Απομακρυνόμαστε από τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις του φιλελευθερισμού, της λατρείας της κοινής αλήθειας, της γνώσης, της λογικής και του ορθού λόγου και εισερχόμαστε σε πεδία συγκρούσεων και μαχών. Ναι, τα πράγματα αλλάζουν αλλά προς το χειρότερο – οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις γίνονται και περισσότερες και πιο επώδυνες. Θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα εάν η μετά μορφής ικεσία αντικαθιστόταν από την απειλή. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Συνεχίζουμε να ικετεύουμε επιπλήττοντας τον ισχυρό αντίπαλο. Γιατί να κάνει αυτό που θέλουμε εμείς; Επειδή είναι το σωστό; Εάν είναι έτσι, επιστρέφουμε στην πρώτη περίπτωση περί του κοινού καλού. Γιατί δεν κάνει αυτό που θέλουμε εμείς;
ΔΕΝ κάνει αυτό που θέλουμε εμείς γιατί αυτό που θέλουμε εμείς κι αυτό που θέλει αυτός είναι αντικρουόμενα, διότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, βουλήσεων, επιθυμιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα γίνει αυτό που θέλει ο ισχυρός – δεν θα γίνει αυτό που θέλει ο ανίσχυρος, ο αδύναμος. Δεν υπάρχει μία λογική, μία αλήθεια – υπάρχουν δύο λογικές, δύο αλήθειες. Γιατι όμως εμείς δεν κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε – και περιμένουμε ή ζητάμε από άλλον, από τον ισχυρό να το κάνει; Διότι δεν μπορούμε. Εφόσον δεν μπορούμε, θα ικετεύουμε, θα ονειδίζουμε, θα επιπλήττουμε και θα περιμένουμε να εισακουστούμε.
ΔΕΝ θα εισακουστούμε, ο αντίπαλος δεν θα πειστεί και δεν θα υποχωρήσει. Θα υποχωρούσε μόνο εάν φοβόταν ή εάν απειλούνταν. Στην μαζική διαμαρτυρία, στην ικεσία μετά ψόγου και μομφής, λανθάνει το στοιχείο του εκφοβισμού και της απειλής. Λανθάνει, δεν είναι ρητά διατυπωμένο. Το γεγονός ότι λανθάνει, ότι δεν διατυπώνεται ρητά δείχνει ότι οι ίδιοι οι διαμαρτυρόμενοι έχουν ανομολόγητες αμφιβολίες για την σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα του λανθάνοντος εκφοβισμού και της λανθάνουσας απειλής, ότι δεν έχουν και πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτό, ότι υπάρχει έλλειμμα αυτοπεποίθησης. Ποιο είναι όμως αυτό το στοιχείο;
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για την ισχύ που εξασφαλίζει η αριθμητική υπεροχή, ο μεγάλος αριθμός των διαμαρτυρομένων. Όσο πιο μεγάλος είναι αυτός ο αριθμός, τόσο πιο μεγάλη η ισχύς. Οι διαμαρτυρόμενοι προσδοκούν, δεν είναι βέβαιοι όμως, ότι οι ισχυροί θα φοβηθούν το πλήθος και θα υποχωρήσουν. Αντ΄ αυτού μια, δύο διμοιρίες ΜΑΤ, καμιά πενηνταριά στρατιωτικοποιημένοι μπάτσοι, τρέπουν σε άτακτη φυγή χιλιάδες διαμαρτυρόμενους της συγκέντρωσης ή της πορείας-διαδήλωσης. Αυτή είναι πάντα η κατάληξη της διαμαρτυρίας και του αιτήματος. Δηλαδή, η διατράνωση και η ομολογία της αδυναμίας και της ήττας – δεν είναι αδυναμία και αδιέξοδο, δεν είναι αναξιοπρέπεια και κατάντια; Δεν άλλαξε τίποτα: αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, η αριθμητική υπεροχή του στρατου εξασφαλίζει και την ισχύ, συμβαίνει και τώρα. Εάν κάποτε το πλήθος μπορούσε να ελέγχει τον χώρο, μπορεί και τώρα. Δεν άλλαξε τίποτα.
ΔΕΝ άλλαξε βέβαια και ο τρόπος σκέψης των διαμαρτυρομένων, της ιστορικής Αριστεράς. Δεν μαθαίνει από τις αποτυχίες της, τις αυταπάτες της, τα αδιέξοδά της. Η Αριστερά είναι αδιόρθωτη, δεν μπορεί να αλλάξει – είναι προσκολλημένη στις παραδοχές της, στις εμμονές της με θρησκευτικό ζήλο. Αντί να σκεφτεί τις αποτυχίες της και τις αυταπάτες της και να αναθεωρήσει τον τρόπο σκέψη της και τις πρακτικές της, τον τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, συνεχίζει να επαναλαμβάνει τις αποτυχίες της. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί είναι βέβαιη ότι έχει δίκιο, και ως προς τους σκοπούς και ως προς τις μεθόδους, κι αφού έχει δίκιο το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ξαναπροσπαθεί και ξανά μανά τα ίδια. Η αποτυχία γίνεται το κίνητρο για νέες προσπάθειες, κατά συνέπεια για νέες αποτυχίες και ούτω καθ΄ εξής εις τον αιώνα τον άπαντα.
ΔΕΝ είναι όμως καλύτερα να διαμαρτυρόμαστε , έστω κι αν αποτυγχάνουμε, έστω κι αν διαιωνίζουμε τις αυταπάτες και τις ήττες, από το να μην κάνουμε τίποτα; Δεν είναι καλύτερα να κρατάμε στή ζωή τη φλόγα της αντίστασης και του αγώνα; Ναι, είναι πολύ καλύτερα. Μόνο που δεν βλέπετε καλά – δεν βλέπετε ότι γίνεστε όλο και λιγότεροι; Τέτοια στραβωμάρα έχετε; Το κατανοώ, δεν μπορείτε να πενθήσετε τον θάνατο της ιστορικής Αριστεράς, είναι θλιβερό και εφιαλτικό. Με αυτό τον τρόπο όμως είστε καταδικασμένοι να είσαστε μελαγχολικοί και καταθλιπτικοί και να γίνεστε αποκρουστικοί. Αυτό κι αν είναι κατάντια.
Η μεγαλύτερη όμως κατάντια είναι άλλη: ενώ ο τρόπος σκέψης και δράσης του ισχυρού εκφράζεται με το αξίωμα be wise before the event, εσείς αυτό δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε και τρέχετε από πίσω του μετά το συμβάν, τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Είναι ήδη πολύ αργά. Αυτός διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, εσείς διατηρείτε τη λατρεία της ήττας.
Σχολιάστε ελεύθερα!