ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!
(σύνθημα)
φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Η λογική μας υπαγορεύει να συμπεράνουμε ότι οι κατηφόρες είναι όσες και οι ανηφόρες και οι ήττες όσες και οι νίκες. Και όπως η διαφορά στη κλίση της ανηφόρας καθορίζει και την διαφορά στη κλίση της κατηφόρας, κατά τον ίδιο τρόπο και η διαφορά στην ένταση και την έκταση της νίκης καθορίζει και την έκταση και την ένταση της ήττας. Μας φαίνεται περίεργο αλλά είναι δυσκολότερο να κατέβεις μια κατηφόρα (όσο πιο απότομη τόσο πιο δύσκολη και επικίνδυνη) παρά να ανέβεις μια ανηφόρα· και είναι δυσκολότερο, απαιτείται διανοητική εργασία αρκετά μακρά και εξαντλητική, για να κατανοήσεις την ήττα – γιατί να θέλεις να κατανοήσεις τη νίκη; Νίκη και ήττα υπάρχουν εκεί όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αντιτιθέμενων επιθυμιών και βουλήσεων: στον έρωτα, σε όλες τις σχέσεις, στην πολιτική, στη μάχη, στον πόλεμο, στον κοινωνικό πόλεμο. Η αδυναμία και η επιθυμία αύξησης της ισχύος μας παρωθούν να κατανοήσουμε τη σύγκρουση και την ήττα, πολύ λιγότερο τη συνεργασία και τη νίκη.
ΘΑ σχηματίσετε την εντύπωση πως η φράση σπουδές ήττας έχει κάποια ειρωνική χροιά. Θα μετριαστεί, ελπίζω, κάπως η ένταση αυτής της εντύπωσης, εάν σας διαβεβαιώσω ότι μιλάω πολύ σοβαρά. Ίσως, μάλλον, η πηγή της εντύπωσής σας τελικά να είναι η ακραία σοβαρότητα. Εάν η νίκη και η επιτυχία μας εξασφαλίζει αυτοπεποίθηση, σιγουριά, απόλαυση και ηδονή, γιατί να επιθυμούμε να την κατανοήσουμε; Τα βιβλία όμως και οι μελέτες που έχουν γραφεί για την ήττα και την αποτυχία από στρατιωτικούς, στρατηγιστές, ιστορικούς, θεωρητικούς της επανάστασης είναι πάρα πολλά, η βιβλιογραφία είναι αχανής. Ποιο είναι το ζητούμενο; Η γνώση – η νίκη εξασφαλίζει ηδονή, η ήττα την γνώση. Στην καθημερινή μας ζωή απωθούμε την ήττα και την αποτυχία, δεν την αντιμετωπίζουμε ευθέως. Η επιθυμία για ηδονή και απόλαυση μας ωθεί σε νέες απόπειρες για νίκη – απόπειρες που επιφέρουν νέες ήττες και ούτω καθ΄ εξής. Αποκαλώ τη στάση αυτή, αντίστοιχη της κατάθλιψης που εξισορροπείται με τη μανία, νικοπάθεια. Γι’ αυτήν όμως θα γράψω ένα άλλο πρωινό (Κατάθλιψη και ηττοπάθεια, μανία και νικοπάθεια). Είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι θα νικήσουμε. Εάν κάποιος ισχυριστεί ότι θα ηττηθούμε, την έχει βάψει.
ΣΗΜΕΡΑ και αύριο θα ασχοληθώ με τη διάκριση μεταξύ δύο μορφών διαδήλωσης – η διαδήλωση του αιτήματος ως λιτανεία και η διαδήλωση ως σχηματισμός μάχης σε σύντομο και γρήγορο, αποφασιστικό, επιθετικό πόλεμο αιφνιδιασμού, κινήσεων και ελιγμών. Η μη διάκριση και η σύγχυση μεταξύ αυτών των δύο μορφών έχει προκαλέσει, προκαλεί και θα προκαλεί πολλά προβλήματα και ήττες. Πολύ συχνά δεν ξέρουμε τι κάνουμε, άλλο κάνουμε κι άλλο νομίζουμε ότι κάνουμε. Αγαπάμε τα παιδιά μας, τα φροντίζουμε και τα προστατεύουμε υπέρ το δέον γιατί δεν θέλουμε να πάθουν κάτι κακό και εμείς είμαστε με αυτό τον τρόπο που τους κάνουμε κακό, που δεν ενισχύουμε την αυτονομία τους. Όταν διαδηλώνουμε ειρηνικά, χωρίς την παραμικρή διάθεση και σκέψη να μεταχειριστούμε κάποια μορφή βίας, όταν δηλαδή διατυπώνουμε κάποιο αίτημα (ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) όλοι και όλες μαζί, εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, είμαστε βέβαιοι ότι αγωνιζόμαστε, παλεύουμε για έναν άλλο καλύτερο κόσμο, ότι πολεμάμε. Το αίτημα αυτό το απευθύνουμε σε κάποιον και μπορεί να είναι θετικό, υπέρ (σύνταξη στα πενήντα) ή αρνητικό, κατά (όχι σύνταξη στα 64). Όταν διατυπώνουμε κάποιο αίτημα, κάποια διεκδίκηση, κάνουμε και κάτι άλλο: διατυπώνουμε, εκφράζουμε την αδυναμία μας. Ο αδύναμος ζητάει, εκλιπαρεί, παρακαλάει, ικετεύει – ο ισχυρός αποφασίζει και διατάζει, γαμάει και δέρνει. Και κάνουμε και κάτι άλλο: διατρανώνουμε, διαιωνίζουμε, αναπαράγουμε την ισχύ του προσώπου, του θεσμού προς το οποίο απευθύνουμε το αίτημά μας. Και κάνουμε και κάτι άλλο: διαιωνίζουμε και ενισχύουμε την σχέση μεταξύ ισχυρού και αδυνάμου.
Θα εκπληρωθεί το αίτημά μας από τον ισχυρό; Τι θα κάνουμε, εάν δεν εκπληρωθεί; Δύο επιλογές έχουμε: ή θα επαναλάβουμε το αίτημα, και μία και δύο και πολλές φορές, ή θα τον απειλήσουμε. Πώς θα τον απειλήσουμε; Θα μπλοφάρουμε ή θα πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας; Στην πρώτη περίπτωση, η ειρηνική διαδήλωση, η μαζική διατύπωση του αιτήματος, αναδεικνύει τα κοινά σημεία που έχει με τη προσευχή, ατομική και συλλογική. Όταν προσευχόμαστε όλοι και όλες μαζί, και το κάνουμε συχνά, το κάνουμε είτε συγκεντρωμένοι σε ένα χώρο είτε το κάνουμε πορευόμενοι προς κάπου (σε ποταμό για να ζητήσουμε από τον Θεό να βρέξει). Στη δεύτερη περίπτωση η πορεία αυτή, η συλλογική προσευχή λέγεται λιτανεία (από την ομηρική λέξη λιτή που είναι η προσευχή, η ικεσία).
ΤΑ κοινά σημεία της ατομικής/συλλογικής προσευχής με τη διαδήλωση του αιτήματος, την αγωνιστική, πολιτική λιτανεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα επιχειρήματα του προσευχόμενου και αιτούντος διαδηλωτή που εκφέρει προς τον ισχυρό σε μια προσπάθεια να τον πείσει, να τον μεταπείσει, να τον συγκινήσει ώστε να προκαλέσει τον οίκτο του, να τον πιέσει να υποχωρήσει. Κι ενώ αυτά τα επιχειρήματα είναι σαφή και ρητά στον λόγο και στην πρακτική των προσευχομένων, στην περίπτωση των αιτούντων και αιτουσών διαδηλωτών, στην περίπτωση της πολιτικής και αγωνιστικής λιτανείας δεν είναι σαφή, είναι άρρητα, λανθάνοντα, υπαινικτικά. Νομίζω πως δεν θα κάνουμε και πολύ κακό στον εαυτό μας, εάν τα συνειδητοποιήσουμε και τα φέρουμε στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
ΑΣ φέρουμε ως παράδειγμα το αίτημα της αύξησης του μισθού – κατά 5%. Απευθυνόμαστε προς τον βιομήχανο, τον διευθύντα σύμβουλο, την κυβέρνηση για να ικανοποιήσει αυτό το αίτημά μας. Το αίτημα αυτό θα συγκροτήσει τρεις βαθμίδες στην αμοιβαία σχέση μεταξύ αιτούντος και παραλήπτη του αιτήματος, ακριβώς ανάλογες με αυτές που θα συγκροτήσει η προσευχή των ανθρώπων προς τον θεό (ή τον Θεό). (Τις βαθμίδες της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ θεών και ανθρώπων έχει μελετήσει διεξοδικά ο M. L. Lang, τις εξετάζει ο Ν. Π. Μπεζαντάκος στη Ρητορική της Ομηρικής μάχης, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ. 187 κ.ε.). Η πρώτη βαθμίδα συνοψίζεται στη φράση da et dabo: θα μου δώσεις (την αύξηση που ζητώ) κι εγώ μετά θα σου δώσω. Τι θα του δώσουμε; Αυτό που του δίνουμε: εργασία και υπακοή. Λανθάνει η αίσθηση της ισχύος των αιτούντων και μια κάποια απειλή: το da είναι προστακτική Ενεστώτα , διατάζουμε τον Θεό ή το αφεντικό! Δώσε μας αύξηση και μετά θα σου δώσουμε κι εμείς, πρώτα θα μου δώσεις εσύ και μετά εγώ – εάν δεν μου δώσεις, δεν θα σου δώσω (θα κάνω απεργία ή σαμποτάζ ή θα λουφάρω). Ταυτόχρονα είναι και ικεσία, διότι η ικεσία διατυπώνεται με Προστακτική – ο ζητιάνος με Προστακτική ικετεύει!
Η δεύτερη βαθμίδα: da quia dedi: εγώ μέχρι τώρα σου δίνω, σου έδωσα, dedi (εργασία και υπακοή), σειρά σου τώρα είναι να μου δώσεις (da) κι εσύ την αύξηση που ζητώ. Τώρα ο τόνος της απειλής έχει εξοβελιστεί και υπερισχύει ο τόνος της ικεσίας και της συγκατάβασης: εμείς σου δώσαμε, και υπακοή και εργασία, μην είσαι αχάριστος, πρέπει να ικανοποιήσεις το αίτημά μας. Εάν δεν ήμασταν εμείς, εσύ τώρα θα έτρωγες τ΄ αρχίδια σου. Η τρίτη βαθμίδα:da quia dedisti: μου έχεις δώσεις στο παρελθόν (dedisti), θα μου δώσεις και τώρα. Ο προσευχόμενος/αιτών διαδηλωτής αναγνωρίζει ότι το ισχυρό πρόσωπο είναι φιλάνθρωπο και ελεήμον, και ως εκ τούτου θα δείξει κατανόηση.
Ο ισχυρός ενθαρρύνει τον αιτούντα, τον ικέτη να διαδηλώσει, να εκφράσει το αίτημά του, την ικεσία του, αρκεί η διαδήλωση να είναι ειρηνική. Η συγκέντρωση και η ειρηνική διαδήλωση είναι δικαίωμα που προστατεύεται από το σύνταγμα. Γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η κυριαρχία του, αυξάνεται η ισχύς του – είναι ο επίγειος Θεός. Το αίτημα όμως δεν ικανοποιείται, ακόμα και ο Θεός αδιαφορεί, κι έτσι οι διαδηλωτές είναι υποχρεωμένοι να απειλήσουν το ισχυρό πρόσωπο, αφού πρώτα οργιστούν και τον βρίσουν. Ως πρώτη μορφή απειλής χρησιμοποιείται το μέγεθος της διαδήλωσης – εάν είμαστε πολλοί και πολλές, θα φοβηθεί και θα υποχωρήσει, θα ικανοποιήσει το αίτημά μας. Με αυτό τον τρόπο αρχίζει η σταδιακή μετάβαση από την διαδήλωση ως λιτανεία στη διαδήλωση ως σχηματισμό μάχης ενός γρήγορου και σύντομου, αποφασιστικού, επιθετικού πολέμου αιφνιδιασμού, κινήσεων και ελιγμών. Τη γενίκευση και την επιτάχυνση αυτής της μετάβασης επιδιώκουν οι μπαχαλάκηδες, αποτυγχάνουν όμως. Όλα αυτά θα τα δούμε αύριο το πρωί.
Σχολιάστε ελεύθερα!