φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΟ ερώτημα που απασχολεί όλους όσοι συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες και τις διαδηλώσεις κατά του νόμου της συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 και όσοι τις παρακολουθούν μακρόθεν είναι εάν το κίνημα αυτό θα νικήσει, εάν θα μπορέσει να εξαναγκάσει τη γαλλική κυβέρνηση να αποσύρει τον νόμο, ή εάν θα ηττηθεί. Την απάντηση θα την γνωρίζουμε σε λίγες μέρες ή σε λίγες εβδομάδες. Οι απαντήσεις όμως έχουν ήδη διατυπωθεί και είναι δύο. Ένα από τα πιο συχνά συνθήματα που ακούγονται στους δρόμους είναι και το “θα νικήσουμε”. Πρόκειται περί βεβαιότητας των αισιόδοξων. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι αισιόδοξοι που διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις και καλά θα κάναμε να ασχοληθούμε με αυτές και να αναρωτηθούμε για τη πηγή του ρεαλισμού τους. Διάβασα στον ιστότοπο Αυτολεξεί κείμενο της συλλογικότητας Crimethinc (Γαλλία: κίνημα κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Στο κατώφλι μιας εξέγερσης;), στο οποίο η υπεραισιοδοξία και η συγκρατημένη αισιοδοξία συνυπάρχουν με μια συγκρατημένη απαισιοδοξία και θα ήταν ατόπημα να μην αναρωτηθούμε για τους λόγους αυτής της συνύπαρξης. Παραθέτω ένα, από τα πολλά, δείγμα αυτής της υπεραισιοδοξίας:
Μια διαδήλωση που ξεπερνά τα όρια που έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτήν, μεταδίδει την ανησυχία στην κορυφή της κυβέρνησης, αποθαρρύνει την αστυνομία και μας φέρνει πιο κοντά στην κατάργηση της εργασίας.
Όχι απλά νίκη, ακύρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, αλλά ένα βήμα πριν την κατάργηση της εργασίας! Θα παραθέσω δύο ακόμα αποσπάσματα από το κείμενο στα οποία συνυπάρχουν η συγκρατημένη αισιοδοξία και η συγκρατημένη απαισιοδοξία (η έμφαση με κόκκινο χρώμα είναι δική μου):
Αν εξετάσουμε τις δύο δυνάμεις που είναι επίσημα παρούσες, η κατάσταση είναι μοναδική, καθώς καμία από τις δύο δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να χάσει. Από τη μία πλευρά, έχουμε το “κοινωνικό κίνημα”, το οποίο συχνά νομίζουμε ότι έχει εξαφανιστεί, αλλά το οποίο πάντα επιστρέφει ελλείψει κάτι καλύτερου. Οι πιο αισιόδοξοι βλέπουν σε αυτό το γεγονός το απαραίτητο προοίμιο για την οικοδόμηση μιας rapport de force που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια εξέγερση ή ακόμη και επανάσταση. Οι πιο απαισιόδοξοι πιστεύουν ότι, αντιθέτως, εκτίθεται εξαρχής – ότι η διοχέτευση και η τελετουργία της λαϊκής δυσαρέσκειας συμβάλλει στην καλή διαχείριση της επικρατούσας τάξης και, επομένως, στη διατήρηση και την ενίσχυσή της.
Όπως και να ‘χει –στα χαρτιά– αυτό το “κοινωνικό κίνημα” έχει όλα όσα πρέπει για να κερδίσει: τα συνδικάτα είναι ενωμένα, οι διαδηλώσεις είναι πολυάριθμες, η κοινή γνώμη είναι σε μεγάλο βαθμό ευνοϊκή απέναντί του, και παρ’ όλο που η κυβέρνηση εξελέγη δημοκρατικά, βρίσκεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη μειοψηφία. Τα αστέρια είναι επομένως ευθυγραμμισμένα, όλα τα φώτα είναι πράσινα – σε τέτοιες αντικειμενικά ευνοϊκές συνθήκες, αν το “κοινωνικό κίνημα” χάσει, αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να φανταστεί ή να ισχυριστεί ότι κερδίζει κάτι.
Το κείμενο τελειώνει με αυτές τις προτάσεις (η έμφαση με τονισμένο μαύρο είναι των συντακτών):
Όλα διακυβεύονται τώρα, και ακόμη περισσότερα. . . Για να αντέξει το κίνημα και να αποφύγει τη συνθηκολόγηση καθώς και την καταστολή, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το συντομότερο δυνατό το ερώτημα που είναι κεντρικό για κάθε εξέγερση: πώς θα οργανωθεί. Και αναμφίβολα, κάποιοι ήδη σκέφτονται και συζητούν για το πώς να ζήσουν τον κομμουνισμό και να εξαπλώσουν την αναρχία.
Ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το κείμενο μαρτυρεί ότι οι συντάκτες κάνουν και δεύτερες σκέψεις – ότι υπάρχει το ενδεχόμενο το κίνημα να μην αντέξει, να συνθηκολογήσει και να κατασταλεί. Θα πρέπει να τους επικρίνουμε; Όχι, κατηγορηματικά όχι, κατά κανένα τρόπο. Όταν πρόκειται για τη διεξαγωγή πολέμου ή κοινωνικού πολέμου ή οποιασδήποτε άλλης μορφής πολέμου, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις για την έκβασή του. Η επιθυμία συμπλέκεται με την ρεαλιστική εκτίμηση της πραγματικότητας. Πέρα από τις δεύτερες σκέψεις (αυτό σημαίνει δεν υιοθετούν απερίσκεπτα τη βεβαιότητα του συνθήματος “θα νικήσουμε”), υποδεικνύουν εκ των προτέρων και την αιτία της ήττας, εάν βέβαια το κίνημα ηττηθεί: η αιτία θα είναι ότι το κίνημα δεν διατύπωσε έγκαιρα την απάντηση στο ερώτημα που είναι κεντρικό σε κάθε εξέγερση: πώς θα οργανωθεί; Για να γίνουμε πιο σαφείς: πώς θα οργανωθούν η διαμαρτυρία, οι διαδηλώσεις, οι εμπρησμοί, οι καταλήψεις κτηρίων, η σύγκρουση με τις αστυνομικές, κατασταλτικές δυνάμεις; Και για να γίνουμε ακόμα πιο σαφείς: πώς θα οργανωθούν οι διαδηλωτές και οι διαμαρτυρόμενοι κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων με τις αστυνομικές δυνάμεις; Γιατί θα πρέπει να υπάρξει οργάνωση των διαδηλωτών; Διότι για να είμαστε μαχητικοί και αποτελεσματικοί, για να νικήσουμε τις αστυνομικές δυνάμεις πρέπει να διεξαγάγουμε έναν επιθετικό πόλεμο, πόλεμο κινήσεων, πόλεμο ελιγμών και αιφνιδιασμών. Εάν δεν υπάρξει οργάνωση, αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει και το κίνημα δεν θα αντέξει, δεν θα αποφύγει τη συνθηκολόγηση και την καταστολή.
ΟΙ συγκρούσεις με την αστυνομία είναι πόλεμος, είναι μάχες, εξ ου και η συχνή αναφορά του επιθέτου μαχητικός, σε όλα τα γένη και τους αριθμούς. Ένα άλλο σύνθημα που ακούγεται από κάποιες ομάδες είναι κι αυτό: “στα όπλα, στα όπλα, στα όπλα!” Εάν νομίζετε ότι αστειεύομαι, κάνετε λάθος. Το φώναξε ομάδα διαδηλωτών μπροστά στον σύντροφο Δ. Κουτσούμπα, τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, ο οποίος άκουγε αμήχανος την έκκληση στα όπλα. Δεν μπορώ να διατυπώσω ουδεμία εικασία σχετικά με τις προθέσεις των διαδηλωτών. Πρόκειται περί κυριολεξίας ή περί μεταφοράς; Εάν είναι κυριολεξία, για ποια όπλα πρόκειται; Εάν είναι μεταφορά, τι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο ενώ δεν είναι όπλο; Έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε μεταφορικά όταν πρόκειται για πόλεμο; Δε νομίζω. Εάν θέλω να αποφύγω την κυριολεξία και τη μεταφορά, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σιωπήσω. Αυτό ακριβώς κάνουν και οι συντάκτες του κειμένου που εξετάζουμε: ουδεμία αναφορά στα μέσα της διεξαγωγής των συγκρούσεων με την αστυνομία. Πώς θα συγκρουστούμε; Με γυμνά χέρια; Με καδρόνια; Με μολότωφ; Γιατί αυτή η σιωπή;
ΚΑΙ μετά από όλα αυτά, φίλες και φίλοι, θα θέσω κάποια ερωτήματα, τα οποία κι εσείς θα τα σκεφτείτε κι εγώ θα τα σκεφτώ. Θα διατυπώσω και κάποιες απαντήσεις. Θα είμαι σύντομος μιας και δεν θα κάνω τίποτα άλλο από το να επαναλάβω όλα όσα γράφω από το 2009 εδώ στη Σχολή.
ΠΟΙΟΣ είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου; Η γενική απεργία διαρκείας. Όσες νίκες κατήγαγε η εργατική τάξη στο παρελθόν, και δεν ήταν λίγες, εδώ και δύο αιώνες, ήταν αποτέλεσμα γενικών απεργιών διαρκείας. Υπήρξαν γενικές απεργίες διαρκείας που ηττήθηκαν; Υπήρξαν. Γιατί άλλοτε υπήρξαν νίκες και άλλοτε ήττες; Τι καθορίζει την έκβασή τους; Η στάση των καπιταλιστών και του κράτους: εάν οι συνθήκες το επιτρέπουν, υποχωρούν και κάνουν παραχωρήσεις. Παραχωρήσεις που δεν αποτελούν κίνδυνο για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, τουναντίον, πολλές από αυτές την ενισχύουν. Κι επειδή την ενισχύουν, όπως λόγου χάριν το οκτάωρο, πρέπει να απορριφθούν; Κατά κανένα τρόπο – ουδέποτε η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι σκέφτηκαν με αυτόν τον τρόπο. Τι συνθήκες επικρατούν σήμερα; Η διαρκής μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, η όξυνση του ανταγωνισμού, η διαφαινόμενη μείωση της κερδοφορίας, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ο πόλεμος, ο πληθωρισμός, η μετάβαση στην εποχή της σπάνης και της ένδειας είναι συνθήκες που ενισχύουν την αποφασιστικότητα των καπιταλιστών της παραγωγής και του χρήματος να μην προβαίνουν σε παραχωρήσεις.
ΓΙΑΤΙ οι εργαζόμενοι δεν επέλεξαν τη γενική απεργία διαρκείας; Εικάζω ότι θα γνωρίζουν την αποφασιστικότητα των καπιταλιστών και της κυβέρνησης. Να εικάσουμε ακόμα ότι δεν θα ήθελαν να μειωθεί με αυτόν τον τρόπο ο μισθός τους σε εποχή γενικευμένης ακρίβειας; Ότι θεωρούν τη γενική απεργία διαρκείας ως ακραία μορφή πάλης, ότι θεωρούν πως ανήκει στο παρελθόν; Δεν ξέρω, πολύ θα ήθελα να το μάθω. Δεν νομίζω όμως πως βρίσκομαι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
ΔΥΟ ακόμα σχετικά μεταξύ τους ερωτήματα: Τι είναι η απεργία; Η απεργία είναι σταμάτημα, είναι απουσία, είναι φυγή από την εργασία και την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, είναι έλεγχος του χρόνου, είναι ένα οδόφραγμα στον χρόνο. Αυτός είναι ο λόγος που η απεργία είναι ο υπέρτατος, ο έσχατος τρόπος διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου. Τι κάνουμε, τι μπορούμε, τι πρέπει να κάνουμε όταν απεργούμε; Αυτό είναι το κομβικό ερώτημα. Μπορούμε να προχωρήσουμε στην κατάληψη του χώρου εργασίας και παραγωγής. Μπορούμε να βγούμε στους δρόμους και να διαδηλώσουμε, να διαμαρτυρηθούμε και να συγκρουστούμε με τις αστυνομικές δυνάμεις. Τι κάνουμε όμως σε αυτή την περίπτωση; Προβαίνουμε σε υποδεέστερες μορφές διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου – είναι σαν κάποιος να έχει στα χέρια του ένα καλάσνικωφ και να το αφήνει και να παίρνει σφεντόνα ή τόξο. Γιατί; Διότι μετακινούμαστε από τον έλεγχο του χρόνου (απουσία, απεργία), από την δυνατότητα της νίκης, στον έλεγχο του χώρου (παρουσία, κίνημα, καταλήψεις, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις) αλλά πλέον δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον χώρο εξ αιτίας της υπεροχής του αντιπάλου, της ικανότητας και της δυνατότητας που έχει, λόγω της αδιαμφισβήτης υπεροπλίας, να ελέγχει τον χώρο: να εκκενώνει καταλήψεις, να διαλύει συγκεντρώσεις, να τρέπει σε άτακτη φυγή τους διαδηλωτές, να τους δέρνει, να τους συλλαμβάνει. Εάν οι αστυνομικές δυνάμεις δεν μπορέσουν να ελέγξουν τον χώρο, η κυβέρνηση θα κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους και θα κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
ΜΠΟΡΟΥΜΕ να κάνουμε και κάτι άλλο: να αποφύγουμε την παρουσία, να διευρύνουμε, να ενισχύσουμε και να εμπλουτίσουμε την απουσία της απεργίας, ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ισχύ των κατασταλτικών δυνάμεων. Ας περιφέρονται μόνες τους στους δρόμους να τα ξύνουν. Εμείς ας μαζευόμαστε στους χώρους μας πίνοντας και συζητώντας, τραγουδώντας και χορεύοντας και γελώντας.
ΑΠΕΡΓΙΑ και κλάμα, πόνος και ταλαιπωρία ή ΑΠΕΡΓΙΑ και γλέντι, χαρά, συζήτηση, τραγούδι και χορό;
Σχολιάστε ελεύθερα!