φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΑΠΟ τις δεκάδες χιλιάδες γλώσσες του μακραίωνου παρελθόντος που έχουν εξαφανιστεί, ελάχιστες από αυτές έχουν αφήσει γραπτά ίχνη, λίγα ή πολλά (οι γνωστές νεκρές γλώσσες – Σουμερικά, Αιγυπτιακά, αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, κ.α.), και από τις 7.000 που μιλούνται αυτή τη στιγμή πάνω στη Γη, μόνο ένας πολύ, πάρα πολύ μικρός αριθμός γλωσσών είναι κλιτικές. Είναι ολοφάνερο πως οι κλιτικές γλώσσες αποτελούν την εξαίρεση, είναι μια ιδιαιτερότητα. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι κλιτική χαρακτηρίζεται μια γλώσσα όταν η μορφή των λέξεων (τα ρήματα και τα ονόματα – ουσιαστικά και επίθετα) μεταβάλλεται με διαφόρους τρόπους: τρέχω, τρέχεις, τρέχουμε· πόρτα, πόρτας, πόρτες – κήπος, κήπου, κήπο, κήποι, κήπων, κήπους. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: γιατί κάποιες γλώσσες, ελάχιστες, μετεξελίχθηκαν σε κλιτικές ενώ η συντριπτική πλειονότητα όχι; Πώς προήλθε η κλίση;
ΔΕΝ είναι τα μόνα, εγείρονται κι άλλα ζητήματα και ερωτήματα. Οι ομιλητές των κλιτικών γλωσσών ήταν ποιμένες ή είναι απόγονοι ποιμένων (Ινδοευρωπαίοι και Άραβες). Δεν είναι όμως όλες οι γλώσσες των ποιμένων κλιτικές! Η Τουρκική και η Μογγολική δεν είναι κλιτικές γλώσσες ούτε η γλώσσα των Ζουλού (Ν. Αφρική), των Μασάι (Κένυα) ή των Νουέρ (Σουδάν) – είναι συγκολλητικές. Γιατί σε κάποιες ποιμενικές κοινωνίες εμφανίζονται οι κλιτικές και σε άλλες όχι; Η ιστορία των κλιτικών γλωσσών, τουλάχιστον των Ινδοευρωπαϊκών (δεν γνωρίζω τι συμβαίνει στις αραβικές), δείχνει μια σταδιακή συρρίκνωση της κλίσης, της μεταβολής της μορφής των λέξεων, των ονομάτων συγκεκριμένα (αριθμοί και πτώσεις). Η αρχαία Ελληνική είχε απωλέσει ήδη πριν την κλασική εποχή την αφαιρετική, την τοπική και την οργανική της πρωτοελληνικής (προδιαλεκτικής) , ενώ η νέα ελληνική απώλεσε και τη δοτική της αρχαίας ελληνικής. Η ίδια διαδικασία παρατηρείται και στις λατινογενείς γλώσσες (ρομανικές). Η διαδικασία αυτή έφτασε σε σημείο ώστε μια κλιτική γλώσσα να χάσει όλα τα κλιτικά της χαρακτηριστικά και να πάψει να είναι κλιτική: η αγγλική γλώσσα δεν είναι κλιτική. Πώς να εξηγήσουμε αυτή τη διαδικασία συρρίκνωσης των κλιτικών χαρακτηριστικών, της συρρίκνωσης της μεταβολής της μορφής των λέξεων των κλιτικών γλωσσών; Υπάρχει το ενδεχόμενο όλες οι εναπομείνασες κλιτικές γλώσσες να έχουν τη τύχη της αγγλικής – και μια μέρα να λέμε, εγώ τρέχω, εσύ τρέχω, εμείς τρέχω, εσείς τρέχω; Δεν θα ήταν φρόνιμο να αποκλείαμε αυτό το ενδεχόμενο – αν συμβεί, θα συμβεί μάλλον μετά από αιώνες. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να μας απασχολεί αυτό το ζήτημα.
ΓΙΑ να ερευνήσουμε και να μελετήσουμε το ζήτημα της προέλευσης της κλίσης και των κλιτικών γλωσσών και να διατυπώσουμε κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα που προέκυψαν, πρέπει να δούμε πρώτα το ζήτημα του μορφήματος και μετά να εξετάσουμε τη ταξινόμηση των γλωσσών που κάνουν οι γλωσσολόγοι. Όταν λέμε μόρφημα εννοούμε την ελάχιστη σημασιολογική μονάδα μιας λέξης. Στις λέξεις άλογο και άλογα διακρίνουμε τρία μορφήματα: άλογ-, που δηλώνει το άλογο γενικά, -ο, που δηλώνει το ένα άλογο, και -α, που δηλώνει τον πληθυντικό, τα πολλά άλογα. Η λέξη άλογο ή άλογα είναι μια σύνθεση δύο μορφημάτων, τα οποία δεν έχουν αυτονομία, δεν μπορεί να υπάρξουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Εάν συνέβαινε αυτό θα είχαμε κάποια λέξη με τη μορφή άλογ. Το άλογο στα τουρκικά είναι at (>άτι). Τα πολλά άλογα είναι atlar, όπου τα lar δηλώνει το πλήθος. Στη νεοελληνική λέξη (ρήμα) έσπασαν διακρίνουμε τρία μορφήματα το ε-, το σπα– (σπά-ω) και το -σαν : κανένα από αυτά δεν μπορεί να υπάρξει ως αυτόνομο μόρφημα, κανένα από αυτά τα μορφήματα δεν είναι διακριτά ή ευδιάκριτα. Στα τουρκικά όμως θα πούμε dirkilar και ο ομιλητής γνωρίζει ότι πρόκειται για τρία διαφορετικά και ευδιάκριτα μορφήματα dir (σπάω), ki (παρελθόν), lar (τρίτο πρόσωπο πληθυντικού), τα οποία όμως είναι εξαρτημένα, δεν έχουν αυτονομία. Όταν τα μορφήματα συγκολλώνται αλλά είναι διακριτά και ευδιάκριτα, τότε έχουμε γλώσσα συγκολλητική – η ιαπωνική, η ουγγρική, η φιλανδική, η βασκική, η σουμερική είναι γλώσσες συγκολλητικές. Οι περισσότερες γλώσσες είναι συγκολλητικές.
ΕΑΝ ο τούρκος ομιλητής δεν έλεγε dirkilar αλλά dir ki lar (σπάω, κάποτε, αυτοί/αυτές), εάν πρόφερε τα τρία αυτά μορφήματα ως ξεχωριστές λέξεις τότε η τουρκική θα ήταν απομονωτική γλώσσα, όπως είναι η κινέζικη, η βιετναμέζικη, η ταϊλανδέζικη και άλλες πολλές. Κάθε λέξη είναι κι ένα μόρφημα: τα μορφήματα δεν χάνουν την αυτονομία τους και είναι κατά το πλείστον μονοσύλλαβα. Ο όρος απομονωτική δηλώνει ότι ο χαρακτηρισμός γίνεται από την οπτική γωνία των κλιτικών ή συγκολλητικών γλωσσών, ως οι γλώσσες αυτές να προηγούνται χρονικά – και λογικά, κάτι που δεν ισχύει. Οι όροι πρωτογενείς γλώσσες ή γλώσσες των αυτόνομων μορφημάτων θα περιέγραφε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μορφή τους.
Η εξέταση του μορφήματος μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι συγκολλητικές γλώσσες προήλθαν από απομονωτικές γλώσσες και ότι οι πρώτες γλώσσες ή η πρώτη γλώσσα του ανθρώπου ήταν απομονωτική. Γιατί όμως κάποιες απομονωτικές γλώσσες να παραμείνουν απομονωτικές και άλλες, οι περισσότερες, να μετεξελιχθούν σε συγκολλητικές; Μήπως η συγκόλληση, η σύνθεση των μορφημάτων ήταν το αποτέλεσμα της διεύρυνσης και μονιμότητας της συνεργασίας μεταξύ των μελών της γλωσσικής κοινότητας; Εάν συνέβαινε αυτό, με δεδομένο την έκταση και την ένταση της συνεργασίας μεταξύ των μελών των αγροτικών κοινοτήτων στη Κίνα θα έπρεπε να μεταβάλει τον απομονωτικό χαρακτήρα της κινέζικης γλώσσας – κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.
ΣΤΙΣ κλιτικές γλώσσες όχι μόνο χάθηκε η αυτονομία των μορφημάτων αλλά και η διακριτότητά τους. Ποιος, ποια θα υποθέσει ότι το άρθρο οι (ονομαστική πληθυντικού αρσενικού γένους) είναι σύνθετη λέξη, ότι είναι αποτέλεσμα σύνθεσης δύο μορφημάτων; ο-ι (ο <ho <so, δεικτική αντωνυμία και ι, μόρφημα που δηλώνει πλήθος εμφύχων όντων, π.χ.: ίππο-ι <ίππος-ι). Άρα, το οριστικό άρθρο οι σημαίνει: αυτός-πολλοί.
ΣΤΙΣ κλιτικές γλώσσες δεν είναι όλες οι λέξεις κλιτές, δεν μεταβάλλουν όλες τη μορφή τους. Οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι, τα επιρρήματα, πολλά αριθμητικά δεν κλίνονται, είναι τα γνωστά άκλιτα μέρη του λόγου. Πολλές από αυτές είναι μονοσύλλαβες (από τη σύνθεση των οποίων παρήχθησαν δισύλλαβες άκλιτες λέξεις), κατά συνέπεια, είναι οι λέξεις που έχουν διατηρήσει την αρχέγονη μορφή τους στο πέρασμα του χρόνου. Θα λέγαμε ότι είναι οι αρχαιότερες λέξεις. Οι λέξεις εντός και εκτός είναι σύνθετες: εν-τός, εκ-τός. Κανένα από αυτά τα τρία μορφήματα (εν, εκ, τος) δεν έχουν επιβιώσει ως αυτόνομες λέξεις, στην αρχαία Ελληνική όμως οι προθέσεις εν και εκ ήταν – όχι όμως και το μόρφημα τος, το οποίο μεταξύ των άλλων δήλωνε και τη θέση σε σειρά (πρώτος, έκτος, έσχατος κ.α.).
ΟΙ λέξεις που κλίνονται, που μεταβάλλουν μορφή, είναι τα ρήματα και τα ονόματα. Πώς προέκυψαν όμως τα ρήματα και τα ονόματα (ουσιαστικά στην αρχή, ακολούθως και τα επίθετα); Προέκυψαν από τη σύνθεση μορφημάτων, τα οποία απώλεσαν την αυτονομία τους αρχικά αλλά και την μορφολογική τους ιδιαιτερότητα, την διακριτότητά τους. Η κλίση των ρημάτων προέκυψε από τη σύνθεση δύο μορφημάτων: το ένα δήλωνε τη πράξη, την ενέργεια και το άλλο το πρόσωπο. Το πρώτο το ονομάσαμε θέμα, το δεύτερο προσωπική κατάληξη – ώστε, το θέμα και η προσωπική κατάληξη ήταν κάποτε αυτόνομα και διακριτά μορφήματα. Το ρήμα είμαι προέκυψε από το ειμί κι αυτό από το *εσ-μί. (εσ-μέν, πρώτο πρόσωπο πληθυντικού). Το εσμί προήλθε από τη φράση ες μι, από τη σύνθεση δύο αυτόνομων μορφημάτων, δύο ξεχωριστών λέξεων ες (υπάρχω) και μι (εγώ). Το ρήμα ήταν μια φράση, μια απλή πρόταση με δύο λέξεις που παγιώθηκε σε μία, σύνθετη λέξη, την οποία όμως οι ομιλητές προσλαμβάνουν ως απλή. Άρα, όλες οι λέξεις που χαρακτηρίζουμε απλές είναι λέξεις σύνθετες, οι μόνες απλές λέξεις είναι οι μονοσύλλαβες λέξεις. Το ρήμα φέρω είναι σύνθετο, είναι σύνθεση δύο μορφημάτων (φέρ- και -ω). Το εσσί (είσαι) προήλθε από τη φράση ες σι, όπου το σι δηλώνει το δεύτερο πρόσωπο.
ΚΑΤΑ τον ίδιο τρόπο προέκυψε και η κλίση των ονομάτων. Το πρώτο βήμα θα πρέπει να έγινε με τη δήλωση του πλήθους και την εμφάνιση του πληθυντικού αριθμού. Οι λέξη βόες (βόδια) προήλθε από τη σύνθεση δύο αυτόνομων μορφημάτων βοF και ες, όπου το ες είναι μόρφημα που δηλώνει το πλήθος εμψύχων όντων (παίδ-ες, ανδρ-ες, λέοντ-ες, κόρακ-ες). Ο πληθυντικός λύκοι προήλθε από την ονομαστική ενικού και το μόρφημα ι, το οποίο κι αυτό δηλώνει πλήθος εμψύχων όντων αλλά είναι μεταγένεστερο (ή και μετεξέλιξη) του μορφήματος ες. Το μόρφημα ι ή ει δήλωνε στο πρόσωπο στο οποίο δίνουμε κάτι: από τη φράση παιδ ι προήλθε η δοτική παιδί. Από τη φράση άνερ ος, όπου το άνερ δηλώνει τον άνδρα και το ος αυτόν ή αυτήν που κατέχει, προήλθε η γενική ενικού ανέρος, η οποία έγινε ανρός (συγκοπή φωνήεντος) και μετά ανδρός (ανάπτυξη συμφώνου) : η γυνή του ανδρός, η γυναίκα που ανήκει στον άνδρα. Όλα αυτά τα μορφήματα που ήταν κάποτε αυτόνομα και είχαν μια συγκεκριμένη σημασία (πλήθος εμψύχων, κατοχή, δόσιμο) ονομάστηκαν ονοματικές καταλήξεις και έτσι προέκυψαν οι πτώσεις, οι μεταβαλλόμενες μορφές του ονόματος. Ας μη το ξεχνάμε: οι ονοματικές καταλήξεις ήταν κάποτε αυτόνομα μορφήματα που έχασαν την αυτονομία τους και η σημασία τους αφομοιώθηκε από την γενικότερη σημασία της κλιτής λέξης.
ΔΕΝ πρόκειται να μάθουμε ποτέ γιατί τα αυτόνομα μορφήματα έχασαν την αυτονομία τους και την διακριτότητά τους με αποτέλεσμα να εμφανιστούν οι κλιτικές γλώσσες. Το γεγονός ότι εμφανίστηκαν μόνο σε ποιμενικές κοινωνίες μας βάζει σε σκέψεις. Σε πολλές σκέψεις. Από την άλλη, γιατί όλες οι γλώσσες των ποιμενικών κοινωνιών δεν μετεξελίχθηκαν σε κλιτικές; Θα πρέπει να αναζητήσουμε και να εντοπίσουμε κάποια διαφορά μεταξύ των ποιμενικών κοινωνιών στις οποίες εμφανίστηκαν οι κλιτικές γλώσσες (ινδοευρωπαϊκές και αραβική) και των ποιμενικών κοινωνιών που δεν εμφανίστηκαν. Η εικασία που τολμώ να κάνω είναι αυτή: μήπως οι ινδοευρωπαϊκές και αραβικές ποιμενικές κοινωνίες αντιμετώπισαν σε κάποια φάση της ιστορικής τους ύπαρξης κάποιες ιδιαίτερα δυσχερείς καταστάσεις και οξέα προβλήματα που είχαν ως αποτέλεσμα τον εσωστρέφεια, την κλειστότητα, την ανελεύθερη, καταναγκαστική συνεργασία; Μήπως η απώλεια της αυτονομίας των μορφημάτων είναι έκφραση της απώλειας της αυτονομίας των μελών της ποιμενικής κοινότητας; Μήπως!
Σχολιάστε ελεύθερα!