φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1959 σε χωριό, μέσα στο σπίτι, βορεια-ανατολικά του Διδυμοτείχου, κοντά τον ποταμό Έβρο. Σύμφωνα με την απογραφή του 1961, οι κάτοικοι ήταν 1.103. Σήμερα δεν είναι πάνω από 150 και σε είκοσι χρόνια θα είναι λιγότεροι από 50. Και μια μέρα, δεν θα αργήσει και πολύ, θα είναι ένα εγκατελελειμμένο χωριό, θα προστεθεί στον μεγάλο κατάλογο των ήδη έρημων και ακατοίκητων. Από το 2013 ζούμε στην Καστανούσσα, στους πρόποδες του Μπέλες. Όταν ήρθαμε οι κάτοικοι ήταν γύρω στους 450, σήμερα δεν είμαστε πάνω από 300. Στη δεκαετία του 1960 οι κάτοικοι θα πρέπει να ήταν πάνω από 900. Σε είκοσι χρόνια, δεν θα είμαστε πάνω από 150 και μια μέρα θα ερημώσει και η Καστανούσσα. Τα γειτονικά χωριά είναι μικρότερα, σε δύο, τρεις δεκαετίες θα ερημώσουν κι αυτά. Αυτό είναι το μέλλον όλων σχεδόν των ελληνικών χωριών. Κάποια, τα μεγαλύτερα, αυτά που βρίσκονται κοντά σε πόλεις θα επιβιώσουν. Είναι όμως χωριά; Μήπως είναι κακά αντίγραφα πόλεων, μήπως είναι προάστεια πόλεων; Γιατί ερημώνουν τα χωριά; Υπάρχουν χωριά σήμερα; Τι είναι ένα χωριό;
ΤΟ χωριό ήταν μια οικιστική μονάδα, μια ένωση νοικοκυριών, τα οποία ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτάρκεις παραγωγικές/καταναλωτικές μονάδες. Κάθε σπίτι παρήγαγε όλη την τροφή που χρειαζόταν για όλο τον χρόνο. Το σιτάρι, τα λαχανικά, το κρασί, το γάλα και τα παράγωγά του, το κρέας, τα αυγά, τα ψάρια – όπου υπήρχε ποτάμι, λίμνη ή θάλασσα. Δεν εξήγαγε τροφή ή ό,τιδήποτε άλλο. Θυμάμαι ότι τα μόνα πράγματα που ερχόταν από έξω ήταν κάποια σκεύη, το φωτιστικό πετρέλαιο για τη λάμπα, το αλάτι, τα τσιγάρα. Το 1964, που πήγα σχολείο, αγόρασα το μοναδικό τετράδιο με αυγά, από καφενείο-παντοπωλείο του χωριού. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό στο σπίτι, υπήρχε ένα τηλέφωνο σε ένα από τα τρία καφενεία-μπακάλικα του χωριού. Επισκεπτόμασταν συγγενείς σε γειτονικά χωριά με τα πόδια. Δεν υπήρχαν δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι, ούτε αυτοκίνητα ούτε λεωφορεία. Στο κοντινό αστεακό κέντρο, το Διδυμότειχο, πηγαίναμε με το τρένο – στον γιατρό και στο παζάρι, κυρίως για να επισκευάσουμε ή να αγοράσουμε τα σιδερένια εργαλεία. Θυμάμαι τη μάνα μου να υφαίνει στον αργαλειό. Δύο φορές το χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, οι γυναίκες με τα παιδιά φόρτωναν στα κάρρα τα ρούχα και πηγαίναμε και τα πλέναμε στο ποτάμι. Με τον παππού μου πηγαίναμε και οργώναμε με το αλέτρι, μου μάθαινε να οργώνω. Οι περισσότερες εργασίες γίνονταν με αμοιβαία εργασία, μιτζί το λέγαμε. Σήμερα τέσσερις γυναίκες με τα παιδιά τους σκάβαμε το δικό μας αμπέλι, την άνοιξη, τις άλλες τρεις μέρες τα αμπέλια των άλλων γυναικών. Εγώ μια έπαιζα με τα παιδιά, μια πήγαινα κοντά στις γυναίκες να σκάψω για λίγο μα πιο πολύ για να ακούσω τι λέγανε. Δεν θα ξεχάσω τα γέλια τους – πολύ γέλιο! Κουβέντα, χάχανα και γέλιο.
ΤΗ δεκαετία του 1960 άρχισε η μετανάστευση, εσωτερική μα πιο συχνά εξωτερική: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία και Σουηδία. Αλλού, Αυστραλία. Εμείς μεταναστεύσαμε στην Αθήνα αρχές Ιουλίου του 1969, μόλις τελείωσα την Πέμπτη και ο αδερφός μου Χαράλαμπος την Τρίτη. Μεγαλώσαμε χωρίς πατέρα, δούλευε στα λατομεία μαρμάρου της Πεντέλης, ερχόταν τον χειμώνα για τρεις μήνες. Μια μέρα, με ρώτησε ο αδερφός μου: Ποιος είναι αυτός; Το 1997, ήμουν 38, επέστρεψα και έζησα στο χωριό για τρία χρόνια. Πρόλαβα να δω τον τελευταίο αγρότη να οργώνει με το βοήλατο αλέτρι και τα τελευταία τρία βοήλατα κάρρα. Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, το 1976, και παρακολουθούσα το μάθημα της Προϊστορικής Αρχαιολογίας (φιλοδοξούσα να γίνω αρχαιολόγος και να ασχοληθώ με την Νεολιθική εποχή, που συνεχίζει να με γοητεύει και συνεχίζω να τη μελετώ), αντιλήφθηκα τις πολλές ομοιότητες του νεολιθικού χωριού με το χωριό που γεννήθηκα.
Η κοινωνική διαφοροποίηση του χωριού μόλις που διακρινόταν. Οι πιο εύπορες οικογένειες ήταν οι κτηνοτρόφοι. Με την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης, με τον περιορισμό των βοσκοτόπων, οι κτηνοτρόφοι αμολούσαν τα πρόβατά τους στα σιτοχώραφα των γεωργών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της ένδειας και της πείνας. Το 1942, όταν είχαν διαλυθεί οι κατασταλτικοί και δικαστικοί κρατικοί μηχανισμοί, μια παρέα γεωργών εκτέλεσαν ένα μεγάλο αριθμό κτηνοτρόφων. Μετά από λίγο καιρό, οι εναπομείναντες κτηνοτρόφοι εκτέλεσαν όσους συμμετείχαν στο φονικό. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο σύζυγος της αδερφής του πατέρα μου: τον σκότωσαν τη μέρα της πρώτης νύχτας του γάμου – μετά από εννιά μήνες γεννήθηκε ένα αγόρι, σήμερα θα είναι 80 χρονών, εάν ζει, δεν το γνωρίζω. Δεν τον είδα ποτέ μου να γελά.
Η μετανάστευση διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Άρχισε πριν το 1960 και τελείωσε λίγο πριν το 2000, σε άλλες περιοχές και μετά από αυτή τη χρονιά. Γιατί όμως μετανάστευσαν και έγιναν εργάτες σε εργοστάσια της Ελλάδας και της Ευρώπης; Υπήρχαν δύο αιτίες. Η πληθυσμιακή αύξηση,και το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, και η επέκταση του καπιταλισμού. Ας δούμε την πρώτη.
ΟΙ οικογένειες ήταν πολυμελείς. Ο πατέρας μου είχε άλλους τρεις αδερφούς και τρεις αδερφές. Η καλλιέργεια της γης από τη μια εξασφάλιζε μεγάλες ποσότητες τροφής και από την άλλη χρειαζόταν πολλά χέρια. Όλοι και όλες εργάζονταν, από τα παιδιά μέχρι τους γέρους και τις γριές. Η γη κληρονομούνταν στους γιους που την μοιράζονταν σε ίσα μέρη με κλήρωση. Η γη που κληρονομούσε ένας γιος ήταν πάντα μικρότερη από την πατρική. Πρόκειται για το φαινόμενο της κατάτμισης της γης, της μείωσης της καλλιεργήσιμης γης που κατείχε ένας γιος. Εάν μια οικογένεια χρειαζόταν 40 στρέμματα γης για να επιβιώσει, μέσα σε δύο,τρεις γενιές, οι γιοι είχαν στην διάθεσή τους πολύ λιγότερα. Ο πατέρας μου πήρε 20 στρέμματα. Εάν ζούσαμε στο χωριό, εγώ θα κληρονομούσα 10 στρέμματα. Με δέκα στρέμματα δεν μπορείς να ταΐσεις ούτε τις κότες. Το χωριό παράγει φτώχεια. Και η φτώχεια προκαλεί συγκρούσεις. Στη δεκαετία λοιπόν του 1960, όλα τα χωριά στην Ελλάδα, είχαν αγγίξει αυτό το όριο – σε πολλές περιοχές πολύ νωρίτερα, εξ ου και η μετανάστευση στην Αμερική.
ΣΤΗ νεολιθική εποχή, όταν το χωριό άγγιζε αυτό το όριο, ένα μέρος του πληθυσμού έφευγε και έκτιζε νέο χωριό, όχι πολύ μακριά από το μητρικό. Στην αρχαία Ελλάδα, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με τον αποικισμό, την εγκατάσταση σε υπερπόντιες περιοχές (Σικελία, Κάτω Ιταλία, Λιβύη, Εύξεινος Πόντος). Η αρχαία ελληνική κοινωνία, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε από την αρχαία Αθήνα, κάθε γενιά παρήγαγε μεγάλο αριθμό ακτημόνων. Στην Αθήνα το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αφενός με τις κληρουχίες, κατάκτηση υπερπόντιας γης από τους Αθηναίους ακτήμονες, και αφετέρου με τα έσοδα (φόρος υποτέλειας) της επεκτατικής Αθηναϊκής Ηγεμονίας – οι ακτήμονες αμείβονταν ως κωπηλάτες στις πολεμικές τριήρεις. Τι θα γινόταν, εάν δεν υπήρχε η μετανάστευση στη δεκαετία του 1960 και μετά; Ένας διαρκής εμφύλιος πόλεμος μεταξύ αδερφών, μεταξύ οικογενειών και μεταξύ χωριών με επίδικο αντικείμενο τον έλεγχο και την κατοχή της γης. Ας δούμε τη δεύτερη αιτία.
ΜΕΤΑ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άρχισε η επέκταση του καπιταλισμού και στην ελληνική κοινωνία. Η αποκορύφωση αυτής της διαδικασίας ήταν η εικοσαετία 1960-1980. Γι αυτό άλλωστε επιβλήθηκε και η στρατιωτική δικτατορία (1976-1974): για να μην γίνονται απεργίες, για να παραμείνουν χαμηλά τα μεροκάματα, τα οποία εκτοξεύτηκαν μετά από τις μεγαλειώδεις και μακροχρόνιες απεργίες της πολύ ενδιαφέρουσας δεκαετίας 1974-1984. Οι ξένες επενδύσεις ήταν τεράστιες, ιδρύθηκαν πολλές και μεγάλες βιομηχανίες, όλες κοντά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Οι βιομηχανίες χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, τα πολλά εργατικά χέρια χρειάζονταν κατοικίες (αυτές τις δεκαετίες χτίστηκε η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη), άρα κι άλλα εργατικά χέρια, κι όλα αυτά τα στόματα χρειάζονταν πολλή και φτηνή τροφή, για να διατηρείται μικρό το εργατικό κόστος, για να παραμένουν χαμηλά τα μεροκάματα. Ανεβήκαμε σε άδειο τρένο, με τα πολλά βαγόνια, καρβουνιάρης, για να πάμε στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1969, η μητέρα μου, εγώ και ο αδερφός μου, μέχρι τη Δράμα όμως, ακόμα και οι διάδρομοι είχαν γεμίσει με μπόγους και με γυναικόπαιδα. Έλληνες, Τούρκοι και λίγοι Πομάκοι. Στο χωριό πια δεν μπορούσες να παραγάγεις τροφή και να ζήσεις, έπρεπε να ξενιτευτείς και να γίνεις εργάτης.
ΟΣΟ εγκαταλείπονταν τα χωριά, τόσο η γη συγκεντρωνόταν σε λίγα χέρια. Τότε άρχισε η διαδικασία συγκέντρωσης της γης σε λίγα χέρια, διαδικασία που ολοκληρώνεται στις μέρες μας. Τότε άρχισε η μονοκαλλιέργεια, η ειδίκευση της γεωργικής παραγωγής, ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και να μειωθεί η τιμή των αγροτικών προϊόντων, ώστε να διατηρούνται χαμηλά τα μεροκάματα. Από τη δεκαετία του 1990, ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών επέστρεψε στο χωριό, αφού με χίλιες δυο στερήσεις κατάφεραν να χτίσουν ένα μικρό σπίτι. Το χωριό όμως δεν ήταν το χωριό που άφησαν, δεν ήταν μια παραγωγική/καταναλωτική μονάδα. Ήταν, είναι μια οικιστική/καταναλωτική μονάδα, ένα κακέκτυπο πόλης, ένα προάστειο πόλης. Ό,τι χρειάζονται, όλο και κάποιο σούπερ μάρκετ θα βρίσκεται εκεί κοντά.
ΜΑΖΙ με την εξαφάνιση του χωριού ως παραγωγικής/καταναλωτικής μονάδας, εξαφανίστηκε και ο αγροτικός πολιτισμός, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στη νεολιθική εποχή. Η οικιακή βιοτεχνία, κυρίως υφαντά, εξαφανίστηκε. Οι οικογένειες συν-εργάζονταν, τη νύχτα μαζεύονταν οι γυναίκες και τα παιδιά στις αυλές και ξεσπόριαζαν το καλαμπόκι ή τον ηλίανθο. Γέλιο και παιχνίδι! Κάθε βράδυ, το καλοκαίρι, μετά τον θερισμό και το αλώνισμα, μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού και χόρευαν – κάθε βράδυ. Μια γκάιντα μόνο – ο τελευταίος γκαϊντατζής του χωριού ήταν ο πατέρα μου (Ο Χρήστος ο γκαϊντατζής). Πήγαινε όλο το χωριό μαζί κι έπλενε ρούχα και σκεπάσματα στο ποτάμι. Όταν έσφαζαν τα Χριστούγεννα το γουρούνι, οι εύπορες οικογένειες έδιναν σε κάθε οικογένεια που δεν μπορούσε να εκθρέψει γουρούνι, ένα τσουκάλι με λίπος ή τσιγαρίδες (λίπος με κομμάτια κρέας μέσα). Αυτές είναι μερικές πτυχές του αγροτικού πολιτισμού.
ΤΟ 1968 ήρθε το ηλεκρικό ρεύμα. Μετά ήρθε το ραδιόφωνο και πολύ αργότερα η τηλεόραση. Το νερό στα σπίτια. Θυμάμαι που κουβαλούσα με κουβάδες νερό για να μαγειρέψει και να πλύνει η μάνα μου και χτύπαγε η καρδιά μου όταν πήγαινα στη βρύση ή στο πηγάδι της γειτονιάς – θα συναντούσα κουρτσούδια, θα ανταλλάσσαμε πονηρές ματιές, χαμόγελα και υποσχέσεις. Όλα τα σπίτια έσπευδαν να βάλουν ρεύμα και νερό, να πάρουν τηλεόραση, να μην τα χαρακτηρίσουν καθυστερημένα και ανεπρόκοπα. Το τέλος του χωριού ως παραγωγικής/καταναλωτικής μονάδας επέφερε και το τέλος του αγροτικού πολιτισμού. Το χωριό μετεξελίχθηκε σε οικιστική μονάδα. Τώρα ζούμε το τέλος και αυτού του χωριού.
ΠΟΛΛΟΙ και πολλές θρηνούν για το τέλος του χωριού και επιρρίπτουν ευθύνες στο κράτος και στις κυβερνήσεις. Δεν κάνουν τίποτα για να κρατήσουν τον κόσμο στα χωριά. Αν έκτιζαν εργοστάσια, θα υπήρχαν δουλειές και οι άνθρωποι δεν θα έφευγαν. Η γνωστή επωδός, επαναλαμβανόμενη εδώ και πολλές δεκαετίες. Τα εργοστάσια κτίζονται εκεί όπου οι συνθήκες συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής – τι περιμένετε, να χτίσει η κόκα κόλα εργοστάσιο σε χωριό της Ηπείρου και να μεταφέρει στην Αθήνα τα πρϊόντά της; Τα εργοστάσια κτίζονται εκεί όπου ελαχιστοποιούνται οι μεταφορές ενέργειας, πρώτων υλών και εμπορεύματων – αυτός είναι λόγος που οι δύο κύριες βιομηχανικές περιοχές βρίσκονται κοντά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η καλλιεργήσιμη γη συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια ώστε να περιορίζεται η τιμή των αγροτικών προϊόντων και άρα να συμπιέζονται οι μισθοί και τα μεροκάματα εργατών και υπαλλήλων. ‘Ολες οι μικρές γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες θα κλείσουν, η μακραίωνη ελληνική κτηνοτροφία μικρού μεγέθους δεν θα υπάρχει σε κάνα δύο δεκαετίες.
ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορεί να σώσει το χωριό ως οικιστική μονάδα. Πρόκειται για διαδικασία παγκόσμιων διαστάσεων. Η συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις θα συνεχιστεί – το 2008 ο παγκόσμιος αστεακός πληθυσμός ήταν περισσότερος από τον αγροτικό. Το 2050, το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει στις πόλεις. Και η επιβίωσή του θα εξαρτάται πλήρως από την από λίγους παραγόμενη τροφή, ενέργεια και άλλα αναγκαία αγαθά, ενώ η υγεία του θα επιδεινώνεται – η πόλη είναι από τη φύση της νοσογόνος οικιστικός χώρος. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε αύριο.
Καλημέρα Αθανάσιε.
Έχω εντελώς όμοια βιώματα!
Και τον ίδιο θλιβερό προβληματισμό…
Θα επιχειρήσω αργότερα να σου γράψω κάτι από τα δικά μου βιώματα – ποια αξία έχουν; για ποιους; – και για τους προβληματισμούς μου.
Καλημέρα.
Νίκος
καλημέρα, Νίκο. Περιμένω να τα διαβάσω.
Την ελληνική ύπαιθρο με όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είχε ή μειονεκτήματα την έθαψε ο Παπαδόπουλος. σκοπός του άλλωστε ήταν να γεφυρώσει την αλλαγή πολιτισμού της νεότερης Ελλάδος από τα ανεξάρτητα, παραγωγικά, αυτόνομα και ζωογόνα χωριά στις πόλεις-εργοτάξια, όπου όλοι και όλα θα ήταν υπό πλήρη έλεγχο! Το ζητούμενο ήταν ο έλεγχος της παραγωγής, κάτι που η εισαγωγή πετρελαίου, άρα και η αλλαγή πολιτισμού, δηλ. τρόπου ζωής, στην ελαφρά βιομηχανοποίηση της χώρας-προτεκτοράτο επιτεύχθηκε πολύ εύκολα με την αστικοποίηση.
Και τώρα θρηνείτε για τα χαμένα χωριά! Μα είναι δυνατόν οι νέοι παιδιά του πετρελαίου, να γυρίσουν οικειοθελώς στις κοπριές, το άρμεγμα και τις στερήσεις;
Το δικό μου χωριό είναι σε μια τοποθεσία απόμακρη, αν και στο γεωμετρικό κέντρο της Ελλάδας· κάπου μεταξύ Φθιώτιδας και Καρδίτσας, υπάγεται διοικητικά στην Καρδίτσα, αλλά ο πατέρας μου έλεγε ότι είμαστε ρουμελιώτες (κι ο φιλόλογος με ρώτησε από πού είμαι γιατί στην Έκθεση χρησιμοποιούσα σωστά τις γενικές αντί των αιτιατικών: του έγραψα και όχι τον έγραψα κ.λπ.)
Καθώς είμαι και μια ντουζίνα χρόνια μεγαλύτερός σου, καταλαβαίνεις ότι γνώρισα πολύ καλλίτερα την … νεολιθική εποχή. Πολλές φορές λέω ότι έχω ζήσει 2.000 χρόνια, αφού η κοινωνία στην οποία μεγάλωσα ήταν σε στάδια εξέλιξης από προχριστιανική εποχή και βέβαια ζω σχεδόν πλήρως ενταγμένος ‒ αν και κάνω προσπάθειες να μένω λίγο πίσω …
Ξεκίνησα το Δημοτικό μαθαίνοντας να γράφω με κοντύλι στην πλάκα (!), από τη Δευτέρα έγραφα στο 12φυλλο τετράδιο, που κατά τον πατέρα μου ήταν αρκετό και για τη ζωγραφική (στην τελευταία σελίδα, έλεγε).
Επειδή ο τόπος μας ήταν φτωχός (συγκρινόμενος με τα γειτονικά καμποχώρια), επιθυμία/καημός του πατέρα μου ήταν να σπουδάσω. Ίσως γι’ αυτό ήμουν ο πρώτος που απέκτησα στυλό μελάνης (οι «μπικ» δεν είχαν ακόμα φτάσει στα χωριά μας …) αντί κοντυλοφόρου με πέννα. Βέβαια πριν τελειώσω το Δημοτικό, ήρθαν οι στυλό διαρκείας και ξεμελάνιασαν τα δάχτυλά μας.
Δεν υπάρχει αγροτική δουλειά, που να μην την έκανα: σκάλισμα, σπορά, θέρισμα, δέσιμο δεματιών, κουβάλημα στο αλώνι, όργωμα, εκχέρσωση (παράνομα) για επέκταση των χωραφιών μας, όλα με τα χέρια, εξυπακούεται. Πρόλαβα και το αλώνισμα με τα ζώα και το λίχνισμα για να ξεχωριστεί το σιτάρι (κριθάρι, βρώμη) από τα άχυρα!
Και επειδή είχα από μικρός την τάση ό,τι κάνω, να το κάνω σωστά, έχω εισπράξει το «παράπονο» του πατέρα μου: «Αν ήξερα πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, δεν θα σε έστελνα να σπουδάσεις. Βλέπω στο χωριό μας (τη δεκαετία του ’80) τεμπέληδες (εννοούσε λιγότερο εργατικούς) να έχουν εκτός από το τρακτέρ και μια κούρσα. Έτσι εργατικός που ήσουνα, θα ήσουνα ο καλλίτερος στο χωριό (και θα σε είχα κοντά μου, εννοείται)».
Είχε, όμως αρχίσει η παρακμή του/των χωριών, πράγμα που φάνηκε πολύ καλά μετά το 1990.
Η κοινότητα είχε περίπου 1.000 κατοίκους (με τους ετεροδημότες οι ψηφοφόροι πλησίαζαν τους 600) και τώρα δεν έχει ούτε 200 μόνιμους κατοίκους. Στο Δημοτικό ήμασταν περί τα 70 παιδιά, αλλά μετά το ’90, δυο τρία που υπήρχαν πήγαιναν (με ταξί πληρωμένο από το κράτος) σε διπλανό χωριό. Όταν τελείωσαν το Δημοτικό τα δύο παιδιά της (μόνης) αλβανικής οικογένειας που εγκαταστάθηκε (και παραμένει) στο χωριό, δεν υπάρχει πλέον παιδί!
Ο παππάς μού έλεγε, πριν μερικά χρόνια, πως έχει ξεχάσει πώς γίνονται οι άλλες τελετές εκτός από τις κηδείες και τα μνημόσυνα!
Σκέφτομαι, συχνά, ότι τα χωριά, ως ζωντανοί οργανισμοί, ακολουθούν τη μοίρα όλων των ζωντανών πλασμάτων: γεννιούνται, μεγαλώνουν, γερνάνε, πεθαίνουν!
Θα ξαναγεννηθούν νέα χωριά; Θα ερημώσει για πάντα η ύπαιθρος; Τι είδους άνθρωποι θα είναι αυτοί που δεν θα έχουν καμιά επαφή με τη «μάνα Γη»;
Νίκος Κ.
Είμαστε η γενιά που έζησε τις τελευταίες μέρες του χωριού, της αγροτικής κοινότητας και του αγροτικού πολιτισμού. Η μόνη περίπτωση να ξαναγεννηθούν τα χωριά θα ήταν κρίσεις κοσμογονικές που θα ανάγκαζαν τους κατοίκους των πόλεων να τις εγκαταλείψουν. Εάν γίνει σταδιακά αυτή η εγκατάλειψη, έχει καλώς. Εάν γίνει αιφνίδια και μαζικά, θα έχουμε άλλα προβλήματα. Δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αναγκαστούν οι κάτοικοι των πόλεων να τις εγκαταλείψουν μαζικά και αιφνίδια. Οι κίνδυνοι είναι πολλοί αλλά θα εμφανιστούν πολλές δεκαετίες μετά (έλλειψη τροφής, ενέργειας, νερού, ιοί). Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη ερημώσει κάποιες πόλεις κι αυτόν τον κίνδυνο διατρέχει και το Κίεβο, εάν συνεχιστεί ο πόλεμος, Αλλά οι κάτοικοι πάνε σε άλλες πόλεις, όχι στα χωριά.
πολύ ενδιαφέρον το θέμα… με πολλές παραμέτρους όμως… τώρα εσείς εδώ βλέπω ότι μιλάτε ως άνθρωποι που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε σε χωριό, κάποια στιγμή φύγατε και τώρα αναπολείτε τις παλιές εκείνες εποχές… προσωπικά μπορώ να μιλήσω ως άτομο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε πόλη και κάποια στιγμή αποφάσισε να χωριατοποιηθεί και μάλιστα σε περιοχή από την οποία δεν κατάγεται και στην οποία δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία… ενδεικτικά λοιπόν μπορώ αν θέλετε να κάνω μερικές επισημάνσεις για το πώς ένας σύγχρονος αστός μπορεί να κάνει αυτό που λέτε και ποια είναι τα βασικά κωλλύματα…
καταρχίν, για μια τέτοια κίνηση απαιτείται ένα κάποιο μπάτζετ, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει…ιδίως αν πρόκειται η μετακίνηση να γίνει με σκοπό να βρεθεί σπίτι ή γη προς ενοικίαση… αυτό τώρα έχει κάποια ζητήματα, διότι γενικότερα η ενοικίαση στην επαρχία σπάνια προσδίδει διάρκεια…μια σύνηθης τακτική που έχουν πολλοί επαρχιώτες είναι να νοικιάζουν τα παρατημένα σπίτια και χωράφια τους σε άτομα της συνομοταξίας μου, που θέλουν να τα σουλουπώσουν και να τα καλλιεργήσουν, με αποτέλεσμα να τους τα πληρώνεις, να τους τα φτιάχνεις και μετά από κάποια χρόνια όταν τα δουν σένια, να σε στέλνουν και να πρέπει εσύ να ξαναμπείς στο τριπ να βρεις νέα κατάσταση και φτου κι απ’ την αρχή…
ένα άλλο ζήτημα είναι η εμπορευματοποίηση αυτου του τρόπου ζωής… η ζωή στο χωριό έχει γίνει τρεντ, το λεγόμενο slow living…με αποτέλεσμα κάποιοι να γυρνάνε στα πατρογονικά τους και να φτιάχνουν επιχείρηση στην οποία πουλάνε αυτόν τον τρόπο ζωής για κάποιες μέρες σε ταλαίπωρους αστούς…υπόψιν ότι αυτοί οι ταλαίπωροι αστοί δεν προτίθενται να χωριατοποιηθούν μόνιμα, απλώς να κάνουν περάσματα επί χρήμασι προς ευεξία και γενικότερη ρηλαξέησον παραμύθα και καπάκι να επιστρέφουν στους βόθρους-πόλεις…
επίσης, το θέμα των μικρών παιδιών…πολύ δύσκολα θα ακολουθήσουν έναν τέτοιο τρόπο ζωής… εμπειρικά στα 10 χρόνια που είμαι εδώ που είμαι, δεν έχω συναντήσει οικογένεια με μικρά παιδιά η οποία να μην μπήκε σε πρόγραμμα αστών κάποια στιγμή κι αυτό γιατί πλέον όλες οι δραστηριότητες, τα χόμπυ και η εκπαίδευση των παιδιών έλκονται από τον πυρήνα της πόλης… τη μια θα είναι τα φροντιστήρια, την άλλη η ρομποτική, μετά ο χορός, κατόπιν η μουσική κλπ…και κει λοιπόν που αρχικά ένα ζευγάρι επέλεξε ένα χωριό να ζήσει, ξαφνικά κάνοντας παιδιά αρχίζει σε καθημερινή βάση να διανύει αποστάσεις στην κοντινότερη πόλη, οι οποίες σύντομα γίνονται απαγορευτικές από οικονομικής άποψης, με αποτέλεσμα αρκετοί να φτάνουν σε σημείο να αφήνουν ή να νοικιάζουν το σπίτι στο χωριό και να πρωοθούνται στο κοντινότερο αστικό κέντρο προς διευκόλυνση των παιδιών…
είναι και κάποια άλλα ζητήματα περισσότερο υπαρξιακής τρόπον τινά φύσης, αναφορικά με τους μύθους που υπάρχουν μέσα στα μυαλά των αστών για τη ζωή στο χωριό, όπως ας πούμε η άποψη ότι με μια τέτοια μετακίνηση θα λύσουν τα υπαρξιακά και ψυχολογικά τους προβλήματα…
αυτά εν τάχει από μένα, υπάρχουν κι άλλα που περνάνε από το μυαλό μου ενόσω γράφω, όπως το ηλικιακό ζήτημα και το κατά πόσο μπορεί να ανταπεξέλθει τεχνικά και πρακτικά κάποιος σε ωριμότερες ηλικίες στην ύπαιθρο, ενδεχομένως σε άλλο σχόλιο…
Δεν εθιξα πολλές πτυχές του ζητήματος, εστίασα σε αυτές που αφορούν το τέλος του χωριού. Συμφωνώ με όλα όσα γράφεις, τα ζω και τα σκέφτομαι. Υπάρχει μια τάση, μόλις που γίνεται αντιληπτή, εγκατάλειψης της πόλης και εγκατάστασης σε χωριό, και εδώ που ζω και στα γύρω χωριά. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για συνταξούχους, όχι τόσο της μισθωτής εργασίας όσο των μικρών επιχειρήσεων και ειδικά της νύχτας, που τους κούρασε η πόλη, έκαναν ένα καλό κομπόδεμα και την έκαναν για το χωριό. Καλλιεργούν λαχανόκηπο, οπωροφόρα και δέχονται πολλές επισκέψεις καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους. Νομίζω ότι αυτή η τάση θα ενισχυθεί. Καλή σου μέρα. Αν ήξερα το (μικρό) όνομά σου, θα σε προσφωνούσα με αυτό και θα ένιωθα καλύτερα.
καλά ναι, αυτό με το συνταξιοδοτικό μοτίβο, που κουβαλάνε οι περισσότεροι μέσα στα μυαλά τους για να κάνουν την μετάβαση της πόλης, με έχει κάνει να γελάσω πολλές φορές, με την καλή έννοια… εδώ λέμε πώς θα γίνει να αλλάξουν τέτοιες ριζωμένες αντιλήψεις, αλλά το βλέπω πολύ δύσκολο… για να καταλάβεις πάντως, εμείς εδώ για πολλούς ζούμε το όνειρο του αστού συνταξιούχου, χωρίς να έχουμε καν ένσημα και χωρίς να ήμαστε και κοντά στο αντίστοιχο ηλικιακό όριο… δεν το λες και λίγο 🙂
αίξ [το μικρό καλλιτεχνικό]