πάταξον μεν, άκουσον δέ
Θεμιστοκλής (Πλούταρχος, 11.4)
Φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΕΑΝ δεν έχουμε σκεφτεί και δεν έχουμε αναρωτηθεί μέχρι τώρα σε ποιες και σε πόσες κοινωνίες του παρελθόντος υπήρχαν τα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα της πάλης, της πυγμαχίας και του παγκρατίου (πολύ ήπια μορφή του οποίου είναι το kick boxing), ήρθε η ώρα να το κάνουμε. Το παγκράτιον (απόλυτη ισχύς: παν, κράτος), αν δεν κάνω λάθος, υπήρχε μόνο στην αρχαία Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι πολλοί αγώνες παγκρατίου έληγαν με τον θάνατο του ηττημένου. Η πυγμαχία; Επινόηθηκε στην αρχαία Ελλάδα και διαδόθηκε σε όλες τις κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού – στις ΗΠΑ την λατρεύουν. Δε νομίζω να υπήρχε σε άλλη κοινωνία και σε άλλον πολιτισμό. Στις κοινωνίες της Απω Ανατολής (Κίνα, Ιαπωνία, Ταϊλάνδη, πιθανόν και σε άλλες) υπήρχαν οι λεγόμενες πολεμικές τέχνες (καράτε, κουνγκ φου, ταϊλανδέζικη πυγμαχία και άλλες πολλές) αλλά αυτές δεν ήταν ούτε πυγμαχία ούτε παγκράτιον. Η διαφορά τους είναι πολύ βασική: τα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου ήταν επιθετικά, σκοπός τους ήταν η νίκη μέσω της σωματικής εξουδετέρωσης του αντιπάλου με την άσκηση σωματικής βίας. Οι ανατολικές πολεμικές τέχνες έχουν αμυντικό χαρακτήρα. Εάν δεχθώ επίθεση, θα αμυνθώ. Θα σε εξουδετερώσω, μόνο εάν δεχτώ επίθεση, μόνο εάν κινδυνεύει η σωματική μου ακεραιότητα ή η ζωή μου. Η μετεξέλιξη τους σε ολυμπιακά αγωνίσματα, που τελούνται σε δημόσιο χώρο με την παρουσία θεατών, η επιδίωξη δηλαδή της νίκης, αναβάθμισε την επιθετική πλευρά τους – για να νικήσεις, πρέπει να επιτεθείς. Όσο για την πάλη, αυτή εντιοπίζεται σε περισσότερες κοινωνίες, όχι όμως σε όλες ούτε σε πολλές. Όλες αυτές οι παρατηρήσεις μας παρακινούν να διατυπώσουμε κάποια ερωτήματα.
ΓΙΑΤΙ, φίλες και φίλοι, το αγώνισμα της πυγμαχίας και του παγκρατίου επινοήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα, στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή (750-500 π. Χ.); Γιατί δεν επινοήθηκαν και αλλού; Γιατί έχουν επιθετικό χαρακτήρα, ενώ οι ανατολικές πολεμικές τέχνες αμυντικό; Η επινόηση ήταν μια στιγμή έμπνευσης; Τι είναι η πάλη, η πυγμαχία και το παγκράτιον; Είναι βέβαιο ότι η παρακολούθηση αυτών των αγωνισμάτων ενθουσίαζε τους θεατές, οι οποίοι εξασφάλιζαν κάποια απόλαυση από τη σωματική δύναμη και την άσκηση της φυσικής βίας – γιατί; Γιατί στην αρχαία Ελλάδα και όχι σε άλλες κοινωνίες και πολιτισμούς;
Η επινόηση της πυγμαχίας και του παγκρατίου δεν ήταν έμπνευση της στιγμής κάποιου ευφάνταστου άνδρα. Σε αυτό το βέβαιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε, εάν μελετήσουμε το ρόλο τόσο της πολεμικής βίας όσο και αυτής της καθημερινής ζωής στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Να σημειώσουμε ακόμα ότι η πυγμαχία και το παγκράτιον ήταν μεταξύ των αγωνισμάτων που τελούνταν στους αθλητικούς αγώνες. Θα κάνουμε λοιπόν δύο απαραίτητες και αναγκαίες σύντομες παρεκβάσεις, που θα εξετάσουν τον ρόλο και τη λειτουργία της βίας και την προέλευση του αθλητισμού και των αθλητικών αγώνων- δεν θα μπορέσουμε διαφορετικά να κατανοήσουμε την προέλευση των υπό εξέταση αγωνισμάτων.
Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν μια κοινωνία πολύ ανταγωνιστική και πολύ βίαιη. Είναι δύο πτυχές της κοινωνίας αυτής που δεν έχουν μελετηθεί (συνειδητά), που απωθούνται (υποσυνείδητα), – δεν περιποιούν τιμές για αυτήν την κοινωνία. Ας δούμε πρώτα τον ανταγωνισμό και τη βία της καθημερινής ζωής. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε μας λένε ότι έπεφτε πολύ ξύλο: οι άνδρες τσακώνονταν πολύ συχνά μεταξύ τους, συγγενείς και μη, και ο τσακωμός σχεδόν πάντα μετεξελισσόταν σε χειροδικία, σε βίαιο διαπληκτισμό. Οι άνδρες έδερναν πολύ συχνά τις γυναίκες και τα παιδιά και πολύ συχνότερα τους δούλους. Ο άνδρας όταν έφευγε από το σπίτι έπαιρνε πάντα μαζί του μια μαγκούρα, ένα ραβδί, την βακτηρίαν – δεν ήταν μόνο όργανο άσκησης βίας αλλά και σύμβολο της κοινωνικής θέσης (status symbol). Η άσκηση βίας ήταν ο πρόσφορος και συχνός τρόπος επίλυσης της διαφωνίας και των διαφορών, ο κύριος τρόπος επιβολής της επιθυμίας. Με το παραμικρό σήκωναν ή το χέρι ή τη μαγκούρα για να χτυπήσουν τον αντίπαλο συνομιλή τους. Αυτό έκανε ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης όταν διαφώνησε με τον Θεμιστοκλή: σήκωσε τη μαγκούρα να τον χτυπήσει. ‘Οταν ο Λάιος και ο Οιδίπους συναντήθηκαν στον στενό δρόμο με τις άμαξες του και κανένας δεν υποχωρούσε (να υποχωρήσει; να ηττηθεί;), πιάστηκαν στα χέρια και ο οργίλος Οιδίπους σκότωσε τον βασιλιά Λάιο, τον πατέρα του, και μετά πήγε στη Θήβα και παντρεύτηκε τη γυναίκα του Λάιου, τη βασίλισσα Ιοκάστη (σημαίνει “αυτή που είναι γνωστή διάσημη για τον γιο της), την μητέρα του και κάναν τρία παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά και μεις χειρότερα. Η μοίρα, έγραψε ο Σοπενάουερ, είναι το σύνολο των ανοησιών που έχουμε κάνει στη ζωή μας – των μαλακιών, θα λέγαμε εμείς.
ΜΕΣΑ από αυτό το κλίμα της διάχυτης καθημερινής άσκησης βίας μεταξύ των ανδρών και των ανδρών κατά γυναικών, παιδιών και δούλων, επινοήθηκαν τα αγωνίσματα της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Δεν επινοήθηκε στις κοινωνίες των Αβορίγινων της Αυστραλίας ούτε των Βουσμάνων της ερήμου Καλαχάρι. Τα αγωνίσματα αυτά, μαζί με την πάλη, εντάχθηκαν στους αθλητικούς αγώνες κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή και τελούνταν έως ότου καταργήθηκαν οι αθλητικοί αγώνες, στον 4ο μ. Χ. αιώνα. Πώς όμως και από ποιούς διαμορφώθηκε ο θεσμός του αθλητισμού και οργανώθηκαν οι αθλητικοί αγώνες;
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ με βεβαιότητα από ποιους αλλά όχι και το πώς. Έχω στα χαρτιά μου μια ημιτελή εργασία, αντικείμενο της οποίας είναι αυτό το πώς, η διαδικασία γένεσης του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού (Πόλεμος και αθλητισμός στην αρχαία Ελλάδα). Υπάρχει το ενδεχόμενο να αργήσει η ολοκλήρωσή της, οπότε θα εκθέσω με συντομία την κεντρική κατεύθυνση των επιχειρημάτων μου και ο Ζεύς βοηθός. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι θεμελιωτές και πρωταγωνιστές του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού ήταν οι ισχυροί και πλούσιοι δουλοκτήτες γαιοκτήμονες. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία γι΄ αυτό. Όλοι οι αθλητές ήταν γόνοι πλούσιων και ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών: χρειάζεσαι χρόνο και μέσα για να ετοιμαστείς για τους αγώνες. Οι θεατές ήταν αριστοκράτες – ποιος φυωχός θα μπορούσε να ταξιδέψει από τη Θεσσαλία ή τη Ρόδο, την Κυρήνη της Λιβύης ή τις Συρακούσες της Σικελίας στην Ολυμπία, στην Κόρινθο (Νέμεα, Ίσθμια) ή στους Δελφούς (Πύθια); Κι επειδή οι αριστοκράτες ταξίδευαν πάντα με τη βοήθεια δούλων (δύο ή τριών, οι οποίοι μετέφεραν τροφή, ρουχισμό και σκεύη μαγειρικά), στους αθλητικούς αγώνες οι δούλοι ήταν πιο πολλοί από τους αριστοκράτες, δεν μπορούσαν όμως να παρακολουθήσουν την τέλεση των αγωνισμάτων! Το ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα ήταν και χρονοβόρο και δαπανηρό – γι΄ αυτό και οι αγώνες διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Και κήρυτταν εκεχειρεία διότι αυτοί που συμμετείχαν και παρακολουθούσαν τους αγώνες ήταν αυτοί που οργάνωνα και διεύθυναν τις ετήσιες πολεμικές επιχειρήσεις. Οι επίνικοι (χορική ποίηση) του Πινδάρου υμνούν την ισχύ και των πλούτο των νικητών των αθλητικών αγώνων – είναι όλοι ισχυροί και πλούσιοι αριστοκράτες (τύραννοι, γαιοκτήμονες δουλοκτήτες, πολιτικοί). Έχετε αναρωτηθεί γιατί οι διασημότεροι αγώνες διεξάγονταν στην άσημη και αδιάφορη Ολυμπία; Γιατί δεν διεξάγονταν σε κάποια πλούσια και ισχυρή πόλη, στην Αθήνα, ας πούμε; Θα το εξετάσουμε άλλη μέρα αυτό το ζήτημα. Ας δούμε τώρα τη διαδικασία γένεσης του αρχαιοελληνικού αθλητισμού.
ΟΙ ισχυροί και πλούσιοι αριστοκράτες της μεταμυκηναϊκής κοινωνίας, της γεωμετρικής εποχής, των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων, ήταν πολεμοχαρείς και φιλοπόλεμοι ποιμένες. Ο πόλεμος, ο μεταξύ τους αλλά και οι υπερπόντιες ληστρικές επιδρομές, ήταν ο μόνος τρόπος αύξησης της ισχύος, του πλούτου και του κλέους (της φήμης, της δόξας) – δεν χρειάζεται να επιμείνω στη πολύ στενή σχέση μεταξύ αυτών των τριών. Η κοινωνία αυτών των εποχών, από το 1100 μέχρι το 800-700 π. Χ., ήταν πολεμική κοινωνία. Ο πόλεμος ήταν η πηγή της αριστοκρατικής κοσμοθεώρησης: για να επιβιώσεις, για να νικήσεις πρέπει να είσαι ισχυρός, η ισχύς πρέπει να αυξάνεται διαρκώς, όλα προέρχονται από την ισχύ, όλα προς αυτήν κατατείνουν, δεν υπάρχει χειρότερο κακό από τη μείωση και την απώλεια του πλούτου και της ισχύος, η ήττα είναι αίσχος και όνειδος. Ο πόλεμος όμως, μας λέει με σαφήνεια η Ιλιάδα, είναι δίκοπο μαχαίρι. Είναι και καλός και κακός. Μπορεί να αυξήσεις, εάν νικήσεις, τον πλούτο σου και την ισχύ σου, μπορεί όμως, εάν ηττηθείς, να χάσεις τη ζωή σου, την ελευθερία σου, τον πλούτο, την ισχύ και τη φήμη σου.
ΟΙ αριστοκράτες όμως της κλασικής εποχής δεν είναι φιλοπόλεμοι και πολεμαχαρείς ποιμένες. Είναι γαιοκτήμονες, δουλοκτήτες. Ο πλούτος και η ισχύς δεν εξασφαλίζονται και δεν αυξάνονται με τον πόλεμο και με τη βία αλλά με την καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων γης με την εργασία των δούλων, δεν υπήρχε λόγος να πολεμούν και να κινδυνεύουν. Την αμφιθυμία για τον πόλεμο (και καλός και κακός) την ξεπέρασαν με την οπλιτική φάλαγγα: τώρα πολεμούν οι μεσαίοι και μικροί ιδιοκτήτες, οι αριστοκράτες με τα άλογα τους κόβουν βόλτες εκεί κοντά κι αν νικήσουν οι οπλίτες, τρέχουν εκ τους ασφαλούς να σκοτώσουν και να αρπάξουν – εάν ηττηθούν, εξαφανίζονται καλπάζοντας.
ΕΚ του ασφαλούς συνέχισαν να ασχολούνται με τον πόλεμο και με έναν άλλο, ιδιάζοντα τρόπο: με τον αθλητισμό. Ο αρχαίος ελληνικός αθλητισμός είναι ειρηνικός πόλεμος. Ο σκοπός του πολέμου είναι η νίκη – όπως και στον αθλητισμό. Και τα μέσα της νίκης είναι κυρίως η ταχύτητα (του πολεμιστή) και η σωματική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα ήταν ο δρόμος (το σημερινό κατοστάρι, μόνο που ήταν 194 μέτρα) και η αρματοδρομία. Εκατό χρόνια πριν και εκατό μετά την καθιέρωση της Ολυμπιακών αγώνων ο δρόμος ήταν το μοναδικό αγώνισμα. Η αρματοδρομία δεν έχει σχέση με τον πόλεμο αλλά με την επίδειξη της ισχύος και του πλούτου των αριστοκρατών, ήταν εκδήλωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
ΠΟΛΛΑ από τα αγωνίσματα ήταν στρατιωτικές ασκήσεις ή πολεμικές δεξιότητες και πρακτικές (ταχύτητα, ακόντιο, άλμα). Η πάλη, η πυγμαχία και το παγκράτιο ήταν ειρηνικές μορφές μονομαχίας – η μονομαχία ήταν μια πολεμική πράκτική που εξέλιπε επιβίωσε όμως και μετεξελίχθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον διάχυτης καθημερινής βίας. Κάθε δραστηριότητα που προσφερόταν ώστε να διαιωνιστεί και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και η άσκηση σωματικής βίας, άρα να παραχθεί η υπεροχή και η ταπείνωση, η νίκη και η βία, γινόταν αγώνισμα. Μια ακραία μορφή αυτής της λογικής τη συναντούμε στις ΗΠΑ, όπου το ποιος θα φάει τα πιο πολλά μακαρόνια σε ένα καθορισμένο χρόνο έχει γίνει αγώνισμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πρόκειται για την ίδια λογική, ότι διαρκώς νέα αγωνίσματα προστίθενται στα ήδη υπάρχοντα των Ολυμπιακών αγώνων.
Διαβάζω στο Δρόμο της Αριστεράς:
Έχει δικαίωμα ο Ελληνισμός να οραματίζεται;
Διαβάζω και το άρθρο του #badarts (εδώ):
Αναρωτιέμαι:
Ποιος Ελληνισμός; Τι είναι Ελληνισμός;
Νίκο, είναι τόσο γενικός και ασαφής ο όρος που γίνεται ακατανόητος. Δεν γνωρίζω ποιος είναι και τι είναι ο ελληνισμός. Μπορώ να εικάσω μόνο ότι είναι ο ελληνικός λαός, σήμερα. Ή το ελληνικό έθνος, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινωνικών τάξεων και του κράτους. Ή ο διαχρονικός πολιτισμός, αρχαίος και νεώτερος, με τον δεύτερο να είναι συνέχεια του πρώτου. Εάν είναι το τρίτο, πρόκειται περί ιδεολογίας. Εάν είναι το δεύτερο, τότε ο ελληνισμός είναι μια ουτοπία.Εάν είναι το πρώτο, έχει το δικαίωμα να οραματίζεται, όλοι έχουν το δικαίωμα να οραματίζονται, τζάμπα είναι, αλλά τι οραματίζεται; Να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα ή να γίνει πλούσιος και ισχυρός; Εγώ νομίζω ότι το δεύτερο οραματίζεται.
Ακριβώς γι’ αυτό (γενικός και ασαφής) και αναρωτήθηκα.
Και, βέβαια, οι ασάφειες δεν σταματούν ως εκεί.
Ποιοι αποτελούν τον ελληνικό λαό; Ποιοι το έθνος; Είναι άλλο το έθνος και άλλο ο λαός;
Στο άρθρο του Δρόμου φαίνεται να εννοεί το συνδυασμό των δύο πρώτων (λαός και έθνος – άλλη μια ασάφεια, καθώς έχει θεωρηθεί ότι δεν σχετίζεται άμεσα το έθνος με φυλετικά χαρακτηριστικά, όσο «καθαρά» μπορεί να είναι αυτά).
Κοινώς μύλος!
Αλλά, από την άλλη, αυτός ο εθνομηδενισμός, που στην Ελλάδα είναι σε προχωρημένο στάδιο, μόνο σε κοινωνική παρακμή, μου φαίνεται, οδηγεί. Άρα, μάλλον ευπρόσδεκτες προτάσεις όχι για απλό οραματισμό (που είναι τζάμπα) αλλά για κάτι ενεργότερο, για να κρούσει, έστω, τον κώδωνα κινδύνου στην καθεύδουσα (οθονισμένη …) κοινωνία.
Την καλημέρα και ένα ακόμη ευχαριστώ για τους προβληματισμούς που μάς βάζεις.