in Παρμενίδης

θα ήθελε ο Παρμενίδης να ήταν αθάνατος; (μέθοδος εργασίας για την κατανόηση του παρμενίδειου “εόντος”)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΧΟΥΝ περάσει 2.500 χρόνια από τότε που ο Παρμενίδης συνέθεσε το φιλοσοφικό ποίημα Περί φύσεως και οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί της φιλοσοφίας δεν έχουν καταλήξει ακόμα σε ένα γενικά αποδεκτό συμπέρασμα –  και ούτε πρόκειται να καταλήξουν: δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι, ποιο είναι, πού βρίσκεται  αυτό που ο Παρμενίδης αποκαλεί εόν (το μεταγενέστερο όν) και Είναι. Ποια είναι η δυσκολία; Μήπως η δυσκολία έγκειται στην αινιγματικότητα, την αποσπασματικότητα και την αποφθεγματικότητα του τρόπου έκφρασης και διατύπωσης των σκέψεων του Παρμενίδη; Οι δυσκολίες αυτές υπάρχουν, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, αλλά θεωρώ ότι έχουν διογκωθεί, έχουν υπερτονιστεί. Οι κομβικές σκέψεις του φιλοσοφικού του ποιήματος έχουν διατυπωθεί με απλότητα και σαφήνεια: ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι, ό,τι υπάρχει είναι αμετάβλητο, είναι αγέννητο και δεν έχει γίνει, είναι αιώνιο, άχρονο, δεν αυξάνεται και δεν μειώνεται, κατά συνέπεια είναι ένα: αυτό είναι το εόν, το Είναι. Άρα, η μεταβολή, η γέννηση, η δημιουργία, η αύξηση και η μείωση, ο χρόνος, η πολλαπλότητα δεν υπάρχουν –  το μη εόν, το μη Είναι δεν υπάρχουν. Γράφει ακόμα ότι το εόν ταυτίζεται με το νοείν, με τη σκέψη, εόν και νοείν είναι ένα –  λογική συνέπεια, αφού μόνο το ένα υπάρχει. Επομένως, αυτό που υπάρχει, το εόν, υπάρχει μόνο ως νόημα, ως αποτέλεσμα του νοείν, της σκέψης.

ΕΧΩ καταλήξει στο εξής κρίσιμο ερώτημα: δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το παρμενίδειο εόν ή μήπως δεν θέλουμε; Το ερώτημα αυτό εγείρει κι άλλα: γιατί να μην θέλουμε; Η απροθυμία αυτή είναι συνειδητή ή ασυνείδητη; Γιατί να απωθούμε την επιθυμία κατανόησης του εόντος; Υποφώσκει, ελλοχεύει κάτι το ενοχλητικό, το οποίο δεν έχουμε συνειδητοποιήσει; Εάν υπάρχει κάτι ενοχλητικό, ποιο να είναι άραγε αυτό; Εάν το εντοπίσουμε, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε  τη φύση του εόντος;  Πώς πρέπει να εργαστούμε για να το εντοπίσουμε;

ΑΠΟ τη στιγμή που ο Παρμενίδης ταυτίζει το εόν με το νοείν, με τη νόηση, τη σκέψη, οφείλουμε να θέσουμε το εξής ερώτημα: ποια είναι η σχέση μεταξύ σκέψης και επιθυμίας; Τι προηγείται, η σκέψη ή η επιθυμία; Είναι δυνατόν να υπάρχει σκέψη χωρίς επιθυμία, επιθυμία χωρίς σκέψη; Δεν θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε: επιθυμία χωρίς σκέψη μπορεί να υπάρχει αλλά σκέψη χωρίς επιθυμία δεν μπορεί. Προϋπόθεση της σκέψης είναι η επιθυμία, κάποια επιθυμία. Εάν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε την παρμενίδεια ταύτιση του εόντος με τη σκέψη. Και να ταυτίσουμε το εόν με την επιθυμία.

Ο Παρμενίδης δεν σκέφτεται ότι το εόν είναι αμετάβλητο, αναλλοίωτο, αγέννητο, αδημιούργητο, άφθαρτο, άχρονο, αναύξητο, αμείωτο, ακίνητο αλλά επιθυμεί να  είναι όλα αυτά. Επιθυμεί και σκέφτεται. Επιθυμεί, τουτέστιν θα ήθελε να μην είναι όπως είναι (σε όλους τους αρνητικούς προσδιορισμούς του εόντος κυριαρχεί το α στερητικό!), θα ήθελε να είναι όπως αυτός θα ήθελε να είναι (θετικοί προσδιορισμοί του εόντος). Ο Παρμενίδης πρώτα επιθυμεί και μετά σκέφτεται. Ή, σκέφτεται και επιθυμεί ταυτόχρονα.

ΥΠΑΡΧΕΙ κάποιος τρόπος να υποστηρίξουμε τη σκέψη ότι ο Παρμενίδης σκέφτεται και επιθυμεί ταυτόχρονα; Ναι, υπάρχει: να μελετήσουμε την εξέλιξη των λεξιλογίων της επιθυμίας και της σκέψης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από την Ιλιάδα μέχρι τον ισχυρό και πλούσιο Παρμενίδη, που γεννήθηκε το 515 π. Χ. Η προέλευση των λεξιλογίων της επιθυμίας και της σκέψης της Ιλιάδας  χάνεται στα βάθη των αιώνων, η ιστορία τους ταυτίζεται με αυτήν της παραδοσιακής προφορικής ποιητικής παράδοσης, οι απαρχές της οποίας εντοπίζονται στη μυκηναϊκή εποχή. Το λεξιλόγιο της επιθυμίας είναι πλούσιο ενώ ένα μέρος από αυτό περιλαμβάνει ονόματα και ρήματα που δηλώνουν ταυτόχρονα και επιθυμία και σκέψη. Δεν υπάρχει ρήμα ή όνομα που να δηλώνει αποκλειστικά και μόνο αυτό που λέμε σκέφτομαι ή σκέψη. (Το νοέω, λόγου χάριν,  σημαίνει αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ, βλέπω και σκέφτομαι- λιγότερο συχνά). Τα βούλομαι και βουλή σημαίνουν επιθυμώ αλλά και σκέφτομαι, σχεδιάζω, εξ ου και βούλησις και βουλεύομαι.  Η λέξη θυμός δηλώνει και τα έντονα πάθη αλλά και τη σκέψη. Το λεξιλόγιο της σκέψης είναι άμεσα συνυφασμένο με αυτό της απάτης: μήτις είναι η πανούργα σκέψη, η σκέψη που αποσκοπεί στην εξαπάτηση. Ο νόος είναι η δύναμη και της νοητικής αντίληψης αλλά και της θέλησης. Δεν είναι του παρόντος μια διεξοδική εξέταση  του ζητήματος.

Ο Παρμενίδης είναι κληρονόμος αυτής της μη διάκρισης επιθυμίας και σκέψης αλλά και μεταξύ των πρωτοπόρων της διάκρισής τους. Στον πρώτο στίχο του ποιήματος του διαβάζουμε:

ίπποι ταί με φέρουσιν όσον τ’ επί θυμός ικάνει/πέμπον, . . .

Το άρμα με τις φοράδες, αυτές με φέρνουν, τόσο μακριά όσο ο θυμός μου φτάνει: πώς να μεταφράσουμε, φίλες και φίλοι, τη λέξη θυμός; Επιθυμία ή σκέψη –  μήπως είναι και τα δύο; Εάν είναι και τα δύο, δεν διαθέτουμε κάποια λέξη για να μεταφράσουμε τη λέξη θυμός. Ο Παρμενίδης ανεβαίνει με το ιπτάμενο άρμα ψηλά, πολύ ψηλά –  είναι σκέψη αυτό, είναι επιθυμία, είναι φαντασίωση ή μήπως μια εκστατική εμπειρία, σαμανικού τύπου; Μήπως, σε αυτή την περίπτωση, η καταλληλότερη λέξη είναι η φαντασίωση;

ΜΕ αυτόν τον τρόπο εργαζόμενος έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όλα όσα σκέφτεται και υποστηρίζει για το εόν ο Παρμενίδης δεν είναι αποτέλεσμα της σκέψης, δεν είναι μόνο, αλλά είναι αυτό που επιθυμεί. Επιθυμεί και σκέφτεται ταυτόχρονα. Εάν είναι έτσι, θα πρέπει να αλλάξουμε την εστίασή μας και να διατυπώσουμε άλλα ερωτήματα. Τι καθορίζει, τι προσδιορίζει την επιθυμία του Παρμενίδη, γιατί επιθυμεί αυτά που επιθυμεί; Πιο συγκεκριμένα: γιατί επιθυμει το εόν να είναι αμετάβλητο, και, κατά συνέπεια, ένα; Γιατί αρνείται την μεταβολή και την πολλαπλότητα; Υπάρχει κάποιος λόγος ή να υποστηρίξουμε ότι έτσι του ήρθε, σε μια στιγμή έμπνευσης;

ΓΙΑΤΙ ο Παρμενίδης επιθυμεί την αμεταβλησία και την ενό-τητα, ποια είναι τα πλεονεκτήματά τους, γιατί δεν επιθυμεί τη μεταβολή και την πολλαπλότητα, ποια είναι να μειονεκτήματά τους;  Για να απαντήσουμε σε αυτά τα κεντρικής σημασίας ερωτήματα, θα πρέπει να εντοπίσουμε και να μελετήσουμε την κομβική αντίληψη της κοσμοθεωρίας της αρχαϊκής ισχυρής και πλούσιας αριστοκρατίας, γαιοκτημονικής  και δουλοκτητικής,  κατά το πλείστον, στην οποία ανήκε και ο Παρμενίδης. Και η αντίληψη αυτή δεν είναι άλλη από την πρωταρχικότητα, την προτεραιότητα της ισχύος –  και του πλούτου. Η ζωή είναι αποτέλεσμα της νίκης, της ισχύος δηλαδή, η ισχύς υπερνικά τα πάντα, όλα προέρχονται από την ισχύ και όλα κατατείνουν στην ισχύ. Προσωποποίηση αυτής της κομβικής αντίληψης είναι οι ομηρικοί θεοί. Ό,τι αυξάνει την ισχύ (και τον πλούτο) είναι καλό, ό,τι την μειώνει ή την εξαφανίζει είναι κακό. Αύξηση και μείωση ή απώλεια είναι αλλαγή, είναι μεταβολή –  η αύξηση καλή και επιθυμητή, η μείωση και η απώλεια κακή και ανεπιθύμητη, αποφευκτέα. Η μεταβολή, η αλλαγή είναι μια κατάσταση αμφίσημη, όπως και ο πόλεμος –  εάν νικήσεις, θα επιβιώσεις και θα γίνεις πιο πλούσιος και ισχυρός· εάν ηττηθείς, θα τα χάσεις όλα – ελευθερία, ζωή, πλούτο, ισχύ και κλέος (δόξα, φήμη).

Οι πλούσιοι και ισχυροί αριστοκράτες  βίωναν και τις δύο πτυχές της μεταβολής. Ισχυροί και πλούσιοι αριστοκρατικοί οίκοι χάνονταν κι άλλοι γίνονταν ακόμα πιο πλούσιοι και ισχυροί. Σε προσωπικό επίπεδο, η μεταβολή οδηγεί από τη γέννηση στην νεανική και ανδρική ρώμη και ισχύ αλλά τελικά επέρχεται η φθορά, οι ασθένειες, η αδυναμία, ο θάνατος –  η ριζική απώλεια, η ύστατη και αναποφευκτη ήττα.

ΤΙ επιθυμεί ο Παρμενίδης; Επιθυμεί να εξοβελίσει την αλλαγή, εν γένει, και την αλλαγή της αύξησης και την αλλαγή της μείωσης και της απώλειας. Δεν τον ενδιαφέρει η αύξηση της ισχύος, τον ενδιαφέρει η μη μείωσή της, η μη απώλειά της. Αυτό το ενδεχόμενο, αυτόν τον κίνδυνο θέλει να σβήσει, να εξαλείψει. Φαντασιώνεται μια ισχύ που δεν αυξάνεται άλλο, που δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται και αυτή την φαντασίωση, την επιθυμία την εκλαμβάνει ως πραγματικότητα, την κάνει πραγματικότητα. Και: εάν υπάρχει αυτή η ανυπέρβλητη ισχύς, ένας θα είναι και ο απολύτως ισχυρός. Εάν ήταν δύο, θα υπήρχε μια σχέση μεταξύ τους, κάποιος θα ήταν πιο ισχυρός από τον άλλον, και άρα θα υπήρχε και μια αντιπαλότητα μεταξύ τους, μια σύγκρουση –  πόσο μάλλον εάν ήταν πολλοί.

ΣΤΗΝ κοινωνική πραγματικότητα που ζούσε ο Παρμενίδης ήταν όντως πολλοί οι ισχυροί και υπήρχε ένας διαρκής ανταγωνισμός μεταξύ τους, μια συνεχής σύγκρουση, η έκβαση της οποίας ήταν πάντα άγνωστη και αβέβαιη. Η άρνηση της πραγματικότητας αυτής και η υποκατάσταση μιας άλλης επιθυμίας, η οποία εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα,  ήταν ένας τρόπος διαφυγής για τον Παρμενίδη και όχι μόνο. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται και επινοείται η δυτική μεταφυσική –  δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι επιθυμίες του Παρμενίδη που τις παίρνει για πραγματικότητα: θα ήθελε έτσι να ήταν η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα και η ισχύς ταυτίζονται. Το εόν είναι η πραγματικότητα και η ισχύς.

Η άρνηση όμως της θλιβερής και ελαττωματικής πραγματικότητας και η υποκατάσταση με μια άλλη, φαντασιωσική και επινενοημένη, είναι ένας αμυντικός μηχσνισμός που έχει πολλά κοινά στοιχεία με την σχιζοφρένεια. Δεν είναι λίγοι οι μελετητές του Παρμενίδη που τον χαρακτήρισαν σχιζοφρενή. Εάν είναι έτσι, τότε και η δυτική μεταφυσική θα πρέπει να έχει πολλά κοινά σημεία με τη σχιζοφρένεια.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. εκεί που πας να το πιάσεις, εκεί το ξαναχάνεις… καταρχίν, υπάρχουν τρία είδη νοητικής σκέψης, υπάρχει και η συναισθηματική σκέψη, η οποία συνδέεται άμεσα με την επιθυμία και η οποία χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων… εν προκειμένω, σε αφορά κάποιο από τα είδη της νοητικής σκέψης… εάν συμφωνούμε στο ότι το παρμενίδειο όραμα ήταν αποτέλεσμα του τρίτου και ευγενέστερου είδους νοητικής σκέψης, της ενορατικής, της σύνδεσης με τον κόσμο των ιδεών για να το θέσω απλά, τότε το επιθυμητικό μέρος δεν παίζει μπάλα… ο μόνος περιορισμός σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η ενορατική γείωση και η απόδοση της εμπειρίας στα περιοριστικά καλούπια της μορφής και των λέξεων, αναγκαστικά χάνει την ας πούμε ορίτζιναλ αίγλη της, πρόσεξε δεν διαστρέφεται, απλώς κάτι χάνει…

    όσον αφορά τη σχιζοφρένεια… όπως θα ξέρεις και συ αυτός είναι ψυχιατρικός όρος και η ψυχιατρική είναι μια πολύ πρόσφατη “επιστήμη”… μάλιστα, όπως ορθώς υποστηρίζει και η αντιψυχιατρική, είναι “παιδί” αποκλειστικά των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών, εξ ου και σε προγενέστερα ή άλλα κοινωνικοπολιτικά συστήματα ανά τον πλανήτη, τα λεγόμενα ψυχικά σύνδρομα δεν είναι καν σύνδρομα…