φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΠΕΘΑΝΕ πριν λίγες μέρες, στις 25 Οκτωβρίου, ο Μάικ Ντέιβις (Michael Ryan Davis), σε ηλικία 76 ετών, μαρξιστής γεωγράφος και πολεοδόμος, καθηγητής Πανεπιστημίου – φορτηγατζής στα νιάτα του. Στα ελληνικά έχει δημοσιευτεί το βιβλίο του “Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου” (εκδ. futura, μετ. Γιάννης Χαραλαμπίδης). Το κομβικό του ενδιαφέρον είναι η καταστροφή και η ιδιωτικοποίηση, η στρατιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου των αστεακών κέντρων που έχει σχεδιάσει και εκτελέσει το κράτος, πολιτική στρατηγική που δεν περιορίζεται στο Λος Άντζελες, που περιγράφει διεξοδικά ο Ντέιβις, αλλά σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
ΜΙΑ από τις συνέπειες της καταστροφής και ιδιωτικοποίησης του δημόσιου αστεακού χώρου (κι όχι αστικού), είναι η ενίσχυση του οικιακού εγκλεισμού. Ο κοινόκτητος και κοινόχρηστος δημόσιος χώρος, που ήταν ένας πολυλειτουργικός χώρος, όπου μπορούσες να ζήσεις, να μάθεις, να γνωρίσεις, να ακούσεις, να φας και να κοιμηθείς, να τραγουδήσεις και να χορέψεις, έχει γίνει απλά πέρασμα. Δεν μπορείς ούτε καν να καθίσεις – μέχρι και τα παγκάκια έχουν αφαιρέσει σε πολλές πλατείες. Εγείρεται όμως το ερώτημα, εάν η ενίσχυση του οικιακού εγκλεισμού είναι επιδιωκόμενη ή προκύπτουσα συνέπεια.
ΟΠΟΙΟΣ κι αν είναι ο χαρακτήρας της, την ύπαρξη της στρατηγικής πολιτικής της ενίσχυσης του οικιακού εγκλεισμού που προωθεί η κρατική κυριαρχία πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να την αρνηθεί. Και αναπόφευκτα έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα με ποιους τρόπους ενισχύεται ο οικιακός εγκλεισμός – δεν έρχεται, δεν έχει πόδια, εμείς το φέρνουμε. Η ακρίβεια, οι χαμηλοί μισθοί και τα χαμηλά μεροκάματα, η ανεργία είναι κάποιοι από αυτούς τους τρόπους; Προς αυτό το ζήτημα στρέφουμε το βλέμμα μας. Και σε άλλα δύο, εξ ίσου σημαντικά: τι κάνει ο έγκλειστος, η έγκλειστη μέσα στο σπίτι όλη τη μέρα; Πώς περνάει τη μέρα του; Μπορεί να βγει από το σπίτι του και τι μπορεί να κάνει έξω από αυτό; Μπορεί αλλά δεν θέλει ή θέλει αλλά δεν μπορεί; Μήπως ούτε μπορεί ούτε θέλει; Γιατί δεν θέλει; Έχει συνηθίσει τόσο πολύ να ζει μέσα στο σπίτι, έχει ιδρυματοποιηθεί και δεν θέλει να το εγκαταλείψει; Το δεύτερο: ποιες είναι οι επιπτώσεις του οικιακού εγκλεισμού, πώς θα επηρεάσει το σώμα μας και την κοινωνική, ψυχική και σωματική μας κατάσταση; Μήπως ο επιβαλλόμενος οικιακός εγκλεισμός είναι ένας τρόπος καταστροφής, όχι πια λειτουργικός αλλά ακυρωτικός, των αέργων υποτελών;
ΕΑΝ η ενίσχυση του οικιακού εγκλεισμού συνεχιστεί, και είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί, εξ αιτίας της συρρίκνωσης του καπιταλισμού και της γενίκευσης της οικονομικής εξαθλίωσης, τότε η πλειονότητα του πληθυσμού θα ζει έγκλειστο μέσα στα διαμερίσματα των πόλεων. Η κοινωνία της αεργίας, η διανεμητική κοινωνία θα είναι κοινωνία οικιακού εγκλεισμού. Μια κοινωνία στην οποία η πλειονότητα αυτό που θα κάνει κυρίως θα είναι να βλέπει, να είναι ακινητοποιημένη μπροστα στην οθόνη της τηλεόρασης, του υπολογιστή, του κινητού τηλεφώνου.
Ο οικιακός εγκλεισμός προέκυψε αρχικά με την εφεύρεση του τηλεφώνου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Η τεχνική των επικοινωνιών μας φέρνει κοντά και ταυτόχρονα προκαλεί και διατηρεί τις αποστάσεις. Κάποτε βγαίναμε από το σπίτι για να πάμε να δούμε κινηματογράφο, πηγαίναμε μετά για φαγητό, μετά για ποτό σε μπαράκι, σήμερα οι νέοι και οι νέες βλέπουν ταινίες στο κινητό τους, μόνοι και μόνες. Η κοινωνία του θεάματος ήταν μια μορφή, μια εκδήλωση της καπιταλιστικής, καταναλωτικής κοινωνίας, της χρυσής εποχής του καπιταλισμού, των les trente glorieuses, των τριάντα ένδοξων χρόνων (1945-1975). Η κοινωνία της αεργίας, η διανεμητική κοινωνία δεν (θα) είναι καταναλωτική, δεν (θα) είναι κοινωνία του θεάματος. Τα λίγα απομεινάρια ελευθερίας που υπήρχαν στην κοινωνία του θεάματος, στις κοινωνίες του οικιακού εγκλεισμού θα εξαφανιστούν.
Ο άνθρωπος που ώρες πολλές κάθε μέρα είναι ακίνητος, καθιστός και βλέπει, καταναλώνει τις εικόνες που προβάλλει η όποια οθόνη είναι ένας θεατής. Ο τηλεθεατής είναι ο θεατής που βλέπει τηλεόραση. Ποια είναι η ιστορία του θεατή; Πότε εμφανίστηκε ο θεατής; Υπάρχει κάποια σαφής τάση στους τελευταίους δύο αιώνες, την οποία μπορούμε να επισημάνουμε και να παρατηρήσουμε; Πολύ δύσκολο να αρνηθούμε την ύπαρξη αυτής της τάσης: ο θεατής, η παρακολούθηση ενός θεάματος, ήταν ένα φαινόμενο σπάνιο, έκτακτο και μικρής διάρκειας. Στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες και στις πρώιμες αγροτικές, θεατές ήταν τα μέλη της κοινότητας που παρακολουθούσαν κάποια τελετή, στην οποία συμμετείχε κάποια συγκεκριμένη ομάδα, κυρίως ηλικιακή – οι τελετές μύησης, λόγου χάριν. Στις γιορτές, στα πανηγύρια και στα γλέντια δεν υπήρχαν, και δεν υπάρχουν, θεατές.
Ο θεατής είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον δυτικό πολιτισμό, υπάρχει όμως σαφής τομή, ασυνέχεια από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, με την επινοήση του τηλεφώνου και της προσωρινής άρσης της απόστασης μέσω της μόνιμης διαιώνισής της. Μέχρι τότε, η παρακολούθηση του θεάματος ήταν συλλογική, όχι πολύ συχνή και μικρής διάρκειας. Θα πρέπει να πάμε πίσω στην αρχαία ελληνική κοινωνία για να παρατηρήσουμε και να μελετήσουμε την γένεση του θεατή. Στην κοινωνία αυτή ξεχωρίζουν δύο αντιφατικές μορφές του θεατή: μία είναι ο Ζεύς που παρακολουθεί από μακριά, από την κορυφή του βουνού τους θνητούς που πολεμούν και εξασφαλίζει μεγάλη απόλαυση, τονίζει με έμφαση η Ιλιάδα, τόσο από αυτό που κάνει όσο κι από αυτό που βλέπει. Ο Ζεύς είναι ο πρώτος τηλε-θεατής στον δυτικό πολιτισμό – ως θεός μπορεί και βλέπει από πολύ μακριά. Δεν πολεμά, είναι ασφαλής και χαίρεται και για την ασφάλειά του και γι’ αυτό που βλέπει, όπως εμείς χαιρόμαστε με τους φόνους που βλέπουμε στις ταινίες του κινηματογράφου. Αυτό που έκανε ο Ζεύς, θα ήθελε να το κάνει και ο κάθε αριστοκράτης, ο Ζεύς ήταν το πρότυπό του – και το έκανε, όταν σταμάτησε να εργάζεται και να πολεμά – εργάζονταν οι δούλοι, πολεμούσαν οι φτωχοί (φάλαγγα, δημοκρατία). Πάνω στα άλογα τους, παρακολουθούσαν τη μάχη και η έκβασή της καθόριζε τη στάση τους: σε περίπτωση ήττας έφευγαν γρήγορα, σε περίπτωση νίκης έτρεχαν να σφάξουν, να καταδιώξουν και να αρπάξουν όση περισσότερη λεία μπορούσαν. Όταν δεν παρακολουθούσαν τον πόλεμο ως θεατές, παρακολουθούσαν τους αθλητικούς αγώνες, οι οποίοι ήταν αναίμακτο υποκατάστατο του πολέμου.
ΣΤΟΝ πόλεμο όμως θα αντικρίσουμε μια άλλη μορφή θεατή – του αιχμαλώτου πολέμου. Ο ηττημένος δένεται και ακινητοποιείται. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βλέπει, όλη του η ύπαρξη περιορίζεται στη θέαση, στη θέαση του νικητή. Από τη μια η θριαμβευτική όραση του νικητή, του θεού, του αριστικράτη, από την άλλη η απεγνωσμένη όραση του ηττημένου, του αιχμαλώτου πολέμου. Ο αιχμάλωτος πολέμου, που είναι μόνο θεατής και τίποτα άλλο, θα γίνει δούλος, θα πάψει να είναι μόνο θεατής και θα συμμετάσχει στην κοινωνική ζωή. Δεν θα πάψει ποτέ να είναι θεατής – θεατής της ευζωΐας των κυρίων του.
ΕΑΝ ο αιχμάλωτος πολέμου αναβαθμίζεται και γίνεται δούλος, εάν παύει να είναι μόνο θεατής, οι φτωχοί μικροκαλλιεργητές και οι ακτήμονες γίνονται οι δεύτεροι, μετά τους αριστοκράτες θεατές των αθλητικών αγώνων, θεατές του δυτικού πολιτισμού. Για λίγες μέρες το χρόνο, από το πρωί μέχρι το βράδυ, παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις – οι θεατές των αθλητικών αγώνων και οι θεατές του θεάτρου είναι οι πρώτοι θεατές του δυτικού πολιτισμού, όλοι οι άλλοι προέρχονται από αυτούς.
ΣΤΗ ρωμαϊκή κοινωνία, οι θεατές γίνονται περισσότεροι και παρακολουθούν πιο συχνά θεάματα. Παρακολουθούν τους θριάμβους των νικητών στρατηγών, θεατρικές παραστάσεις και τις αιματηρές υποκαταστάσεις του πολέμου και του θεάτρου στο Amphitheatrum Flavium, στο γνωστό μας Κολοσσαίο, το οποίο διέθετε 65.000 θέσεις θεατών – το έχτισαν Ιουδαίοι αιχμάλωτοι πολέμου (72-80 μ. Χ.). Στον Μεσαίωνα οι θεατές είναι λίγοι και η παρακολούθηση θεαμάτων σπάνια και μικρής διάρκειας. Καθ΄όλη την διάρκεια της φεουδαρχικής εποχής το κατ΄ εξοχήν δημοφιλές θέαμα είναι η δημόσια εκτέλεση κακοποιών και επαναστατών. Στις χριστιανικές εκκλησίες, η λειτουργία είναι μια μορφή τροποποιημένης θεατρικής παράστασης, ενώ στην Ιταλία, η εκκλησία μετεξελίσσεται σε θέατρο, οπου ανεβάζονται παραστάσεις θρησκευτικού περιεχομένου.
ΜΕΧΡΙ την επινόηση της τηλεόρασης, η παρακολούθηση των θεαμάτων είναι συλλογική, ο θεατής είναι μέλος μιας προσωρινής κοινότητας. Στην αρχαία Αθήνα, υπήρχε αστυνομία για να επιβάλει την τάξη στον χώρο του θεάτρου, ο οποίος ήταν ένας πολυλειτουργικός χώρος – έφερναν μαζί τους φαγητό και έτρωγαν, όλο το θέατρο μύριζε σκορδίλα από τα πολλά σκόρδα που έτρωγαν. Την εποχή του Σέξπυρ οι θεατές, μας λέει στην Τυραννία της Οικειότητας ο Ρίτσαρντ Σένετ, ανάγκαζαν τους ηθοποιούς να ξαναπαίξουν μια σκηνή που τους εντυπωσίαζε και τους ενθουσίαζε – και μία και δύο και περισσότερες φορές.
ΜΕ την εξέλιξη του μεσαιωνικού ποδοσφαίρου σε καπιταλιστικό και το χτίσιμο των πρώτων ποδοσφαιρικών σταδίων στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αριθμός των θεατών αυξάνει όσο ποτέ άλλοτε. Η επινόηση του κινηματογράφου τους αύξησε ακόμα περισσότερο: εάν οι θεατές των αγώνων ποδοσφαίρου ήταν μόνο άντρες, τώρα με τον κινηματογράφο όλος ο πληθυσμός γίνεται θεατές, για λίγη ώρα, λίγες φορές κάθε χρόνο ή κάθε μήνα. Η παρακολούθηση παραμένει συλλογική αλλά τώρα επιβάλλεται η πειθαρχία και η ακινητοποίηση – τόσο στο θέατρ όσο και στην αίθουσα κινηματογράφου. Θυμάμαι ότι στις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι θεατές εξέφραζαν την απαρέσκειά τους, γιουχάροντας και σχολιάζοντας, ή τπον ενθουσιασμό τους χειροκροτώντας, φωνάζοντας συνθήματα. . .
Η μεγάλη τομή έγινε με την επινόηση της τηλεόρασης: η συλλογική παρακολούθηση έγινε ομαδική και από ομαδική, ατομική. Ο υπολογιστής καθιέρωσε την ατομική θέαση, ενώ το κινητό την γενίκευσε σε έκταση και ένταση. Μια δεύτερη τομή ήταν ο φορητός υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο – τώρα ο ατομικός θεατής παύει να είναι ακινητοποιημένος και κινείται ελεύθερα. Κινείται σε όλους τους δημόσιους χώρους, συμβάλλοντας στην ολοσχερή και μη αναντρέψιμη καταστροφή τους.
Σχολιάστε ελεύθερα!