in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

η (ευχάριστα παράξενη) ιστορία του ρήματος ‘είμαι’ (/ime/)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

”ΟΠΟΙΟΣ νομίζει ότι είναι σπουδαίος πρέπει να πάει στο νεκροταφείο. Εκεί θα δει τι είναι πραγματικά η ζωή. Μια χούφτα σκόνη. La vida no vale nada (η ζωή δεν αξίζει τίποτα)”.  Αυτά τα λόγια ακούμε τρεις φορές (τη μία ως σπανιόλικο τσιγκάνικο φλαμένγκο) στη ταινία του Jim Jarmusch, The limits of control. Σας τα χαρίζω αυτά τα λόγια και με αυτά υποδέχομαι το νέο έτος. Ευχές τέλος. Αγανάκτησα με τις ευχές. Απηύδησα.

ΤΟ μόνο που είναι βέβαιο, πέρα από μια χούφτα σκόνη, πέρα από το la vida no vale nada, είναι ότι θα συνεχίσουμε να ερευνούμε, να σκεφτόμαστε, να συνεργαζόμαστε, να μαθαίνουμε, να διδάσκουμε, να γερνάμε (εμείς που είμαστε στα πρόθυρα του γήρατος), να δημιουργούμε, να περπατάμε, να κάνουμε καλή παρέα, να τρώμε και να πίνουμε και να λέμε σοφές μαλακίες για να γιαλάμι. Σήμερα θα ρίξουμε ένα βλέφαρο στην πολύ ενδιαφέρουσα, ευχάριστα παράξενη, θα έλεγα,  ιστορία του ρήματος ‘είμαι’.

Η νέα ελληνική γλώσσα είναι κλιτή γλώσσα –  όπως και η αρχαία ελληνική, η λατινική, η γερμανική. Η Τυπολογία των Γλωσσών, ένας πολύ πρόσφατος κλάδος της γλωσσολογίας, μας λέει ότι από τις 7.000 γλώσσες που μιλιούνται σήμερα πάνω στον πλανήτη λίγες είναι οι κλιτές γλώσσες. Οι κλιτές γλώσσες δεν ήταν πάντοτε κλιτές. Τι ήταν; Μπορεί μια κλιτή γλώσσα να πάψει να είναι κλιτή; Ναι, μπορεί: η αγγλική ήταν κάποτε κλιτή, τώρα όμως δεν είναι. Το 2022 θα ολοκληρώσω το γράψιμο μιας μελέτης που δίνει απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα, τα οποία, εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα. Πώς ήταν η αρχαία ελληνική γλώσσα πριν γίνει κλιτή; Πώς εμφανίστηκε η κλίση; Με ποια σειρά εμφανίστηκαν τα λεγόμενα μέρη του λόγου; Το σημερινό κείμενο είναι από αυτή τη μελέτη.

Η λέξη, το ρήμα είμαι (ίμε)είναι πολύ παράξενη – θα δούμε γιατί. Δεν θα μάθουμε ποτέ πότε, ποιος και που την πρόφερε για πρώτη φορά. Μόνο εικασίες είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε. Η νέα ελληνική γλώσσα διαμορφωνόταν επί μια ολόκληρη χιλιετία, το λιγότερο, από τους πρώτους χριστανικούς αιώνες μέχρι το 1400-1500. Θα πρέπει να εμφανίστηκε λοιπόν αυτή την εποχή, μάλλον προς τα μέσα και μετά της διαδικασίας διαμόρφωσης της νέας ελληνικής. Μπορεί μετά το 600 μ. Χ., μπορεί μετά το 1000. Δεν ξέρουμε –  εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω, δεν μπορώ να βρω στοιχεία. (Δεν έχω συμβουλευτεί το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής του Εμμ. Κριαρά). Ξέρουμε όμως ότι μέχρι τότε οι ομιλητές έλεγαν ειμί (ιμί).  Το ειμί είναι ενεργητική φωνή –  γιατί δεν παρέμεινε ενεργητική και έγινε ρήμα μέσης φωνής; Δεν είναι παράξενο; Γνωρίζουμε ότι το ρήμα ειμί ήταν το τελευταίο ρήμα με προσωπική κατάληξη -μι. Σε όλα τα άλλα η κατάληξη αυτή αντικαταστάθηκε από την κατάληξη -ω : δείκνυμι> δείχνω· ζεύγνυμι >ζεύω κλπ. Γιατί το ρήμα ειμί δεν έγινε είμω; Γιατί έγινε είμαι; 

ΟΥΤΕ σε αυτά τα ερωτήματα μπορούμε να απαντήσουμε. Μόνο εικασίες, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες. Υπάρχουν όμως δύο βεβαιότητες που μπορούν να μας βοηθήσουν να διατυπώσουμε κάποιες απαντήσεις. Η πρώτη: οι φορείς της  μετεξέλιξης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας σε νέα, οι φορείς της γλωσσικής αλλαγής ήταν οι κάτοικοι των αγροτικών κοινοτήτων και οι φτωχοί των λίγων πόλεων της ύστερης παρακμάζουσας και αποσυντιθέμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η δεύτερη βεβαιότητα: γνωρίζουμε ότι μετά το 1000 μ. Χ. οι ελεύθεροι κάτοικοι των αγροτικών κοινοτήτων μετατρέπονται, με βίαια μέσα, εννοείται, σε δουλοπάροικους, εμφανίζονται δηλαδή μορφές φεουδαρχίας. Επρόκειτο για μια διαδικασία που επιταχύνθηκε και λόγω των εισβολών ποιμενικών λαών (τούρκικα ποιμενικά γένη) και λόγω της κατάκτησης περιοχών της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους δυτικούς επιδρομείς (σταυροφορίες). Με βάση αυτές τις δύο βεβαιότητες, τολμώ να διατυπώσω την παρακάτω υπόθεση: αυτοί που σταμάτησαν να λένε ειμί (ιμί) και άρχισαν να λένε είμαι (ίμε) θα πρέπει να ήταν φτωχοί αγρότες ή κάτοικοι των πόλεων που ήταν φόρου υποτελείς στους γαιοκτήμονες ή και στο κράτος. Η ενεργητική φωνή δηλώνει μια ενεργητική σχέση με την φυσική ή κοινωνική πραγματικότητα, δηλώνει μια σχέση ελευθερίας και αυτονομίας. Η μέση φωνή μπορεί να έχει και παθητική σημασία και να δηλώνει παθητικότητα και εξάρτηση. Εάν είναι έτσι, τότε η μορφή είμαι (ίμε) έχει την εξής σημασία: υπάρχω, ζω ως υποτελής, ως υποταγμένος.

ΕΙΜΑΣΤΕ βέβαιοι επίσης ότι τη λέξη είμαι δεν άρχισαν να την προφέρουν όλοι και όλες μαζί ταυτόχρονα. Κατά κανένα τρόπο. Κάποιος, κάποια, κάπου, κάποια στιγμή την πρόφερε, φαίνεται πως ικανοποίησε κάποια κοινωνική ανάγκη, η λέξη υιοθετήθηκε και από άλλους και διαδόθηκε ευρέως. Από τη στιγμή που πλάστηκε το ρήμα είμαι (ίμε), το πρώτο πρόσωπο ενικού, τα άλλα γραμματικά πρόσωπα προέκυψαν αστραπιαία, με βάση τον νόμο της αναλογίας: είμαι, εί-σαι (κοιμά-σαι), εί-μαστε (κοιμό-μαστε), εί-σαστε (κοιμό-σαστε). Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: το τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού. Σύμφωνα με το νόμο της αναλογίας, θα έπρεπε να είχαμε εί-ται (λούζε-ται) και εί-νται ή εί-ονται (λούζ-ο-νται).  Οι ομιλητές όμως περιφρόνησαν τον νόμο της αναλογίας και επινόησαν άλλη λύση. Ως τρίτο πρόσωπο και στον ενικό και στον πληθυντικό υιοθέτησαν το απαρέμφατο είναι, το οποίο προφανώς είχε πέσει σε αχρηστία, όπως και όλα τα απαρέμφατα. Για παράδειγμα, το μεθύσειν και το γαμήσειν (απαρέμφατα του μέλλοντα της ενεργητικής φωνής) έγιναν μεθύσι και γαμήσι!

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ, φίλες και φίλοι, ότι η μορφή είμαι είναι ένα παράξενο, εξαίσιο τερατούργημα της λαϊκής γλωσσικής δημιουργίας. Κάθε τι το νέο, ειδικά στη γλώσσα, κάθε νέα λέξη, είναι ένα τερατούργημα, που η διάδοσή της το κάνει να χάσει το στοιχείο του τερατώδους. Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια, γλωσσική ή οποιαδήποτε άλλη, δημιουργία χωρίς παράβαση κανόνων. Το ενεργητικό ειμί έγινε μέσο είμαι και με αυτό τον τρόπο οι ομιλητές εξέφρασαν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, τόσο  την κοινωνική τους κατάσταση όσο και τα συναισθήματά τους. Παραβαίνουν χωρίς ενδοιασμό τον νόμο της αναλογίας και υιοθετούν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, και την οποιαδήποτε σκέψη εάν είναι σωστό ή όχι, το απαρέμφατο είναι για το τρίτο πρόσωπο και στον ενικό και στον πληθυντικό! Κάνουν ό,τι θέλουν!  Αυτή είναι η γλωσσική αλλαγή, η γλωσσική δημιουργία! Γαμάτη! 

ΑΥΤΑ για την ιστορία του ρήματος είμαι. Ας δούμε τώρα την ιστορία του ρήματος ειμί, επίσης πολύ ενδιαφέρουσα, μιας και θα μας οδηγήσει στην εμφάνιση του ρήματος, στις απαρχές δηλαδή της εμφάνισης της κλίσης. Ο τύπος ειμί ( ιιμί – η δίφθογγος ει προφερόταν ως μακρό κλειστό μπροστινό ι ήδη από τον 4ο π. Χ, αιώνα) ήταν της ιωνικής-αττικής διαλέκτου. Οι ομιλητές της αιολικής (Θεσσαλία, Λέσβος) έλεγαν εμμί, ενώ της δωρικής ημί (εεμί). Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: γιατί ιιμί, εμμί και εεμί; Γιατί τρεις διαφορετικοί τύποι; Η απάντηση: και οι τρεις αυτές μορφές προέρχονται από το ρήμα *εσμί της Πρωτοελληνικής, η οποία όμως δεν μαρτυρείται σε γραπτά μνημεία (αυτό δηλώνει ο αστερίσκος). Τον υποθέτουμε μετά βεβαιότητας από το εσσί του β΄ενικού, εστί, εσμέν, εστέ. Φαίνεται πως ο συνδυασμός των συμφώνων σ και μ δεν ήταν ιδιαίτερα εύηχος και ευχάριστος στ’  αυτιά των ομιλητών, με αποτέλεσμα το σ να σιγηθεί ή να γίνει μ.

ΤΟ ρήμα *εσμί, μας λένε οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης δύο ανεξάρτητων λέξεων: *ες και -*μι. Το ρήμα, ως λέξη, ήταν κάποτε μια απλή φράση: *ες *μι –  ‘υπάρχω’ ‘εγώ’. Η εξέλιξη αυτή εγείρει τρία ερωτήματα, τα οποία, εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχουν διατυπωθεί, και, άρα, δεν έχουν απαντηθεί. Θα το κάνουμε εμείς εδώ σήμερα. Γιατί ενώθηκαν με τέτοιο τρόπο και έχασαν την ανεξαρτησία τους; Και γιατί ενώθηκαν με αυτόν τον τρόπο; Γιατί δεν έχουμε το ρήμα *μιες αλλά το ρήμα εσμί; Είναι βέβαιο ότι η λέξη *ες σήμαινε αρχικά ”είμαι, υπάρχω”;

ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΣΤΕ πολύ να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα. Εικασίες μόνο θα διατυπώσουμε –  και νέα ερωτήματα. Σκέφτομαι, αναρωτιέμαι: μήπως η απώλεια των ανεξάρτητων λέξεων *ες και *μι υποδηλώνει την απώλεια κάποιας ανεξαρτησίας, κάποιας ελευθερίας των ομιλητών; Θα μπορούσε, γιατί όχι; Μήπως η σύνθεση *εσμί υποδηλώνει ότι οι ομιλητές δέχονταν την προτεραιότητα του γενικού, του όλου (*ες, ύπαρξη) έναντι του μερικού, του μεμονωμένου προσώπου (*μι); Θα μπορούσε, γιατί όχι; ‘Όσο για το τρίτο ερώτημα, διαθέτουμε κάποια στοιχεία που μας επιτρέπουν να είμαστε περισσότερο βέβαιοι. Από τη λέξη *ες και από το ρήμα *εσμί παράχθηκε το επίθετο εσθλός, που σημαίνει ισχυρός, γενναίος, νικητής αλλά και το ουσιαστικό ουσία (από τη θηλυκού γένους μετοχή ούσα) που η αρχική σημασία ήταν πλούτος, περιουσία – η οποία, όπως γνωρίζουμε αποκτάται με αρπαγή, με άσκηση βίας (τα ρήματα κτείνω [ φονεύω] και κτώμαι [αποκτώ] έχουν κοινή ετυμολογία –  εάν δεν φονεύσεις, δεν θα αποκτήσεις!). Η λέξη ουσία διευρύνθηκε σημασιολογικά και έγινε ένας απο τους πιο γνωστούς όρους της δυτικής φιλοσοφίας. Κοντά στην ουσία και το Ον, ο θεός δηλαδή, ο ισχυρός, αθάνατος, παντοδύναμος και παντογνώστης θεός.

ΟΙ λέξεις εσθλός, ουσία και Ον μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι αρχικά η λέξη *ες και το ρήμα *εσμί δεν δήλωναν απλά και γενικά την ύπαρξη αλλά μια συγκεκριμένη ύπαρξη. Την ύπαρξη ως αποτέλεσμα της ισχύος, της υπεροχής, της νίκης. Κατανοούμε λοιπόν γιατί ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, μπορεί να λέει, εγώ ειμί ο ών –  όπου ων είναι η αρσενικού γένους μετοχή του ενεστώτα: εγώ είμαι ο πιο ισχυρός από όλους, εγώ είμαι η προσωποποίηση της υπέρτατης ισχύος, εγώ είμαι αυτό που επιθυμείτε να είστε.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Αχ βρε Θανάση μου! Παλι με εκανες και γέλασα. Χρόνια πολλά!