Ορχήστρα των Βατράχων του Έβρου
διήγημα
– Άκου! Νατάσα, άκου!
– Ζαλίζομαι, θα ξεράσω. Τόσο πολύ ήπιαμε;
– Άκου τα βατράχια και θα σου περάσει.
Σταμάτησαν να περπατούν. Στράφηκαν προς τη μεριά του ποταμού. Δάσος από λεύκες. Μόλις που φαίνονταν, σκοτάδι βαθύ, το φεγγάρι ήταν αλλού. Πέρα μακριά, όχι πολύ μακριά η Μαρίτσα, έτσι λένε τον Έβρο οι Βούλγαροι. Οι παράλληλες γραμμές του τρένου, μερικά βήματα από τα πόδια τους, δίπλα στον χωματόδρομο, ενώνονταν πέρα μακριά αριστερά τους, μέσα στο σκοτάδι, ενώνονταν πέρα μακριά στα δεξιά τους. Όλα ενώνονται, όλα είναι χωριστά.
-Τ΄ακούς, Νατάσα;
– Τ΄ακούω, τ΄ακούω. Πω, πω, πολλή φασαρία κάνουν. Είναι πάρα πολλά!
– Σε λίγο μερικά θα σταματήσουν, λίγο πιο μετά θα σταματήσουν κι άλλα, μετά κι άλλα, μετά θα κοάζουν δυο τρία, μετά ένα και μετά θα υπάρξει σιωπή.