φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΜΙΑ ανοιξιάτικη μέρα, είχαν ανθίσει τα ζουμπούλια, το αγαπημένο λουλούδι και άρωμα της φύσης, μαζί με τη μουνίλα, γυρνώντας από το σχολείο, πήγαινα στη Τρίτη, 1967, με φώναξαν τέσσερις γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η μάνα μου, να πάω να φάω πιταλιά. Κάθονταν και συζητούσαν μπροστά στο φούρνο της γειτόνισας, της Θανάσινας, ποτέ δεν έμαθα το όνομά της. Περίμεναν να βγάλουν την πιταλιά – είναι κάτι σαν λαγάνα που ψήνεται γρήγορα, μέχρι να βγει το ψωμί, οι Ιταλοί έχουν, είχαν, την πίτσα. Κάθισα κοντά τους κι άκουγα. Μετά από λίγο έρχεται με βήμα βιαστικό μια άλλη γειτόνισσα και κάπως συνωμοτικά τις είπε ότι η τάδε άκουσε στο ράδιο ότι στην Αθήνα έγινε. . . . . Δεν κατάλαβα τι έγινε στην Αθήνα αλλά πρέπει να ήταν κάτι έκτακτο, κάτι σημαντικό, αν υπέθετα σωστά από την έκφραση των προσώπων των γυναικών. Εντυπώθηκε, χάριν της πιταλιάς, βαθιά στη μνήμη μου αυτό το περιστατικό και μετά από χρόνια υπέθεσα τι είχε γίνει: στις 21 Απριλίου 1967 περίμενα κοντά στο φούρνο με άλλες πέντε γυναίκες να φάω πιταλιά. Έτσι βίωσα εγώ την 21η Απριλίου 1967 – άλλοι και άλλες με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετικούς τρόπους, πολλούς και ανεπανάληπτους.
ΜΕΤΑ από κάποια χρόνια τα σημερινά νήπια και μικρά παιδιά θα θυμούνται ότι οι γονείς τους και όλοι οι άλλοι και τα ίδια φορούσαν μάσκα για να βγουν έξω αλλά θα είναι μνήμη, εάν δεν συνεχίσουμε να φοράμε μάσκα και τα επόμενα είκοσι ή τριάντα χρόνια. Μάλλον δεν θα φοράμε. Δεν θα φοράμε. Πώς βιώνουμε την πανδημία σήμερα; Με τον ίδιο τρόπο; Όχι, βέβαια, κατά κανένα τρόπο. Με πολλούς και διαφορετικούς και ανεπανάληπτους τρόπους. Αυτό, φίλες και φίλοι, είναι το προσωπικό βίωμα, η προσωπική εμπειρία, η υποκειμενικότητα, τα οποία βέβαια όλα αυτά συνοδεύονται και από έναν προσωπικό αναστοχασμό, σκέψη. Όσο αλλοτριωμένοι και αλλοτριωμένες να είμαστε, όσο αποπροσανατολισμένοι, αποβλακωμένοι, υποταγμένοι, δεν παύουμε ποτέ να νιώθουμε και να σκεφτόμαστε.