in μαρτυρίες

τι νιώθω, τι σκέφτομαι και πώς απαντώ όταν με ρωτάνε, Αλβανός είσαι; (κι αν δεν θέλω να γίνω Έλληνας; )

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΜΕ έχουν ρωτήσει τουλάχιστον πέντε φορές μέχρι τώρα, εάν ξέρω να διαβάζω και να γράφω. Κανένας και καμία από μια παρέα διανοουμένων ή ποιητών, στην οποία θα ήμουν κι εγώ, (ουδέποτε συνέβη και ούτε θα συμβεί), δεν θα μου έκανε αυτή την ερώτηση. Εάν όμως τυχαίνει να ζήσεις σε περιβάλλοντα που πολλοί ή οι περισσότεροι ή και όλοι (γύφτοι) είναι αναλφάβητοι, η ερώτηση είναι πολύ λογική. Ναι, ναι, ξέρω, έχω τελειώσει τη Δευτέρα Δημοτικού –  αυτή ήταν και θα είναι η σταθερή μου απάντηση.

ΠΑΝΩ από είκοσι φορές με έχουν ρωτήσει, Αλβανός είσαι; Εδώ τα πράγματα, φίλες και φίλοι, ψιλομπερδεύονται. Οι απαντήσεις που μπορεί να δοθούν σε αυτό το ερώτημα είναι πολλές. Να μία: όχι, δεν είμαι Αλβανός. Να μια άλλη: όχι, όχι, δεν είμαι Αλβανός. Το δεύτερο όχι στη δεύτερη απάντηση δηλώνει προφανέστατα μια απέχθεια, μια αποκήρυξη, μια βδελυγμία, μια αποστροφή, μια αηδία –  πώς να το πω αλλιώς; Θα μπορούσα να απαντήσω επίσης, όχι, είμαι Έλληνας. Ή: όχι, όχι, είμαι Έλληνας, όπου εδώ η ποσότητα και η ένταση της αποστροφής και της αηδίας περιορίζονται –  υπάρχει μία άρνηση, όχι δύο.

ΕΓΩ όμως δυσκολευόμουν να δώσω κάποια από αυτές τις τέσσερις απαντήσεις. Και οι λόγοι είναι πολλοί. Ο ένας είναι ότι, από τα είκοσι, δεν ξέρω πόσα είναι, λίτρα αίματος μέσα στο κορμί μου, τα πέντε είναι αλβανικό αίμα, λόγω των μεγάλων ποσοτήτων αλβανόλης που περιέχει το αίμα μου, λόγω της μητέρας μου, η οποία ήταν αλβανοελληνικής καταγωγής. Τα υπόλοιπα δεκαπέντε λίτρα είναι άγνωστης προέλευσης. Κάποια λίτρα θα είναι ελληνικό αίμα (με μεγάλες ποσότητες ελληνόλης), μπορεί, δεν το αποκλείω, μπορεί και όχι. Οι γονείς του πατέρα μου και όλα του τα αδέρφια ήταν κάτι παραπάνω από μελαχρηνοί. Πιο σκουρόχρωμοι από γύφτους και Τούρκους. Ο πατέρας μου ήταν κατάξανθος,  όπως και εγώ, όπως και η μεγάλη μου κόρη. Πριν έρθουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα, μετά το 1990, με ρωτούσαν εάν είμαι Γερμανός, ένα από τα παρατσούκλια μου ήταν Χανς. Αυτό το κατάξανθο με είχε προβληματίσει, μέχρι που κατανόησα που οφείλεται. Αυτό το ξανθό παραπέμπει σε ινδοευρωπαϊκό αίμα. Αρχαίο ελληνικό; Σλαβικό; Δεν μπορώ να ξέρω. Ξέρω ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κατάξανθοι αρχικά αλλά μετά την αφομοίωση του γηγενούς πληθυσμού, μετά το 2000 π. Χ., οι φτωχοί το έχασαν το ξανθό χρώμα. Το διατήρησαν όμως οι αριστοκράτες που απέφευγαν τις επιμειξίες με τους γηγενείς. Έτσι, ο Αχιλλέας είναι ξανθός, ο Μενέλαος είναι ξανθός, και ο Γανυμήδης ξανθός ήταν. Στο  αριστοκρατικό ιδεώδες καλός καγαθός το καλός παραπέμπει σε ένα πολύ συγκεκριμένο πρότυπο ομορφιάς: ξανθός, καθαρόαιμος, που δεν έχει αναμειχθεί με το αίμα των γηγενών.  Και το αγαθός σημαίνει πλούσιος, ισχυρός και ένδοξος, διάσημος. Κατεβαίνω στη Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, εκεί όπουν ζουν οι πιο γνήσιοι και οι πιο καθαρόαιμοι Έλληνες και ξανθό άνθρωπο δεν βλέπω. Είναι όλοι και όλες τους σαν τα αδέρφια του πατέρα μου και τους γονείς του: πιο σκουρόχρωμοι δεν γίνεται. Δεν πιστεύω να έχουν αναμειχθεί με Τούρκους και γύφτους! Να κυλούν στο αίμα τους μεγάλες ποσότητες τουρκόλης και γυφτόλης!

ΔΕΝ επέλεγα καμία από τις τέσσερις απαντήσεις. Απαντούσα με ένα ξερό μονολεκτικό, όχι. Αυτό το αόριστο και ασαφές όχι, χωρίς ίχνος αηδίας και αποστροφής είναι πολύ ύποπτο. Το καταλάβαινα από το βλέμμα τους και το ύφος τους. Και από τη συνέχεια των ερωτήσεων. Τι είσαι;  ‘Η: Έλληνας είσαι; Προτιμούσα τη δεύτερη ερώτηση, για να απαντήσω, επειδή έπρεπε να απαντήσω, γιατί επέλεγα ένα ξερό, ναι. Στην πρώτη ερώτηση έπρεπε να απαντήσω, και απαντούσα, πάλι μονολεκτικά, χωρίς το ρήμα είμαι:  Έλληνας.

ΜΕΤΑ από ένα τέτοιο περιστατικό, κάθε φορά σκεφτόμουν κι ένιωθα πολλά και διάφορα. Θυμόμουν πολλά, έκανα πολλά φλας μπακ.

ΕΧΩ πάρει μια δουλειά στη Λούτσα, θα πρέπει να ήταν 1994, η μητέρα μιας φίλης μου ήθελε να καταργήσει μια πόρτα και πήγα και την έκτισα. Μετά από λίγες μέρες πήγα να σοβατίσω. Πλένομαι, φοράω τα καθαρά μου ρούχα, ανεβαίνω στο λεωφορείο για να επιστρέψω Αθήνα. Ήταν η εποχή που κυνηγούσαν τους Αλβανούς μετανάστες, αν θυμάστε. Σταματάει το λεωφορείο σε μπλόκο των μπάτσων, μπαίνει ένας μέσα από την μπροστινή πόρτα, εγώ είμαι πίσω, ρίχνει μια ματιά, με βλέπει, βάζει πρώτη, γκαζώνει κι έρχεται με βήμα ταχύ και αποφασιστικό προς το μέρος μου. Είσαι Αλβανός; Όχι. Ταυτότητα. Δεν την έχω μαζί μου, είχα μια δουλειά, μια πόρτα, σοβάτισα, άρχισα να του μιλάω, επίτηδες,  κατάλαβε ότι δεν είμαι Αλβανός κι έφυγε. Τι τον τράβηξε και ήρθε μπάτσος μαινόμενος κατά πάνω μου, βέβαιος ότι είμαι Αλβανός; 

Ο οικοδόμος φαίνεται μετά τη δουλειά, όσο και να πλυθεί όλο και καμιά ασβέστη ή τσιμέντο θα είναι κολημμένο στα μαλλιά του, στο πρόσωπο ή τα ρούχα του. Εάν είσαι οικοδόμος, ενδέχεται να είσαι και Αλβανός –  οι περισσότεροι τότε Αλβανοί δούλευαν στις οικοδομές. Το πρόσωπό μου, λόγω της καταγωγής, πάει προς το αλβανικό καλούπι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Και το πρόσωπο του οικοδόμου κάνει μπαμ από μακριά. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρίτος λόγος, ο πιο σημαντικός. Στο βλέμμα μου έχει καταγραφεί, έχει αποτυπωθεί μεγάλη θλίψη, πέντε πόνοι αγιάτρευτοι, στα χείλη μου το χαμόγελο δεν φεύγει ποτέ, ενώ σε όλο το πρόσωπό μου έχουν αποτυπωθεί δύο πράγματα: η κόπωση της χειρωνακτικής εργασίας και ο μισός ποινικός κώδικας. Όλο αυτό το συνολάκι δημιουργεί μια εικόνα, την οποία οι 97 στους εκατό τη βρίσκουν αλλόκοτη, περίεργη, φοβιστερή, παράξενη και φεύγουν τρέχοντας, ενώ οι τρεις άκρως γοητευτική. Αυτοί οι τρεις, δύο γυναίκες και ένας άντρας, συνήθως, γίνονται φίλοι μου και φίλες μου και τους/τις αγαπώ και τους/τις  φροντίζω και θα το κάνω μέχρι την τελευταία στιγμή.

ΕΡΓΑΤΗΣ σε ορυχείο και εργοστάσιο επεξεργασίας μεταλλεύματος του Μποδοσάκη, Βοιωτία ή Εύβοια, δεν θυμάμαι,  μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία. Μετά την μεταπολίτευση, μετά το 1974, επισκέφθηκε ένα κλιμάκιο από την ΕΟΚ, δεν είχαμε μπει ακόμα, το  ορυχείο και το εργοστάσιο, για να ελέγχξει τους χώρους της εργασίας, τις συνθήκες εργασίας, τα μέτρα εργασιακής ασφάλειας αλλά έτυχε εκείνη τη στιγμή να γίνει ατύχημα, ας το πούμε έτσι, με τρεις Έλληνες τραυματίες. Ο Έλληνας διευθυντής πήρε τηλέφωνο στα κεντρικά και κάποιος Έλληνας υπεύθυνος τους είπε να τους κρύψουν. Και τους έκρυψαν άρον άρον σε μια απομακρυσμένη αποθήκη, όπου και πέθαναν. Έλληνες εργάτες ήταν.

ΤΩΡΑ, εγώ, ως χαμάλης, φορτοεκφτορτωτής σε λιμάνια και λαχαναγορές και εργάτης γης και οικοδόμος, με ποιους θα ταυτιστώ, ποιους θα σκεφτώ; Με τους εργάτες που πέθαναν αβοήθητοι μόνο και μόνο για να δείξουν μια καλή εικόνα. Μόνο και μόνο; Μόνο! Η εικόνα μας ενδιαφέρει, όχι η ζωή των Ελλήνων εργατών! Εάν ο Έλληνας υπεύθυνος από τα κεντρικά και ο ‘Ελληνας διεθυντής πρόκριναν την εικόνα, το κέρδος δηλαδή, το μακροπρόθεσμο, και όχι τη ζωή των Ελλήνων εργατών, εγώ δεν μπορώ να μην σκεφτώ και να μην ρωτήσω: όλοι αυτοί είναι Έλληνες; Και απαντώ; εάν αυτοί είναι Έλληνες, δεν είμαστε εμείς. Εάν είμαστε εμείς, δεν είναι αυτοί. Ναι, μπορεί να είμαστε όλοι Έλληνες, αλλά εγώ δεν το δέχομαι. Κι επειδή λένε ότι αυτοί είναι Έλληνες αλλά κι εμείς είμαστε Έλληνες, εγώ δεν είμαι Έλληνας. Θα σας πω τι είμαι. Είμαι Ωραίος. Ουραίος. Αρουραίος.

25η Μαρτίου σήμερα, θα σας πω κι άλλα. 1964, είμαι πέντε, οργώνουμε με τον παππού μου, με αλέτρι και δύο αγελάδες, μου μαθαίνει να οργώνω, ναι, ναι, έχω οργώσει με αγελάδες και αλέτρι, τελειώνουμε το χωράφι και πάμε να ποτίσουμε τις αγελάδες στο ποτάμι, στον Έβρο. Εκεί, καθώς πίνουν νερό οι αγελάδες και εμείς, ακούμε φωνές στην απέναντι όχθη. Βλέπουμε μια ομάδα γυναικών και παιδιών, μερικά ήταν παληκαράκια, να ψάχνουν στην όχθη, να ακούγεται μια φωνή από κάπου, να τρέχουν όλοι προς τα εκεί και να ακούγεται μια κραυγή πόνου, κραυγή απόγνωσης απερίγραπτης,  που έχει αποτυπωθεί στο ελλληνικό  βλέμμα μου και δεν λέει να φύγει, να ακούω κλάματα γοερά. Το αγόρι ή τα αγόρια που έψαχναν να βρουν, τα βρήκαν. Πνιγμένα.

ΚΑΙ ρωτάω τον παππού μου, παππού, κλαίνε και οι Τούρκοι; Και σας ρωτώ, φίλες και φίλοι, γιατί να την κάνω αυτή την ερώτηση, πείτε μου, σας παρακαλώ! Όπως το ξέρετε εσείς, το ξέρω κι εγώ. Τι θα είχα ακούσει ως παιδί! Το 1963 πήγε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία, φύγαμε από το σπίτι μας που ήταν στην ακρη του χωριού, προς το ποτάμι, και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα της μάνας μου, που ήταν μέσα στο χωριό. Θα γινόταν πόλεμος και θα μας έσφαζαν όλους και όλες! Από τότε, κάθε καλοκαίρι πόλεμος πάει να γίνει και πόλεμος δεν γίνεται. Δεν μπορεί αυτοί που σφάζουν να κλαίνε! Γίνεται; Δεν γίνεται! Και βέβαια κλαίνε, μου λέει. 

ΤΟ 1997, σε ηλικία 38 χρονών,  φεύγω από Αθήνα και επιστρέφω, μετά από 27 χρόνια στην Αθήνα,  για τρία χρόνια στο χωριό μου και ζω με τους γονείς μου, μόλις είχαν επιστρέψει κι αυτή, είχε πάρει σύνταξη ο πατέρας μου. Το τελευταίο καλοκαίρι, το 1999, μαθαίνουμε ότι τρία αγόρια, εφηβικής ηλικίας, από το Πύθιο, γειτονικό χωριό, πήγαν να πνιγούν αλλά τα έσωσαν. Ποιοι τα έσωσαν; Δυο φαντάροι Τούρκοι περιπολούσαν στην απέναντι όχθη (στο χώμα της οποίας υπάρχουν μεγάλες ποσότητες τουρκόλης ενώ στην ελληνική μεγάλες ποσότητες ελληνόλης), τα είδαν, βούτηξαν και τα έσωσαν. Τώρα είναι 33-34 χρονών. Μην τους πείτε τίποτα για τους Τούρκους, θα σας σφάξουν!

Ο παππούς μου ο Θανάσης, μιλούσε και βουλγάρικα και τούρκικα, είχε γεννηθεί το 1894, ήταν ενός έτους όταν πέθανε ο Φρίνριχ Ένγκελς, υπηρέτησε εφτά χρόνια στο στρατό. Όταν η περιοχή του Έβρου ήταν ακόμα τούρκικη, υπηρέτησε στον τούρκικο στρατό, δύο χρόνια. Όταν προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, υπηρέτησε άλλα δύο χρόνια στον βουλγαρικό στρατό. Και υπηρέτησε και τρία χρόνια στον ελληνικό στρατό –  είχε πάρει μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία, ως μάγειρας, δεν του έδιναν όπλο όχι μόνο επειδή είχε υπηρετήσει στον βουλγάρικο και τούρκικο στρατό αλλά επειδή δεν καταλάβαινε τι είναι να είσαι Έλληνας. Έζησα έντεκα χρόνια με τον παππού μου, αυτός ήταν ο πατέρας μου, που δούλευε στα ξένα, στην Ελλάδα, σε ορυχεία και λατομεία,  αλλά  οι μνήμες που έχω ακόμα ζωντανές μου λένε ότι δεν είχε ανεπτυγμένο κάποιο εθνικό αίσθημα, το εάν ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος ή Τούρκος δεν τον πολυενδιέφερε.

ΚΑΤΑ τη διάρκεια της παραμονής μου στο χωριό, ένας γέρος που είχε περάσει τα ενενήντα, άρα είχε γεννηθεί γύρω στο 1910, μου είπε το εξής. Το 1922 όταν προσαρτήθηκε η περιοχή του Έβρου, η Γκατζολία,  στην Ελλάδα, τους έστειλε το ελληνικός κράτος σημαίες. Οι άνθρωποι όμως δεν είχαν ιδέα ούτε από σημαίες ούτε από Ελλάδα και νόμισαν ότι τους έστειλαν υφάσματα, στο χρώμα της ανδρικής φορεσιάς (γαλάζιο, εξ ου και το γαλαζοβράκηδες, εκτός από γκατζόληδες  γκατζόλ, γαϊδούρι) και τα έκαναν φούστες και παντελόνια, για μικρούς και μεγάλους. Μια ελληνική σημαία δέκα κιλότες  θα τις βγάζει. (Για τη συνέχεια, Φαντασιακές κοινότητες, του Μπενέντικτ Άντερσον).

ΚΑΤΑ τη διάρκεια της παραμονής μου στο χωριό μου ένας συμμαθητής μου με διηγήθηκε το εξής. Ο παππούς του πήρε μέρος κι αυτός στην μικρασιατική εκστρατεία. Όταν τελείωσε, παρέδωσε ό,τι του είχαν δώσει αλλά του έλειπε ένα κουτάλι. Λίγα χρόνια μετά, ο παππάς κι ένας μπάτσος πήγαν στο σπίτι του και του πήραν μια αγελάδα για το κουτάλι. Πλιάτσικο κανονικό. Ελληνικό! Πλιάτσικο ελληνικότατο. Μία από τις δύο –  άντε τώρα να οργώσεις με μία αγελάδα! Άκουγε Ελλάδα και Έλληνας και ξερνούσε χολή.

ΤΟ 2001 κτίζω αποθήκη στην Αμαλιάδα, εκεί όπου ζουν οι πιο γνήσιοι Έλληνες. Βοηθός μου νεαρός Αλβανός. Μετά από τρεις μέρες, με λέει το εξής. Μάστορα, δουλεύουμε τρεις μέρες και δεν με έχεις βρίσει ακόμα. Ήθελε να μου πει, καλά, εσύ είσαι ή δεν είσαι Έλληνας; Τον λέω. Το μάστορα θα το κόψεις. Θα με αποκαλείς μαλάκα Έλληνα κι εγώ θα σε αποκαλώ μαλάκα Αλβανό. Δέχεσαι; Δέχομαι, με λέει,  χωρίς να το σκεφτεί και πολύ. Γιατί να σε βρίσω, ρε μαλάκα Αλβανέ; Και λάσπη με φέρνεις, και τούβλα με φέρνεις, είσαι και ο πρώτος βοηθός. Ναι, μου λέει, και για τους άλλους  είμαι κι ο πρώτος βοηθός αλλά με βρίζουν κάθε πέντε λεπτά. 

ΦΙΛΟΣ, οικοδόμος, καλουπατζής, δεν γούσταρε Τούρκους και μαύρους. Ρατσιστής. Πήγε στον Καναδά, έκανε για ένα φεγγάρι φυλακή, βγαίνει, παίρνει αμέσως το αεροπλάνο και επιστρέφει Αθήνα. Βρισκόμαστε και με λέει. Με πήγαν σε ένα κελί όπου μέσα ήταν ένας Τούρκος κι ένας μαύρος. Και γαμώ τα παιδιά!  Καλά, ρε μαλάκα, τον λέω, έπρεπε να πας φυλακή για να το μάθεις; Τα κοινά προβλήματα φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, όποιοι και να είναι, από όπου και να είναι.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2020, επιστρέφω από Αθήνα με το τρένο. Κάθομαι σε μια τετράδα, με τραπεζάκι για να διαβάζω, και δεξιά μου, στην απέναντι τετράδα, κάθονται τρεις νεαρές γυναίκες, γύρω στα 25 με 30. Συζητάνε κάτι για τις δουλειές τους, για μια φίλη τους που χώρισε και κάτι τέτοια. Μιλάνε ελληνικά, άρα είναι Ελληνίδες. Εάν ήταν μαύρες από την Νιγηρία και μιλούσαν Ελληνικά άπταιστα και χωρίς προφορά, θα σκεφτόμουν ότι έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά δεν είναι Ελληνίδες. Ή μπορεί να έχουν και ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια αλλά ο κοινός νους θα έλεγε ότι δεν είναι Ελληνίδες διότι οι Ελληνίδες μπορεί να είναι και μελαχρηνές αλλά μαύρες κάρβουνο δεν είναι. Ο Ατεντοκούμπο είναι Έλληνας αλλά ο κοινός νους θα πει ότι δεν είναι Έλληνας αφού οι Έλληνες δεν είναι μαύροι κάρβουνο. Κάποια στιγμή χτυπάει ένα κινητό. Απαντά μία απο τις τρεις αλλά μιλάει Αλβανικά! Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζουν να συζητούν στα αλβανικά. Ελληνίδες ή Αλβανίδες; Μήπως και τα δύο; Μήπως τίποτα από αυτά τα δύο; Μήπως Ωραίες, Ουραίες, Αρουραίες;

ΑΠΟ το Έλληνας γενιέσαι πήγαμε στο Έλληνας γίνεσαι. Από το ένα παραμύθι στο άλλο. Το δεύτερο είναι πολύ πιο έξυπνο, πολύ πιο ύπουλο. Το πρώτο μας λέει, ή είσαι Έλληνας ή δεν είσαι. Μαύρο ή άσπρο, δεν υπάρχουν αποχρώσεις. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι καθαρά ποιμενικός. Εάν διαβάσετε με προσοχή τη ραψωδία Ι, θα παρατηρήσετε ότι αυτό είναι το μοντελάκι της σκέψης του Αχιλλέα –  θα το δούμε αύριο το πρωί. Το δεύτερο παραμύθι δεν είναι μαύρο ή άσπρο. Το δεύτερο παραμύθι μας λέει ότι και ένας μαύρος μπορεί να είναι Έλληνας, ο Ατεντιοκούμπο και να  μας κάνει περήφανους με τα καρφώματά μου και τα εκατοντάδες εκ. δολλάρια που κερδίζει. Πολύ περήφανους. Άρα, όλοι και όλες, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, γλώσσας, πολιτισμού μπορεί να είναι Έλληνας επειδή έγινε Έλληνας. Πώς μπορεί κάποιος να γίνει Έλληνας; Να μάθει ελληνικά και να υιοθετήσει όλη την ιδεολογία και συμπεριφορά του Έλληνα. Η γλώσσα μόνο δεν αρκεί. Πρέπει να πιστεύεις ότι οι Έλληνες είναι κάτι ξεχωριστό, ότι καταγόμαστε από ένδοξους προγόνους, ότι είμαστε οι καλύτεροι, ότι είμαστε ισχυροί, ότι είμαστε ανώτεροι, ότι οι Έλληνες (πρέπει να) γαμάνε και δέρνουν. Εάν είσαι εργολάβος Έλληνας ή γενικά αφεντικό θα πρέπει να μην πληρώνεις τις υπερωρίες, θα πρέπει να βρίζεις. Δεν το κάνουν μόνο οι Έλληνες, εννοείται, αλλά δεν είσαι Έλληνας αν δεν το κάνεις κι εσύ.

ΤΟ παραμύθι δεν γεννιέσαι Έλληνας, γίνεσαι, είναι μια ευφυεστάτη στρατηγική  –  αφομοιωτική, αφοπλιστική, ενσωματοτική, ας μου επιτραπεί η λέξη. Ναι, δεν γεννιέσαι Έλληνας διότι μόνο η ελληνική γλώσσα δεν αρκεί. Ποια ελληνική γλώσσα;  Μέχρι το 1920, χοντρικά, δεν υπήρχε νέα ελληνική γλώσσα, υπήρχε μόνο ένας μεγάλος αριθμός διαλέκτων, οι ομιλητές των οποίων δεν καταλαβαινόντουσαν μεταξύ τους! Εκτός εάν ως ελληνική γλώσσα εννοήσουμε όλες τις διαλέκτους. Αλλά κάτι τέτοιο είναι και αντιεπιστημονικό και μη πρακτικό! Δεν μπορεί κάποιος να χρησιμοοποιήσει ταυτόχρονα όλες τις διαλέκτους για να επικοινωνήσει λεκτικά! Αλλά έθνος και κράτος δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς μια κοινή γλώσσα. Έπρεπε να βρεθεί μια γλώσσα. Εάν δεν υπάρχει, θα τη φτιάξουμε. Το κράτος είχε τη γλώσσα του. Ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων θα πρέπει να μιλάμε αρχαία ελληνικά, την αττική διάλεκτο συγκεκριμένα, που παίρνει τη μορφή της καθαρεύουσας! Οι λογοτέχνες όμως και οι διανοούμενοι, όχι όλοι, ένα μικρό μέρος στην αρχή, έφτιαξαν τη δική τους νέα ελληνική γλώσσα, τη δημοτική, η οποία έγινε επίσημη γλώσσα το 1978, αν θυμάμαι καλά!

Η μητρική μου γλώσσα ήταν μια διάλεκτος του Έβρου, της Γκατζολίας. Εάν ερχόταν κάποιος ξένος στο χωριό, δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα. Μιλούσαμε όμως ελληνικά, ήμασταν ελληνόφωνοι. Το πόσο έχω υποφέρει και πόσο έχω πονέσει επειδή η μητρική μου γλώσσα ήταν τα Πετραδιώτικα, δεν μπορείτε να φανταστείτε! Δεν μπορείτε τι έχω τραβήξει. Ασφαλώς και δεν είμαι ο μόνος!

ΕΛΛΗΝΑΣ! Φίλες και φίλοι, αυτή είναι μία λέξη. ‘Εχω περάσει τα εξήντα και δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα τι σημαίνει Έλληνας, δεν νιώθω Έλληνας, δεν θέλω να νιώθω Έλληνας, δεν γεννήθηκα Έλληνας, δεν είμαι Έλληνας, δεν έγινα Έλληνας, δεν θα γίνω Έλληνας. Μπορώ να σας αραδιάσω ένα κατεβατό για το τι σημαίνει Έλληνας, το έχω κάνει ήδη, αλλά, με συγχωρείτε πολύ, δεν νιώθω τίποτα, δεν αισθάνομαι τίποτα. Το πόσο έχω υποφέρει από Έλληνες δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Κι αν με ρωτήσετε, τι είμαι, θα σας το ξαναπώ για να μην το ξεχάσετε: είμαι Ωραίος. Ουραίος. Αρουραίος.

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ!

ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ! ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ!

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ!

ΖΗΤΩ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ! ΖΗΤΩ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ

Σχολιάστε ελεύθερα!