φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΧΤΕΣ, μα την Παναγία, έμαθα ότι υπάρχει (π)αγκόσμια (η)μέρα της (ε)λληνικής (γ)λώσσας. Σιμιοτέον, τα π, η, ε και γ τα γράφουν με κεφαλαία γράμματα, για να προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και σε αυτή τη μέρα και στην ελληνική γλώσσα. Δεν ξέρω τι γίνεται αυτή τη μέρα. Να στείλω λουλούδια; Σε ποιον, σε ποιαν; Παγκόσμια ημέρα της τούρκικης γλώσσας υπάρχει; Μάλλον όχι. Κάποιας άλλης γλώσσας; Δεν νομίζω να υπάρχει! Γιατί μόνο η ελληνική γλώσσα να διαθέτει τη μέρα της; Μα η ελληνική γλώσσα είναι μοναδική! Ναι, ναι, είναι μοναδική – έχει τον κώλο πίσω!
ΓΙΑ όλη αυτή την ελεεινή κατάντια ευθύνεται ένας αριθμός γλωσσολόγων και φιλολόγων και λογοτεχνών, με επί κεφαλής τον Γ. Μπαμπινιώτη, τον είχα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο το 1976-8, τους οποίους ακολουθεί κι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Αυτοί οι εργολάβοι της γλωσσικής ηθικής συμπεριφέρονται όπως οι κυνηγοί κεφαλών, επικηρυγμένων ληστών, στο φαρ ουέστ. Η δουλειά τους, η ζωή τους όλη είναι αφενός να εντοπίζουν λάθοι που κάνουν οι ομιλητές και αφετέρου να εντοπίζουν δάνεια από άλλες γλώσσες και να πλάθουν ελληνικές λέξεις για να τα αντικαταστήσουν. Τα λάθη και οι δάνειες λέξεις είναι ο εφιάλτης τους. Το τι ακούνε αυτοί που κάνουν λάθη δε λέγεται! Είναι αμόρφωτοι, ανεύθυνοι, καταστροφείς της ελειννικής γλόσσας. Θα καταφέρουν κάτι; Όχι, βέβαια! Οι ομιλητές δεν θα πάψουν να κάνουν ποτέ λάθη, δεν θα πάψουν ποτέ να δανείζονται λέξεις και εκφράσεις από άλλες γλώσσες. Οίμαστε περήφανοι που όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν δανειστεί χιλιάδες ελοινοικές λέξεις, αλλά εμείς ανάξιοι που δανειζόμαστε. Οι γλωσσαμύντορες δεν νοιάζονται μόνο για την γλωσσική παραβατικότητα, νοιάζονται και για την εν γένει παραβατικότητα. Αυτό είναι που τους απασχολεί πιο πολύ. Αλλά υπάρχει επινοητικότητα, δημιουργικότητα χωρίς παραβατικότητα, παράβαση κανόνων;
ΈΧΩ ένα σημειωματάριο όπου καταγράφω λέξεις και εκφράσεις, όπως αυτές του σημερινού τίτλου, που διαβάζω σε βιβλία μεταφρασμένα από κάποια ξένη γλώσσα. Πολλοί και πολλές θα εξαγριωθούν και θα διαμαρτυρηθούν: αυτοί οι μεταφραστές είναι αγράμματοι, δεν ξέρουν γραμματική, να επιστρέψουν στα θρανία του Δημοτικού. Μήπως όμως, φίλες και φίλοι, δεν είναι έτσι τα πράγματα; Πριν εκτυλίξω τα επιχειρήματά μου και τις σκέψεις μου, θα ήθελα να δούμε κάτι που μάλλον θα σας ενδιαφέρει, ειδικά αυτούς και αυτές που κόβουν φλέβες από την αγανάκτησή τους με τα λάθη που διαβάζουν και ακούνε. Θα μας βοηθήσει πολύ να εξετάσουμε τις λέξεις του τίτλου.
ΤΟΥΣ πρώτους μεταχριστινιακούς αιώνες, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, δεν έχει καμιά σημασία, το ρήμα ειμί έγινε είμαι. Ω, τεράστιο λάθος! Έγκλημα! Τι τέρας είναι αυτό! Το ενεργητικό ειμί έγινε μέσο, είμαι. Αλλά: στις εκφράσεις ”είμαι άρχοντας” και ”είμαι δούλος”, η σημασία του ρήματος διαφέρει. Στην πρώτη το είμαι είναι ενεργητικής διάθεσης, στο δεύτερο παθητικής! Έχουμε εμπλουτισμό της γλώσσας. Γιατί όμως το ειμί να γίνει είμαι, γιατί έγινε τότε που έγινε, ποιοί έκαναν αυτό το γλωσσικό έγκλημα; Θα είμαι πολύ σύντομος.
ΚΑΠΟΤΕ όλα τα ρήματα στο α’ πρόσωπο ενικού της οριστικής Ενεστώτα έληγαν σε -μι (αυτή ήταν η προσωπική κατάληξη – φημί, δίδωμι, τίθημι κ.α.). Μετά εμφανίοστηκαν κάποια ρήματα σε -ω (φέρω, έχω, άγω). Με το πέρασμα του χρόνου τα ρήματα σε -μι είτε λησμονούνταν είτε άλλαζαν μορφολογικά: δίδωμι>δίνω, ζεύγνυμι>ζευγνύω>ζεύω. Τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες το μόνο ρήμα σε -μι ήταν το ειμί. Ήταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα και μύγες μέσα στο γάλα η γλώσσα δε σηκώνει. Γιατί όμως δεν έγινε από ειμί, είω, όπως όλα τα σε -μι ρήματα, και έγινε είμαι. Διότι το είμαι είναι ηχητικά πιο κοντά στο ειμί. Πολύ απλά. Ποιοι έκαναν το έγκλημα; Οι σινίθις ίποπτι: οι γνωστοί σίριαλ κίλερς – τα κατώτατα, οικονομικώς και κοινωνικώς, στρώματα: αγρότες, ελεύθεροι και δούλοι, εργάτες και τεχνίτες στις πόλεις.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, φίλες και φίλοι, ότι η μετάβαση από την αρχαία ελληνική γλώσσα στην νέα ελληνική γλώσσα ήταν μια μακρά διαδικασία που διήρκεσε πολλούς αιώνες, μάλλον μια χιλιετία. Δεν υπάρχει ελληνική γλώσσα, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω και θα το πω για άλλη μια φορά: δύο είναι οι γλώσσες, η αρχαία ελληνική και η νέα ελληνική. Η διαδικασία αυτή θα είχε ολοκληρωθεί προ πολλού, εάν δεν εμφανίζονταν κάποιοι που για συγκεκριμένους λόγους πήγαν και έβγαλαν από τον τάφο πολλά γλωσσικά πτώματα, με αποτέλεσμα σήμερα η ατμόσφαιρα να βρομάει ανυπόφορα. Ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι το ξέρουμε: η κατασκευή του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους – η απόπειρα να συνδεθεί το παρόν με το ένδοξο παρελθόν, ώστε να αποκτήσει κύρος αυτό το παρόν. Η απόπειρα αυτή μας έχει ταλαιπωρήσει τα μάλα – ακόμα μας βασανοίζει και μας ταλαιπωρεί. Και θα μας ταλαιπωρεί ακόμα, με τους μαλάκες που έχουμε μπλέξει και τον αρχιμαλάκα Μπαμπινιώτη.
ΚΑΙ μετά από όλα αυτά, ας δούμε γιατί αυτά τα λάθη είναι πολύ σωστά. Σωστά λάθη – ναι, ναι. Το σωστό είναι η μείζων. Γιατί δεν είναι σωστό η μείζονα; Η μείζονα, της μείζονας. Δεν βλέπω τίποτα το περίεργο, απολύτως τίποτα! Δεν βλέπω κανένα λάθος. Η μελιτζάνα, της μελιτζάνας. Η μείζονα προσπάθεια – έξοχο! Της μείζονας προσπάθειας – καταπληκτικό και ολόσωστο. Το δίλημμα είναι σαφές: ή θα διορθώνουμε το λάθος και θα είμαστε σε συνεχή επιφυλακή και ετοιμότητα, και θα βγάλουμε καρκίνο, και θα το κάνουμε μια ζωή, ή θα χαλαρώσουμε και θα εντάξουμε τον τύπο η μείζων στο μορφολογικό σύστημα της νέας ελληνικής. Διότι αυτό το η μείζων, της μείζονος είναι μύγα μέσα στο γάλα και η γλώσσα δεν σηκώνει μύγες μέσα στο γάλα της.
ΔΙΑΒΑΣΑ το ”δευτερευόντων σχέσεων”, το σημείωσα στο σημειωματάριό μου, και αμέσως λίγες σειρές πιο κάτω, τι λέτε να διάβασα; Των δευτερευουσών σχέσεων – το σωστό. Μα την Παναγία! Πήρα πολύ δουλειά για το σπίτι, έκανα έρευνες. Προφανέστατα, ο μεταφραστής θα ξαναδιάβασε τη μετάφραση αλλά δεν το διόρθωσε. Το διάβασε και ο επιμελητής αλλά δεν το εντόπισε το λάθος, παρόλο που λίγες γραμμές πιο κάτω υπάρχει το σωστό. Τι συμβαίνει; Παρατηρούμε την πάλη που γίνεται μεταξύ του λάθους και του σωστού, υπάρχει μια αναποφασιστικότητα, υπάρχει μια σύγκρουση εν εξελίξει. Που θα σταματήσει η μπίλια, ποιο θα επικρατήσει; Μα των δευτερευόντων. Ενώ έχουμε αρσ. και ουδ. δευτερευόντων, στο θηλυκό έχουμε δευτερευουσών και αυτή τη μύγα θα την βγάλουμε από το γάλα. Θα πούμε όμως των πρωτευουσών (πόλεων), θα πούμε των πρωτευόντων θιηλαστικών! Κάποιοι, πολύ λίγοι, αρχαϊκοί τύποι θα επιβιώσουν αλλά θα κρυσταλλοποιηθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό που θα γίνουν γλωσσικοί βράχοι. Βράχοι, διότι οι περισσότεροι τύποι είναι άκλιτοι.
ΔΙΑΒΑΣΑ στην τηλεόραση και ”του συλληφθή” και ”του συλληφθέντα”. Δεν μπορώ να καταλάβω που είναι το λάθος. Δεν τρολάρω, μιλάω πολύ σοβαρά, το ξέρετε άλλωστε. Ο συλληφθείς – πολύ ωραία, ας το γράψουμε με ει. Γιατί δεν γράφουν, δεν λένε του συλληφθέντος αλλά άλλοι του συλληφθή κι άλλοι του συλληφθέντα; Επειδή είναι αγράμματοι και αμόρφωτοι; Όχι, φίλες και φίλοι, όχι. Και εδώ προσπαθούμε να βγάλουμε μύγες μέσα από το γάλα, να προσαρμόσουμε στο μορφολογικό σύστημα της νέας ελληνικής λέξεις γλωσσικά πτώματα. Τα πτώματα πάμε να απομακρύνουμε. Ο μαθητής, του μαθητή – ο συλληφθείς, του συλληφθή (δεν θα μπορούσαμε να γράψουμε ”του συλληφθεί!). Ο μαγαζάτορας, το μαγαζάτορα – ο συλληφθέντας, του συλληφθέντα – δεν είναι ολόσωστο; Είναι! Ο συλληφθέντας – ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί εγώ δεν το βλέπω; Τόσο άχρηστος μαλάκας είμαι;
ΤΟΥ βαθύ μετασχηματισμού. Ακούγεται κάπως, έτσι δεν είναι; Ακούγεται κάπως γιατί δεν το έχουμε συνηθίσει – εάν το συνηθίσουμε θα είναι τόσο τερατώδες όσο και ο τύπος ”είμαι” – αυτός κι αν ήταν τερατώδης. Εδώ ο ομιλητής, ο μεταφραστής κάνει κάτι πολύ απλό, άσχετα αν δεν το συνειδητοποιεί. Η γενική σε πολλά ονόματα σχηματίζεται με τη σίγηση του -ς της ονομαστικής: ο μαθητής, του μαθητή – ο μάγκας, του μάγκα – ο σαβουρογάμης, του σαβουρογάμη. Ο βαθύς, του βαθύ – πάρα πολύ ωραίο. Διότι αυτό το ”του βαθέως” μας έχει τεντώσει: είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι είναι σωστό αλλά δεν είναι, όπως καλά γνωρίζετε: το βαθέος, του βαρέος, του πλατέος. Το βαθέως είναι υπερδιόρθωση – κατά το γραμματέως, γραφέως κλπ. Οπότε: ο μεταφραστής είτε δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό (βαθέως, βαθέος), οπότε επινοεί κατ΄ αναλογίαν τον τύπο της γενικής του βαθύ, είτε συνειδητά επιλέγει τον τύπο ”του βαθύ” – στην πρώτη περίπτωση τον χειροκροτούμε και στην δεύτερη τον χειροκροτούμε. Μιλάει και γράφει πάρα πολύ σωστά τα νέα ελληνικά.
ΤΟ τελευταίο παράδειγμα πονάει πιο πολύ από όλα. Αντί να γράψει εναπομείνασα, γράφει εναπομένασα. Δεν νομίζω πως είναι αβλεψία, μάλλον άγνοια είναι. Ασφαλώς και δεν με ενοχλεί. Εδώ ο μεταφραστής το έχει χάσει το παιχνίδι από τα αποδυτήρια. Η γλωσσική τυμβωρυχία, η νεκρανάσταση του ένδοξου γλωσσικού παρελθόντος μας άφησε κληρονομιά κάποιες προτιμήσεις, κάποιες λατρείες – το πιο γνωστό παράδειγμα είναι του αντικειμένου σε γενική πτώση – χρήζει βοηθείας. Το χρειάζεται βοήθεια δεν είναι en vogue! Δεν είναι της μόδας. Πολύ en vogue είναι και η χρήση μετοχών, όλων των χρόνων και των φωνών, σε μια προσπάθεια να θεραπευτεί ένα πολύ μεγάλο μειονέκτημα της νέας ελληνικής γλώσσας: είναι αναλυτική, πέταξε στα σκουπίδια απαρέμφατα και μετοχές – λίγες κράτησε από αυτές, τις γνωστές τροπικές σε -οντας και – ώντας. Κοιτάξτε όμως σε ποιο σημείο αθεράπευτης βλακείας μπορεί να φτάσουμε. Διαβάζω σε βιβλίο καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας το εξής: της σεσηπότος σανίδος. Δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις το λάθος. Ο σεσηπώς, η σεσηπυΐα, το σεσηπός (ο γεγονώς, η γεγονυΐα, το γεγονός!). Η σεσηπυΐα σανίς, της σεσηπυΐας σανίδος! Της σάπιας σανίδας, ρε μαλάκα, της σάπιας σανίδας! Ποια εναπομένασα και ποια εναπομείνασα περίοδος – και τα δύο τα ίδια σκατά είναι, σωστό και λάθος. Γιατί δεν μπορείτε να το πάρετε απόφαση; Η νέα ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα αναλυτική, σε σύγκριση με αυτήν από την οποία προήλθε, τα πέταξε τα απαρέμφατα και τις μετοχές. Τι να κάνουμε τώρα, να κόψουμε τις φλέβες μας;
ΑΜΑ θέλετε εσίς κόψτε τις. Εγό δεν τις κόβο.
Αμην!