in κοινωνία της αεργίας

πως φαντάζομαι τα πανεπιστήμιά μας στην κοινωνία της αεργίας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Μ΄ αρέσει πολύ να φαντάζομαι, είμαι φαντασμένος. Να φαντάζομαι πράγματα που δεν υπάρχουν. Δεν με ενδιαφέρει εάν θα υπάρξουν ή όχι, καρφάκι δε μου καίγεται. Το να φαντάζομαι με βοηθάει να σκέφτομαι, κι όταν σκέφτομαι, φαντάζομαι. Η πολλή φαντασία όμως είναι επικίνδυνη καμιά φορά –  δημιουργείς έναν άλλο κόσμο που μπορεί να σε καταπιεί. Δημιουργείς έναν άλλο κόσμο γιατί αυτός που ζούμε δεν είναι ο καλυτερότερος. Αυτή είναι η λογική της σχιζο-φρένειας. Δεν διατρέχω όμως αυτόν τον κίνδυνο: είμαι πολύ προσγειωμένος σε αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ο καλυτερότερος. Δεν είμαι απλά προσγειωμένος σε αυτόν τον κόσμο, είμαι κάτι χειρότερο, ώστε, ό,τι και να φανταστώ δεν μπορώ να γλιστρήσω (ιδιόλεκτο των ψυχιάτρων –  να ξεφύγω από τη λογική): αυτή η κοινωνία με έχει βιάσει πολλές φορές, με πολλούς τρόπους και συνεχίζει να το κάνει. Έχω λοιπόν πολλούς λογαριασμούς ανοικτούς με αυτόν τον κόσμο, τόσους πολλούς που το γλίστρημα θα ήταν πολυτέλεια. Εξήντα δύο χρόνια π[ερπατάω σε τεντωμένο σχοινί και δεν έχω έπεσα ακόμα. Πηγαινοέρχομαι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με μεγάλη άνεση. Κινδύνεψα να πέσω, τελικά όμως αποδείχτηκε ότι ήταν μάθημα που το πέρασα με πολύ καλό βαθμό. Καθηγήτρια, η ζωή.

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ μια κοινωνία με ελάχιστα νοσοκομεία, ελάχιστους γιατρούς, ελάχιστα φαρμακα. Αυτή είναι πολιτισμένη κοινωνία, πολιτισμένη κοινωνία  δεν είναι μια κοινωνία με πολλά τεράστια νοσοκομεία, πολλούς γιατρούς, πολλά φάρμακα. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Μόνο εάν εργαζόμαστε έναν, δύο το πολύ μήνες τον χρόνο για την κοινωνία και τους άλλους μήνες να επιδιδόμαστε σε αυτό που μας αρέσει. Φαντάζομαι τρένα με βαγόνι βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, με βαγόνι για να παίζουν τα παιδιά, βαγόνι να παίζουμε μουσική, βαγόνι να μαγειρεύουμε, βαγόνι καπνιστήριο-τεκέ. Φαντάζομαι τα σχολεία να είναι χώροι ελεύθερης συνάντησης των παιδιών και των εφήβων όπου θα παίζουν, θα μαθαίνουν όσα και όποια μαθήματα θέλουν, με δασκάλους που θα επιλέγουν.

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ και πανεπιστήμια που θα είναι πολύ διαφορετικά όχι μόνο από αυτά που υπάρχουν αλλά από αυτά που θα υπάρξουν σε πέντε, δέκα χρόνια. Θα είναι ελάχιστα, θα είναι ιδιωτικά, θα αποφοιτούν λίγοι και λίγες – ο καπιταλισμός και το Κράτος θα σταματήσει να ξοδεύει για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα κλείνουν σχολές και τμήματα, θα λιγοστεύει ο αριθμός των σπουδαστών, ο αριθμός των διδασκόντων και διδασκουσών. Πριν λίγες δεκαετίες, όταν χρειάζονταν πολλούς και πολλές, επιστήμονες και στελέχη επιχειρήσεων,  σπούδαζαν ακόμα και οι γόνοι αγροτικών και εργατικών οικογενειών –  αν και πολλοί φοιτητές αυτής της κοινωνικής καταγωγής σταματούσαν τις σπουδές τους. Εάν έτσι εξελιχθούν τα πράγματα, και είμαστε βέβαιοι ότι έτσι θα εξελιχθούν, τι θα κάνουμε;

ΘΑ με πείτε, είναι απαραίτητο το Πανεπιστήμιο. Απαντώ ευθέως και αμέσως: ναι, είναι άκρως απαραίτητο. ‘Οχι για να πάρουμε πτυχίο και να ασκήσουμε κάποιο επάγγελμα. Όχι, όχι! Μην μπερδεύουμε τα μπούτια μας! Υποθέτουμε ότι θα ζούμε, ζούμε, σε μια κοινωνία αεργίας, διακριτικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η υποχώρηση του επαγγέλματος – και κάτι περισσότερο: η εξάλειψή του. Ο άεργος δεν μπορεί να μην είναι ανεπάγγελτος. Η κατάρα του επαγγέλματος θα γίνει μια κακή ανάμνηση. Όχι όμως και η ειδίκευση. Επειδή δεν θα εργαζόμαστε δέκα μήνες τον χρόνο, επειδή δεν θα ασκούμε κάποιο οχληρό έως επώδυνο επάγγελμα, θα μπορεί ο καθένας και η κάθε μία να ειδικευτεί σε αυτό ή σε αυτά που τον ενδιαφέρουν, που του δίνουν χαρά –  και νόημα. Θα γίνουμε όλοι ανεπάγγελτοι ειδικοί – αυτός είναι ο κομμουνισμός!

ΔΕΝ θα παίρνουμε πτυχία από τα πανεπιστήμιά μας –  τι να τα κάνουμε; Ούτε εξετάσεις ούτε βαθμοί. Θα μπορεί να φοιτά, να συχνάζει, αυτή είναι η αρχική σημασία του ρημάτος φοιτώ, όποιος και όποια θέλει. Και να διδάσκει όποιος και όποια θέλει. Είναι πανεπιστήμιο όμως. Εάν μου πούνε, έλα, Αθανάσιε, να διδάξεις Χέγκελ, θα πω, μα δεν τον ξέρω τον Χέγκελ, πώς θα τον διδάξω; Έχω διαβάσει κάποια πράγματα, την Φαινομενολογία του Νου την παράτησα στη μέση, γερμανικά δεν ξέρω. Έζησα ενάμισι χρόνο συνολικά στη Γερμανία, είχα προχωρήσει αρκετά αλλά δε με σήκωσε το κλίμα της γερμανικής κοινωνίας, έφυγα, παράτησα τα γερμανικά, με παράτησαν κι αυτά. Ο καθένας και η καθεμία ξέρει τι ξέρει να διδάξει. Δεν είμαστε έφηβοι και νέες να φτάνει η δοκησισοφία μας μέχρι ψηλά στον ουρανό. Θα προτείνω να διδάξω Ιλιάδα, ιστορία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας και Παγκόσμια Ιστορία –  με ελάχιστες χρονολογίες και ελαχιστότατα ονόματα. Να διδάξω Ιλιάδα με ένα τρίφυλλο στο αριστερό χέρι κι ένα ποτήρι καρντού στο δεξί –  έτσι μάλιστα!

ΓΙΑΤΙ λοιπόν τα χρειαζόμαστε τα πανεπιστήμια;  Για δύο λόγους. Το πανεπιστήμιο είναι η τελική βαθμίδα επεξεργασίας της γνώσης, των θεωριών. Είμαστε υποχρεωμένοι ό,τι επινοήσαμε, παραγάγαμε, συνθέσαμε να το ανακοινώσουμε, να γίνει κοινόχρηστη γνώση. Θα με πείτε, γιατί να μην τα γράφουμε και να τα διαβάζουμε; Ο δεύτερος λόγος: η ζωντανή, προσωπική επαφή είναι αναντικατάστατη. Διότι μόνο αυτή μας χαρίζει την ηδονή της συζήτησης –  για την οποία θα γράψουμε αύριο. Η διδασκαλία δεν θα είναι μια μονότονη αγόρευση, ανακοίνωση του διδάσκοντος αλλά θα είναι μια συζήτηση μεταξύ όλων των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών.

ΕΤΣΙ φαντάζομαι τα πανεπιστήμια μας στην κοινωνία της αεργίας. Θα μπορέσουμε να ιδρύσουμε τέτοια πανεπιστήμια; Και βέβαια θα μπορέσουμε, δεν έχω την παραμικρή επιφύλαξη, είμαι απολύτως βέβαιος –  είναι θέμα χρόνου. Πόσου; Δεν ξέρω, τι να πω; Σε δέκα, σε είκοσι χρόνια; Δεν ξέρω. Μπορεί και νωρίτερα. Θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα της τάσης γενίκευσης της κοινωνίας της αεργίας και της συρρίκνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι ακατόρθωτο, δύσκολο εγχείρημα –  όταν θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις θα είναι πολύ εύκολο. Όπως όλα τα πράγματα, είναι θέμα απόφασης. Τι απαιτείται; Μια ομάδα αντρών και γυναικών, ένας χώρος, όχι μεγάλος, κάποια καθίσματα και πίνακες. Εάν ιδρυθεί στην ύπαιθρο, μπορεί να είναι και μια συμβιωτική ομάδα, που θα παράγει και τροφή, που θα έχει ξενώνα για διδάσκοντες/μαθητές. Θα είναι μια πανεπιστημιακή κοινότητα – οικοκοινότητα μάλλον. Ας αρχίσουμε από ένα και θα εμφανιστούν πολλά σε ολόκληρη τη χώρα.

ΘΑ ήθελα πολύ να συμβεί αυτό που φαντάζομαι όσο θα ζω. Θα ήθελα να το δω, θα ήθελα να παρακολουθήσω κάποιον, κάποια να διδάσκει Χέγκελ, να μου τα κάνει ψιλά, να κατανοήσω τον Χέγκελ με χαρά και έκπληξη. Υπάρχουν νέοι και νέες που μπορούν να το κάνουν; Αν υπάρχουν λέει! Δεν τους ξέρουμε –  πρέπει να τους μάθουμε, κρίμα είναι. Κι όχι μόνο Χέγκελ! Θα ήθελα να διδάξω, Ιλιάδα, ας πούμε –  να σας ταξιδέψω σε άλλους κόσμους, σε άλλους ορίζοντες. Να πάθετε καραπλακάρα.

ΘΑ περιμένω.

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Αγαπητέ ,αν και φιλόσοφος των μαθηματικών θα ερχόμουν στα μαθήματα σου ευχαρίστως!

  2. Όμως προκύπτει το πρόβλημα της μετακίνησης. Θέλω να ‘παρακουλουθήσω’ (με την δημιουργική έννοια που το θέτεις όχι σαν στείρα παράδοση), μπορώ όμως. Μπορώ να είμαι τη μια μέρα στο μέρος που διδάσκεις και την άλλη εβδομάδα σε κάποιο άλλο ‘πανεπιστήμιο’;
    Καθώς και το πρακτικό πρόβλημα της υπερβολική συμμετοχής που θα μπορούσε να δημιουργήσει επίσης προβλήματας ευρεσης στέγης κτλ.

    Μήπως μερικά οργανωτικά στοιχεία των πανεπιστημίων με την τωρινή τους μορφή έχουν πρακτική χρησιμότητα και πρέπει να διατηρηθούν;

  3. Σκεφτείτε πχ ότι μπορείτε να βρίσκεστε σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας σε 10 λεπτά. Τότε θα είχε νόημα να έχουμε από ένα πανεπιστήμιο σε κάθε νομό; Νομίζω πως όχι.
    Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η μετακίνηση με τους τρέχων κάθε εποχής περιορισμούς είναι καθοριστικός παράγοντας για την ”σύσταση” ή την ύπαρξη μιας ξεχωριστής οντότητας (πανεπιστήμιο).