οι τέσσερις τρόποι κατανάλωσης του κοινωνικού πλούτου: 2. ανοιχτή έκθεση/ελεύθερη πρόσβαση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΟΤΑΝ ζούσαμε στην Αλεξανδρούπολη, μια μέρα ο νεαρός στρατιωτικός που ζούσε με την οικογένειά του πάνω από εμάς με ζήτησε να έρθει μαζί μου να μάθει να μαζεύει χόρτα, ζωχούς και αγριοράδικα. Χάρηκα. Του έδειξα τα χόρτα, δεν είναι δύσκολο να τα διακρίνεις από άλλα, κάποια στιγμή όμως τον έχασα από τα μάτια μου. Γυρίζω πίσω και τον βλέπω να μαζεύει αυτά που άφηνα. Τον πλησιάζω και τον λέω: του χρόνου τι θα μαζέψουμε; Δεν κατάλαβε. Αυτά τα αφήνω να σποριάσουν για να έχουμε και του χρόνου.

ΔΕΝ δανείζομαι βιβλία από κοινοτικές, δημόσιες βιβλιοθήκες ούτε από φίλους γιατί έχω τη συνήθεια να διαβάζω πολύ ενεργητικά. Υπογραμμίζω, κάνω σχόλια στα περιθώρια, αποτυπώνω σκέψεις, χρησιμοποιώ μολύβι και μπλέ και κόκκινου χρώματος στιλό, βρίζω, αγανακτώ και άλλα πολλά.

ΤΟ πρόβλημα πώς θα μοιραστούν τέσσερα άτομα πέντε μπιφτέκια είναι πολύ δύσκολο. Όταν ήμουν έφηβος, κάποιος από τη τετραμελή παρέα μας έλυνε το πρόβλημα ως εξής: κάρφωνε κατ΄επανάληψη με το πηρούνι δύο και έτσι μας άφηνε να πάρουμε από ένα, απαλλάσσοντάς μας από το πρόβλημα, μέχρις ότου ο Γρηγόρης, οικοδόμος, κάρφωσε το πηρούνι του στο πάνω μέρος της παλάμης του δράστη του εγκλήματος και γέμισε το  τραπέζι αίματα. Τους αγαπούσα τους οικοδόμους, από τότε όμως τους λάτρεψα.

ΟΤΑΝ γεμίζει το μικρό τσιπουράδικο, ο μαγαζάτορας φωνάζει: οι πρωινοί να φεύγουν. Αναγκάζεται, διότι οι πρώτοι που ήρθαν δεν φεύγουν είτε γιατί το αγνοούν (και πρέπει να το μάθουν) είτε γιατί το λησμονούν ή αδιαφορούν μέσα στο τσακίρ κέφι. Κι εγώ το έμαθα: ήρθες πρώτος, θα φύγεις πρώτος. Ήταν τότε που ένας μεγαλύτερος από τη πρωινή παρέα μας φώναξε: Μήτσο, να πληρώσουμε, έχουμε κι αγελάδες ν΄ αρμέξουμε, κι εγώ διαμαρτυρήθηκα. Με έκανε νόημα και είδα μια παρέα δυο νεαρών ζευγαριών να περιμένουν. Είμαστε ευγενικοί, άρα φιλομαθείς, άρα εύστροφοι.

Continue reading