φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΘΑ σας αφηγηθώ κάτι που μου συνέβη όταν ήμουν είκοσι έξι χρονών και θα μπορούσα με αυτήν την αφήγηση να εξαντλήσω το θέμα του τίτλου. Μπορείτε να διαβάσετε μόνο αυτήν. Δεν μπορώ όμως να μην την σχολιάσω και έτσι να εκθέσω κάποιες σκέψεις και επιχειρήματα. Με αρέσει να σκέφτομαι, τι να κάνω, δεν φταίω εγώ.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1986, είμαι στη Σκύδρα και μαζεύω ριοδάκινα. Μια μέρα τρώμε με φίλο και φίλη σε εστιατόριο και πάμε να παίξουμε μπιλιάρδο, ο φίλος πάνω στη μηχανή πίσω μου, η φίλη στο καλάθι της Μπεμβέ (R 51). Περνάμε από ένα στενό και κάπου στη μέση ένας τύπος πλένει το αυτοκίνητό του, παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεξιά, δεν μπορώ να περάσω. Τώρα, θα έστριβα αμέσως και θα γύριζα πίσω. Τότε όμως φέρθηκα παντελώς βλακωδώς, λίαν επιεικώς, αλλά με συγχώρεσα, νέος ήμουν, το στόμα μου μύριζε γάλα ακόμα.