φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΗΝ τριετία 1984-7 ήμουν περιπλανώμενος εργάτης γης. Ένας εργάτης γης δεν μπορεί παρά να είναι περιπλανώμενος. Οι αγροτικές εργασίες, κυρίως συγκομιδή και φόρτωση λαχανικών και φρούτων, διαρκούν από λίγες μέρες έως μερικές εβδομάδες οπότε η μετακίνηση είναι αναπόφευκτη. Αν ξεκινήσουμε από τον Ιούνιο, αρχίζαμε με τα βερίκοκα στο Κιάτο Κορινθίας, συνεχίζαμε στη Βάρδα Ηλείας με καρπούζια, στη Γαστούνη με ντομάτες, τρύγο στα χωριά του Ηρακλείου Κρήτης, μήλα στο Πήλιο τον Οκτώβρη, στο Ναύπλιο και στο Άργος για πορτοκάλια και μανταρίνια τον Νοέμβριο, ξεχειμωνιάζαμε στη Κρήτη δουλεύοντας ελιές και πορτοκάλια, την άνοιξη θερμοκήπια νότια Κρήτη και επιστρέφαμε για βερίκοκα κοκ. Αυτοί ήταν οι βασικοί σταθμοί μας. Υπήρχαν κι άλλα μέρη κι άλλα αγροτικά προϊόντα αλλά τα καλά λεφτά ήταν οι σταθμοί που ανέφερα. Διότι αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να εργαζόμαστε λίγο και να πληρωνόμαστε καλά.
ΗΜΑΣΤΑΝ φρικιά. Νέοι και νέες από όλη την Ελλάδα μαθητές, μαθήτριες, φοιτητόκοσμος, άνεργοι νέοι μαι νέες. Δεν ήμασταν λίγοι και λίγες. Το καλοκαίρι κοιμόμασταν σε προαύλια εκκλησιών, σε γήπεδα, σε σχολεία, εκεί όπου είχε νερό. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα βρίσκαμε εγκατελειμμένα σπίτια ή μας παραχωρούσαν κάποιο δωμάτιο, άθλιο, οι εργοδότες μας αγρότες. Ξεχειμωνιάζαμε Κρήτη, ιδίως νότο, για να αποφύγουμε το κρύο – έζησα ένα μήνα σε σπηλιά στη Πρέβελη, παρέα με ένα τσουβάλι ρύζι.
ΤΗΝ εποχή εκείνη, πριν το 1989-90, οι εργάτες γης ήταν οι γύφτοι, οι Ρομά, θα συνεχίσω να τους αποκαλώ γύφτους, δεν αισθάνομαι να υποδηλώνει κάτι αρνητικό, θα μου επιτρέψετε, και τα φρικιά. Οι γύφτοι μας θεωρούσαν υποδεέστερους, μιας κι αυτοί είχαν και σπίτια, σκηνές δηλαδή, και οικογένεια και κοινωνικούς δεσμούς. Εμείς ήμασταν του πεταμού: ανέστιοι, ανάδελφοι, βρόμικοι, περίεργοι. Τους αποφεύγαμε και μας απέφευγαν.
ΜΙΑ μέρα πήγα να μαζέψω βερίκοκα, στο Μούλκι Κορινδίας, το 1984, και γνώρισα εκεί δύο νεαρούς γύφτους – τον Νίκο και τον Μαραντόνα, ολόιδιος ο Μαραντόνα! Δουλεύαμε μαζί δεκαπέντε μέρες, γίναμε φιλαράκια. Με έπαιρναν μαζί τους στο φόρτωμα, πολύ κουραστική δουλειά αλλά λίγη ώρα και πολλά λεφτά! Είναι τέχνη το φόρτωμα, δεν είναι μόνο χαμαλίκι! Χρειάζεται χρόνος για να τη μάθεις. Μια μέρα με κάλεσαν στα τσαντήρια. Και πήγα μαζί τους μετά τη δουλειά στον καταυλισμό να πιούμε καφέ. Πολλά πράγματα μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Η καθαριότητα! Είναι πολύ καθαροί – τα σκεύη τους, τα ρούχα τους. Δεν υπήρχαν καρέκλες και τραπέζια, καθήσαμε πάνω σε πεντακάθαρο χαλί. Μόλις με είδε μια γύφτισσα, σαραντάρα πρέπει να ήταν, έτρεξε να ζητιανέψει αλλά την έπεσαν με οργή και αγανάκτηση και την απέπεμψαν κακήν κακώς. Ένα κατάξανθο αγοράκι, ο Οδυσσέας, έτρεξε με άλλα πολλά για να με δούνε – μπαλαμός στον καταυλισμό! Έμαθα ότι το μωρό το βρήκαν και το μεγάλωσαν. Δεν είχε επίγνωση ότι ήταν ξανθό ούτε τα άλλα παιδιά του φέρονταν διαφορετικά. Δεν κλέβουμε παιδιά, μου είπε μια γύφτισσα, τι να τα κάνουμε, έχουμε τόσα πολλά!
ΕΖΗΣΑ συνολικά έξι μήνες μαζί τους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είδαν τα όμορφα μικρά πρασινωπά ματάκια μου και τι άκουσαν οι αυτάρες μου! Δεν μπορείτε! Παιδί οχτώ χρονών να οδηγεί μεγάλο φορτηγό λες και ήταν επαγγελματίας φορτηγατζής. Παιδί δέκα χρονών να πουλάει καρπούζια, να τα ζυγίζει με το χέρι, να κάνει τον πολλαπλασιασμό, να αφαιρεί και μια έκπτωση, να σου λέει την τιμή κι όλα αυτά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα – χωρίς να έχει πάει σχολείο ούτε μία μέρα. Προσπάθησα να μάθω τα σήματα σε έναν οικογενειάρχη για να βγάλει δίπλωμα, ικανότατιος οδηγός, είχε οργώσει όλη την Ελλάδα, μάθαινε ένα δύο σήματα μετά από πολλές ώρες αλλά την επόμενη τα ξεχνούσε – δύο σήματα, ρε φίλε, δύο! Εκείνη την εποχή δεν είχαν αστυνομική ταυτότητα, υπήρχε ένα κοινόχρηστο δίπλωμα οδήγησης και με αυτό εμφανιζόταν στο δικαστήριο όποιος είχε κάποια δίκη! Γνώρισα μια νεαρή γύφτισσα με ένα πράσινο κι ένα γαλάζιο μάτι, τη φλερτάρισα, με απέφευγε πάντα με ένα χαμόγελο, μέχρι που είδα ότι ήταν η γυναίκα του γύφτου με τον οποίο πουλούσαμε πατάτες σε χωριά της Κορινθίας. Μια μέρα μαζεύαμε ντομάτες στον Ορχομενό Βοιωτίας, γυναικόπαιδα, καμιά εικοσαριά, εγώ κι ένας φίλος οικοδόμος, σκάει ένα ντάτσουν που το οδηγούσε έφηβος, ήρθε να δει την καλή του, διαπασών ο Χριστοδουλόπουλος στα δύο μεγάφωνα, παντρεμένοι κι οι δύο, γύρνα σε παρακαλώ, σταματάνε το μάζεμα, αρχίζουν να χορεύουν τσιφτετέλι, από τετράχρονα παιδιά μέχρι μητέρες με πολλά παιδιά, κάνα μισάωρο χορεύανε, έφυγε το ντάτσουν, γύρισαν στη δουλειά τους.
ΟΙ γύφτοι παραξενεύονταν μαζί μας που δεν ζούσαμε σε οικογένεια, με άλλους συγγενείς. Τους ήταν αδιανόητο – δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει, να ζήσει γύφτος εκτός καταυλισμού. Ο οποίος είναι μια διευρυμένη πατριαρχική οικογένεια – γέρος πατέρας, γριά μητέρα, οι παντρεμένοι γιοι, τα ανύπαντρα αδέρφια, νέοι και νέες, τα παιδιά των παντρεμένων, θείοι, ανήψια, εγγόνια, χαμός, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τις μεταξύ τους συγγένειες. Δεν υπάρχει πείνα μέσα στον καταυλισμό. Παντρεύονται σε μικρή ηλικία, οι προγαμιαίες σχέσεις απαγορεύονται, χωρίζουν νωρίς, συνάπτουν σχέσεις χωρίς μονιμότητα, γνώρισα γύφτισσα με εφτά παιδιά από εφτά διαγορετικούς άντρες. Οι γυναίκες συνήθως παρατάνε τους άντρες τους (παντρεμένοι κι οι δύο, γύρνα σε παρακαλώ – αυτό το άσμα είναι ο εθνικός τους ύμνος).
ΤΟΝ χειμώνα υποφέρουν. Είδα έξω από το Άργος χειμώνα καιρό γυφτάκια πέντε χρονών να κυκλοφορούν ξυπόλητα μέσα στις λάσπες και στα κρύα νερά. Μια ζωή οι μύξες τρέχουν από τη μύτη. Η φυματίωση θερίζει. Μεγάλη παιδική θνησιμότητα. Ο αποκλεισμός τους από την ελληνική κοινωνία τους προκακαλεί πολλά προβλήματα, υφίστανται καθημερινά εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, αδικίες, βία, βιασμούς. Η εξαθλίωση, οι σεξουαλική στέρηση, ο γάμος σε μικρή ηλικία, οι χωρισμοί, οι τσακωμοί, οι καταχωνιασμένες ερωτικές επιθυμίες, οι διαρκείς συγκρούσεις με τιο Κράτος, οι δίκες, οι καταδίκες, οι φυλακίσεις, ο αποκλεισμός των μπαλαμό, των λευκών, τους προκαλεί πολλά ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν, έστω στοιχειωδώς. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μεγάλη κατανάλωση ψυχοφαρμάκων γίνεται! Είναι κάτι το απίστευτο. Τους τα γράφουν οι γιατροί με πολύ μεγάλη ευκολία, με δωροδοκία εννοείται. Ένας από τους φίλους που έκανα ήταν ο Νικόλας ο Ψυχασθενής, αυτό ήταν το παρατσούκλι του. Είχε κάνει και ψυχιατρείο και φυλακή – ένας από τους ευγενέστερους και εξυπνότερους και ευαίσθητους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι να πεθάνω.
ΣΤΟ κέντρο του καταυλισμού καθόντουσαν οι γονείς, γριά και γέρος. Μια μέρα εκεί που καθόταν ο γέρος ξαφνικά γέρνει στο πλάι και πέφτει πάνω στο χαλί. Τρέξαμε όλοι και όλες, τον σηκώσαμε, συνήλθε μετά από κάποια ώρα. Άρχισα να κάνω παρέα με τη γριά, με αγάπησε σαν παιδί της. Θέλει να πεθάνει, έχει πέσει πολλές φορές, αλλά αυτά τα χάπια που του έδωσα δεν είναι καλά.
ΜΙΑ μέρα του χειμώνα, του 1987, Γενάρης μήνας, έτυχε να περνάω από το Μελίσσι Αχαΐας, εκεί ξεχειμώνιαζαν, στο γήπεδο του χωριού. Πήγα και τους βρήκα. Έψαξα να βρω τη γριά. Ήταν μόνη της. Με κέρασε καφέ, είπαμε τα νέα μας. Μόλις σηκώθηκα να φύγω βγάζει μέσα από τα ρούχα το πουγγί της και μου δίνει ένα πεντακοσάρικο, πεντακόσιες δραχμές. Δεν ήταν μεγάλο ποσό αλλά ήταν τεράστιο. Δεν ήθελα να το πάρω αλλά επέμενε. Αγκαλιαστήκαμε, δάκρυσε. Δεν την ξανάδα. Θα τη θυμάμαι μέχρι να πεθάνω.
Να σαι καλά ρε Θανάση!
Καλημέρα
καλημέρα, Νικόλα!