Σε προηγούμενο κεφάλαιο επισημάναμε ότι παρ’ ότι στην αρχαία Ελλάδα παίζονταν πάρα πολλά παιχνίδια, τα παιχνίδια με μπάλα ήταν ελάχιστα κι από αυτά κανένα δεν ήταν παιχνίδι διείσδυσης. Επιπλέον, τα ομαδικά παιχνίδια ήταν σχεδόν άγνωστα, οπότε και αυτά της αναπαράστασης της μάχης. Οι άνδρες στην αρχαία Ελλάδα πολεμούσαν και αθλούνταν. Όταν έπαιζαν, προτιμούσαν παιγνιώδεις δραστηριότητες που δεν απαιτούσαν σωματική κόπωση (πεσσοί, ζάρια κλπ.). Τα αθλήματά τους ήταν είτε θεσμοποιημένες στρατιωτικές ασκήσεις (τρέξιμο, κονταρομαχία, άλματα, δίσκος, ακοντισμός) είτε βίαιη διαπροσωπική αναπαράσταση της μάχης (πάλη, πυγμή, παγκράτιο).
Έχουμε όμως μαρτυρίες ότι κατά τη διάρκεια ετήσιων θρησκευτικών εορτών διεξάγονταν ομαδικές αναπαραστάσεις μάχης. Ο Παυσανίας(2ος αι. μ. Χ., Κορινθιακά, 30.4) διασώζει τη πληροφορία ότι στη Τροιζήνα υπήρχε μια γιορτή που ονομάζονταν λιθοβόλια, προς τιμήν της Δαμίας και της Αυξησίας, των θεών της γονιμότητας που αντιστοιχούσαν στις θεές Δήμητρα και Περσεφόνη. Κατά τη διάρκεια της γιορτής διεξάγονταν μια εικονική μάχη με πέτρες. “. . .ο αλληλολιθοβολισμός αυτών που έπαιρναν μέρος στα λιθοβόλια της Τροιζήνας πρέπει να ήταν κατάλοιπο μιας παλιάς σύγκρουσης των οπαδών της λατρείας με τους αντιπάλους της”1.
Ο Αθήναιος (Δειπν. Θ΄406) αναφέρει ότι μια παρόμοια γιορτή ομαδικής λιθοβολίας, η Βαλλητύς, διεξάγονταν και στην Ελευσίνα, προς τιμήν του Δημοφώντα, γιου του βασιλιά Κελεού που ανάθρεψε η θεά Δήμητρα.
Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι στους Αὐσεῖς, εξελληνισμένο φύλο των Λιβύων, κατά τη διάρκεια μιας ετήσιας γιορτής προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, οι παρθένες χωρίζονταν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα και πολεμούσαν μεταξύ τους με πέτρες και ξύλα. (αἱ παρθένοι αὐτῶν δίχα διαστάσαι, μάχονται πρός ἀλλήλας λίθοισί τε καί ξύλοισι, Δ΄ 180 6-7). Τα βλήματα που χρησιμοποιούσαν δείχνουν ότι δεν επρόκειτο για μια συμβολική, ειρηνική αναπαράσταση μάχης αλλά αναπαράσταση με χρήση πραγματικής βίας. Ο ιστορικός σημειώνει ότι υπήρχαν και νεκρές: τάς δέ ἀποθνησκούσας τῶν παρθένων ἐκ τῶν τρωμάτων, ψευδοπαρθένους καλέουσι (Δ΄ 180, 9-10).
Αν και παιχνίδι δεν σημαίνει βία, είναι βέβαιο ότι κατά τη μεσαιωνική εποχή, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη δυτική Ευρώπη, υπήρχαν πολλά παιχνίδια που παίζονταν από ομάδες αγοριών, εφήβων και ανδρών, ήταν βίαια και πολύ δημοφιλή. Σε πολλά από αυτά, οι τραυματισμοί και οι θάνατοι ήταν αναπόφευκτοι. Ένα από αυτά ήταν ο πετροπόλεμος που διεξάγονταν μεταξύ αντίπαλων ομάδων. Τον 14ο αιώνα παίζονταν στη Κρήτη και στα Επτάνησα. Μετά τον 15ο αιώνα, τον εντοπίζουμε στην Αθήνα, στα Γιάννενα, στο Πόντο, στην Αιτωλοακαρνανία, πιθανότατα και αλλού. Αξίζει να παραθέσω τις πληροφορίες που μας δίνει ο Φ. Κουκουλές2:
“Άλλοτε εν Αθήναις, αλλά και αλλαχού, εν των συνήθων παιχνιδίων των παίδων ήτο ο πετροπόλεμος, συνέχεια τούτο εθίμου μεσαιωνικού. Ότι οι παίδες των Κρητών κατά τον ΙΔ΄ αιώνα τουλάχιστον έπαιζον το επικίνδυνον τούτο παιχνίδιον πιστούται εξ απαγορευτικής διαταγής του Δουκός της Κρήτης κατά τον Δεκέμβριον του 1369 δημοσιευθείσης, εξ ης μανθάνομεν λεπτομερείας περί του παιχνιδίου. Κατά το κείμενον, λοιπόν, οι παίδες του Χάνδακος [ Ηρακλείου], είτε εντός της πόλεως, είτε και εκτός αυτής, διαιρούμενοι εις δύο αντιμετώπους ομάδας, έρρριπτον εναντίον αλλήλων μεθ’ ορμής λίθους, είτε δια των χειρών, είτε και σφενδονών. Το παιχνίδιον τούτο, ένεκα του οποίου ου μόνον τραύματα αλλά και θάνατοι συνέβαινον, απηγόρευσε δια του ανωτέρω διατάγματος ο Δούξ, ορίσας μάλιστα και ποινάς δια τους παραβάτας, οίτινες αν ήσαν ηλικίας δέκα και τριών ετών και άνω, έπρεπε να μαστιγώνονται και να πληρώνωσιν ως πρόστιμον πέντε υπέρπυρα, αν δε μικροτέρας, να μαστιγώνονται μόνον· ο αρχηγός μάλιστα των παικτών ως πρόστιμον έπρεπε να πληρώση και δέκα υπέρπυρα.”
Είναι παιχνίδι ένας πετροπόλεμος που τελειώνει με ελαφρούς και βαρείς τραυματισμούς, ακόμα και με θάνατο; Είναι δυνατόν ένα παιχνίδι ή ένα άθλημα να είναι βίαιο; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: οι παίκτες συμμετέχουν στο παιχνίδι έχοντας επίγνωση ότι δεν είναι εχθροί, όση εχθρότητα κι αν λανθάνει μεταξύ τους, όση βία κι αν ασκούν ο ένας πάνω στην άλλη. Οι πυγμάχοι, οι παλαιστές, οι παίκτες του ράγκμπι, του χόκεϊ σε πάγο, του αμερικάνικου φούτμπολ, του ποδοσφαίρου (soccer), ερασιτέχνες και επαγγελματίες, δεν είναι εχθροί. Το ποδόσφαιρο ήταν ένα πολύ βίαιο παιχνίδι, συνεχίζει να είναι και στις μέρες μας (ως άθλημα πια), πολύ λιγότερο σε σύγκριση με αυτό του προ των μέσων του 19ου αι., δεν μπορεί όμως να μην είναι βίαιο. Λόγω της εγγενούς βίας των ομαδικών παιχνιδιών αναπαράστασης της μάχης είναι δυνατόν η συμβολική μάχη να μετατραπεί σε πραγματική, με συνέπεια τραυματισμούς και θανάτους (μαχαιρώματα, ποδοπατήματα, κλπ), μέσα και έξω από το γήπεδο, κοντά ή μακριά από αυτό. Συνεπώς, είναι απολύτως βέβαιο ότι η ποδοσφαιρική βία δεν πρόκειται να εξαλειφθεί: θα υπάρχει, και στο μέλλον θα φουντώνει, όσο θα υπάρχει το ποδόσφαιρο. Οι συχνές συρράξεις μεταξύ ποδοσφαιριστών και, κυρίως, μεταξύ οπαδών, το επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο.
Εκτός από τον πετροπόλεμο, κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή υπήρχαν άλλα τρία παιχνίδια αναπαράστασης της μάχης. Το ένα από αυτά, λαϊκής προέλευσης, άρεσε τόσο πολύ στα παιδιά ώστε παίζονταν και μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες σε όλη την ελλαδική χερσόνησο. Το έφεραν οι Φράγκοι (στη Γαλλία – jeu des barres – και στην Ιταλία – barra – παιζόταν μέχρι πρόσφατα) και είναι γνωστό κυρίως ως αμπάριζα (αλλά και αμπάρα ή αμπάρες) ή σκλαβάκια και είναι ολοφάνερο ότι μιμούνταν στρατιωτικές κινήσεις και πρακτικές. Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες. Κάθε ομάδα εκλέγει έναν αρχηγό, τον οποίο αποκαλεί μάνα, και κατόπιν στέκονται αντιμέτωπες, σε απόσταση η μια από την άλλη. Οι παίκτες της μιας ομάδας προσπαθούν να ακουμπήσουν τους αντιπάλους ή να αποφύγουν το άγγιγμα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμβολική αιχμαλωσία ή συμβολικός φόνος. Ο αιχμάλωτος οδηγείται στην περιοχή του νικητή και παρακολουθεί τη συνέχεια του παιχνιδιού. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που θα καταφέρει να αιχμαλωτίσει όλους τους αντιπάλους.
Τα άλλα δυο παίζονταν από ευγενείς και ήταν πολύ βίαια παιχνίδια. Το ένα από αυτά ήταν μάχη ανάμεσα σε δυο ομάδες έφιππων ανδρών που προσπαθούσαν να χτυπήσουν τους αντιπάλους με βέργες που έριχναν από μακριά. Οι ερευνητές των βυζαντινών παιχνιδιών το αποκαλούν ραβδομαχία. Αναφέρεται στη Διήγηση του Διγενή (στ. 1633-5):
ελάτε, αγούροι, να πάρωμεν υπόκοντα ραβδία,
να πορευθώμεν εις ομαλίαν, να δώσωμεν ραβδέας
κι ει τις νικήση τον έτερον, ας πάρη το ραβδί του.
Το άλλο ήταν το τζυκάνιο που παίζονταν κυρίως από την αυτοκρατορική οικογένεια και τους πλούσιους αριστοκράτες. Από την λεπτομερή περιγραφή του παιχνιδιού που παραθέτει στο έργο του (Επιτομή, 263) ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος (1143-1202), ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) μαθαίνουμε ότι επρόκειτο για μια συμβολική αναπαράσταση μάχης μεταξύ δυο ομάδων έφιππων ανδρών. Οι ομάδες κινούνται ανάμεσα σε δυο γραμμές χαραγμένες στο έδαφος. Η γραμμή της κάθε ομάδας είναι η εστία της, το πέρας, όπως λέει ο ιστορικός. Οι παίκτες προσπαθούν με το μακρύ και εύκαμπτο ( “ράβδον . . . ἐπιμήκη”) μπαστούνι που κρατάνε στο χέρι να χτυπήσουν μια μικρή δερμάτινη μπάλα (“μήλῳ δέ παρεμφερεῖ το μέγεθος”) με σκοπό να περάσει τη γραμμή, να επιτευχθεί δηλαδή η διείσδυση. Να τι λέει ακριβώς: Ἐπειδάν γάρ ταῖς ράβδοις εἰς ὁποτερονοῦν ἐπειγόμενος ὁ σφαῖρος ἀφίκεται πέρας, τοῦτο ἡ νίκη ἐκείνῳ τῷ μέρει γίνεται. Η λέξη τζυκάνιο προέρχεται από την περσική έκφραση tshu-gan (tsho-gan) ή το ρήμα choungan και σημαίνει “χτυπώ τη μπάλα”. Η περσική έκφραση παραπέμπει σε ένα παιχνίδι αναπαράστασης της μάχης που παίζονταν στη Περσία και το Αφγανιστάν από τον 6ο π. Χ. αιώνα, αλλά ήταν διαδεδομένο σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Στο Θιβέτ ήταν γνωστό με το όνομα πούλου (μπάλα), από το οποίο προέρχεται το σύγχρονο πόλο. Στη δυτ. Ευρώπη το έφεραν άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη, το 1869, έξι χρόνια μετά την εμφάνιση του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Ενέπνευσε τους λουόμενους των ακρογιαλιών της Σκοτίας και της Αγγλίας: έπαιζαν πόλο μέσα στη θάλασσα, καθισμένοι πάνω σε βαρέλια και χτυπώντας μια μπάλα με ένα ραβδί. Εξ ου και το water polo. Πολύ σύντομα κατέβηκαν από τα βαρέλια και το παιχνίδι για μερικά χρόνια ονομαζόταν football in the water! Αργότερα υιοθέτησε την πρώτη ονομασία. Όπως συνέβη με το γουότερ πόλο, το χόκεϊ σε χόρτο και σε πάγο, το πόλο απόκτησε τέρματα σαν αυτά του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για την ποδοσφαιροποίηση των ομαδικών αθλημάτων διείσδυσης.
Το τζυκάνιο, ως ομαδικό παιχνίδι (και άσκηση) αναπαράσταση της μάχης, ήταν ένα από τα πιο βίαια παιχνίδια που παίζονταν στο Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί ιστορικοί και χρονικογράφοι αναφέρουν θανάτους και βαρείς τραυματισμούς αυτοκρατόρων και αριστοκρατών. Ο Αλέξανδρος Α΄ (912-913) πέθανε από χτύπημα μπάλας στα γεννητικά όργανα. Ο Μανουήλ Α΄Κομνηνός αλλά και ο πατέρας της Αλεξίας Κομνηνής, ο Αλέξιος Α΄Κομνηνός, τραυματίστηκαν βαριά κατά τη διάρκεια παιχνιδιού. Λόγω της ταχύτητας, τα άλογα συγκρούονταν μεταξύ τους, έπεφταν στο χώμα και μαζί με αυτά και οι αναβάτες με αναπόφευκτους τραυματισμούς.
Το πόλο είναι το αρχαιότερο ομαδικό παιχνίδι αναπαράστασης της μάχης και ταυτόχρονα το αρχαιότερο ομαδικό παιχνίδι διείσδυσης. Από την άποψη αυτή, κανένα άλλο παιχνίδι αναπαράστασης μάχης δεν μοιάζει με το ποδόσφαιρο όσο αυτό. Είναι το πιο γρήγορο από όλα τα παιχνίδια αναπαράστασης μάχης, απαιτεί μεγάλη ικανότητα στην ίππευση και μεγάλη δεξιοτεχνία (ευστοχία) στα χτυπήματα της μπάλας, την ώρα που το άλογο τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το πόλο παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο τρόπο πολέμου των ποιμένων των στεπών: στις ταχύτατες εφόδους των έφιππων ανδρών εναντίον εχθρικών γενών ή αγροτικών κοινοτήτων, κατά τη διάρκεια των οποίων χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους (τόξα, σπαθιά) με μεγάλη δεξιοτεχνία (ευστοχία).
Το πιο βίαιο, θανατηφόρο και δημοφιλές ομαδικό παιχνίδι αναπαράστασης της μάχης παιζόταν από τους ευγενείς της μεσαιωνικής Ευρώπης, από τα μέσα του 9ου μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα. Επρόκειτο για σύγκρουση μεταξύ δυο ομάδων έφιππων ανδρών και είναι γνωστό με τον μεταγενέστερο γαλλικό όρο tournoi (τουρνουά). Διεξάγονταν σε γιορτές ή σε έκτατα σημαντικά γεγονότα (γάμοι, γέννηση, απόδοση τιμών σε ξένο, κλπ). Κατά την πρώτη φάση του παιχνιδιού, από την εμφάνισή του μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, οι αντίπαλοι χρησιμοποιούσαν πραγματικά όπλα, αμυντικά και επιθετικά, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας περιορισμός στη δράση των παικτών, το πεδίο μάχης ήταν ολόκληρη κοιλάδα ή λιβάδι. Ο αριθμός των συμμετεχόντων δεν ήταν σταθερός: από μερικές δεκάδες μέχρι και χιλιάδες. Ήταν παιχνίδι αλλά τα όρια του από την πραγματική μάχη ήταν τελείως δυσδιάκριτα. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν η πτώση των αντιπάλων από τα άλογά τους και η εκδίωξη ή η αιχμαλώτισή τους με τη απειλή των όπλων. Ο εκφοβισμός όμως μέσω απειλών, ακόμα και χρήσης των όπλων, δεν εξαναγκάζει κανέναν πολεμιστή ή παίκτη σε υποχώρηση. Έτσι, ο πρώτος τραυματισμός ήταν αναπόφευκτος όπως και η κλιμάκωση της βίας: η χρήση των όπλων γενικεύονταν και το παιχνίδι μετατρέπονταν σε πραγματική μάχη.
«Το αίμα των ανδρών και των αλόγων έρεε πανταχόθεν· οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν έλεγαν “Χριστέ μου, Χριστέ μου” [. . .], οι δεσποινίδες φώναζαν κι έκλαιγαν . . .»3
Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχιζαν να θεσπίζονται περιοριστικές διατάξεις με σκοπό να περιορίσουν τη βία του παιχνιδιού. Η πρώτη από αυτές ήταν ο περιορισμός του αγωνιστικού πεδίου. Ο χώρος περιορίζονταν με ψηλό φράχτη και κατασκευάζονταν εξέδρες, από τις οποίες οι θεατές παρακολουθούσαν το θέαμα. Αυτή είναι η προέλευση του γηπέδου, εννοείται και του ποδοσφαιρικού.
Περιορίστηκε τόσο ο αριθμός των ακολούθων των ιπποτών όσο και ο αριθμός των έφιππων υπηρετών. Κάθε ιππότης μπορούσε να έχει μόνο τρεις, ενώ κάθε ακόλουθος έναν. Η νίκη τώρα δεν εξασφαλίζονταν με την αριθμητική υπεροχή αλλά με την πολεμική δεξιότητα. Απαγορεύτηκε, με τη ποινή του θανάτου, η συμμετοχή των θεατών στο παιχνίδι: θα προσέρχονταν στις εξέδρες χωρίς όπλα, ξύλα και πέτρες. Λόγω του περιορισμένου χώρου, τα μακριά κοντάρια εγκαταλείφθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ξίφη χωρίς μύτη και κόψη και ρόπαλα, δεμένα με αλυσίδα από το χέρι ή τη ζώνη. Απαγορεύτηκαν η νύξη των αντιπάλων, το χτύπημα από τα πλάγια, από τα κάτω προς τα πάνω και κάτω από τη ζώνη. Απαγορεύτηκε να πέφτουν πολλοί πάνω σε έναν, όπως και το πιάσιμο και η ακινητοποίηση του αντιπάλου με τα χέρια. Ο σταθερός και μόνιμος περιορισμός της βίας δείχνει ότι προκρίνεται η ευκινησία και οι σωματικές επιδεξιότητες των παικτών σε βάρος των μετωπικών, ομαδικών, ένοπλων συρράξεων.
Μετά από οχτώ αιώνες, στα μέσα του 16ου αιώνα το tournoi, το παιχνίδι “της μάχης του πλήθους”, καταργείται: η μακραίωνη παράδοση του ομαδικού παιχνιδιού αναπαράστασης της μάχης από τους ευγενείς του Μεσαίωνα φτάνει στο τέλος της. Αν και το όψιμο τουρνουά δεν ήταν τόσο βίαιο όσο το αρχαίο, ο περιορισμός της βίας στα παιχνίδια επέφερε την πλήρη εξαφάνισή του. Οι ευγενείς όμως παρέμειναν πιστοί στις κεντρικές αξίες της πολεμικής παράδοσης: στη τέχνη της επίθεσης (της εφόδου) και της απόκρουσης του κινδύνου. Και παρέμειναν πιστοί γιατί μόνο η αναπαράσταση της μάχης εξασφάλιζε την πολυπόθητη ευχάριστη διέγερση που προσδοκούσαν. Αυτές είναι άλλωστε, και είναι αδύνατον να μην είναι, οι βασικές αξίες όλων των ομαδικών παιχνιδιών αναπαράστασης της μάχης, τόσο αυτών που παίζονταν από τους ευγενείς όσο κι από το λαό. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτές είναι και οι βασικές αξίες όλων των σύγχρονων ομαδικών αθλημάτων διείσδυσης, που προέρχονται από τα μεσαιωνικά ομαδικά παιχνίδια αναπαράστασης της μάχης. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα οι ευγενείς επιδίδονται σε νέους τρόπους αναπαράστασης της μάχης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής των βασιλιάδων (Fete des Rois) ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α΄ (1515-1547), προτείνει επίθεση κατά του “βασιλιά”, δηλαδή κατά του αξιωματικού που κέρδισε το κουκί στη πίτα. «Προτείνει να πολιορκήσουν το σπίτι του χρησιμοποιώντας αυγά, μήλα και χιονόμπαλες “για να στηρίζουν την επίθεση”. Οι πολιορκημένοι αποδέχονται την πρόκληση η επίθεση αρχίζει αλλά, πολύ γρήγορα, η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου: οι συγκρούσεις εντείνονται, τα αντικείμενα που εκσφενδονίζονται εκατέρωθεν γίνονται ολοένα και πιο ετερόκλητα, κι ένας αναμμένος δαυλός βρίσκει τον αληθινό βασιλιά στο κεφάλι». Το 1546, σε μια άλλη συμβολική αναπαράσταση της μάχης, «ένα μπαούλο πέφτει από το παράθυρο, πετυχαίνοντας και τραυματίζοντας το δούκα του Ανγκιέν τόσο βαριά που “λίγες μέρες μετά πεθαίνει, προς μεγάλη θλίψη του βασιλιά και ολόκληρης της αυλής”»4.
Το 1517, πάλι επί Φρασκίσκου Α΄, κατασκευάστηκε μια ξύλινη πόλη με τάφρους και εκατοντάδες υπερασπιστές. Επικεφαλής της εφόδου ο ίδιος ο βασιλιάς που επιτίθεται με “μεγάλα κανόνια, φτιαγμένα από ξύλο και δεμένα με σίδερο, έβαλαν με πυρίτιδα, και τα βλήματα, που ήταν ογκώδεις μπάλες γεμάτες αέρα και μεγάλες όσο ο πάτος ενός βαρελιού, χτυπούσαν τους πολιορκητές απ΄ άκρη σε άκρη και τους ανέτρεπαν χωρίς να τους τραυματίζουν”.5
Η “μάχη μπροστά στη πύλη” ήταν άλλος ένας δημοφιλής τρόπος ομαδικής αναπαράστασης της μάχης. Έρχεται να καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση των μαχών του πλήθους αλλά λόγω του εγγενώς βίαιου χαρακτήρα του εξέλιπε κι αυτή στις αρχές του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για αναμετρήσεις πεζών πολεμιστών, οπλισμένων με ξίφη και λόγχες. Η μια ομάδα παρασταίνει τους υπερασπιστές του πύργου και η άλλη τους πολιορκητές. Μια παρόμοια αναπαράσταση μάχης οργανώθηκε το 1582 μπροστά στη βασίλισσα της Αγγλίας, με αντιμέτωπες τις ομάδες της γαλλικής και αγγλικής αυλής.
Μια από τις τελευταίες παραστάσεις δόθηκε το 1612 μπροστά στη πύλη της Νάπολης. Την οργάνωσε ο αντιβασιλιάς που ήθελε να γιορτάσει τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία. Πέντε ευγενείς, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, ” θα υπεράσπιζαν με τη λόγχη και το ξίφος στο χέρι [τη πύλη] ενάντια σε όσους θα τολμούσαν να τους επιτεθούν”.
Εκτός από τις εικονικές μάχες με αυγά και μήλα, τα ξύλινα κανόνια με βλήματα φουσκωμένες μπάλες και τις παραστάσεις των μαχών μπροστά στους βασιλιάδες, οι ευγενείς επιδίδονταν σε ατομικά αγωνίσματα που προέρχονταν από στρατιωτικές ασκήσεις. Ένα από αυτά ήταν το αγώνισμα του κρίκου. Πρόκειται για να αγώνισμα διείσδυσης πραγματικού βλήματος σε στόχο που είναι τρύπα. Η τρύπα ήταν ένας μεταλλικός κρίκος που κρεμόταν πάνω από το έδαφος. Εκεί μέσα έπρεπε να περάσουν το κοντάρι. Είναι σαφές ότι η τρύπα συμβόλιζε αυτό που επιδιωκόταν να επιτευχθεί και εκλαμβανόταν ως δεδομένο: το τραύμα, τη πληγή, από τη διείσδυση του κονταριού στο σώμα του αντιπάλου.
Το αγώνισμα δεν είχε μέλλον. Όσο κι αν διατηρούσε την αξία της επίθεσης, το γεγονός ότι ήταν ατομικό και δεν περιελάμβανε απόκρουση κάποιου πραγματικού ή συμβολικού κινδύνου, εξασφάλιζε την βέβαιη και ανεπίστρεπτη καταδίκη του σε εξαφάνιση.
Φαίνεται πως στις αρχές του 17ου αιώνα οι ευγενείς της δυτικής Ευρώπης ξέμειναν από ομαδικά παιχνίδια που αναπαρίσταναν τη μάχη. Δεν έμειναν όμως με σταυρωμένα χέρια. Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα άρχισαν να παίζουν με τους υποτελείς τους, να αναλαμβάνουν την οργάνωση των παιχνιδιών τους και να υιοθετούν πολλά από αυτά. Paume, soule, calcio, knappan, hurling, footeball ήταν τα σπουδαιότερα από αυτά.
Τι είναι αυτά τα παιχνίδια; Από πότε τα έπαιζαν οι υποτελείς τους; Τι ενδιαφέρον βρήκαν σε αυτά οι ευγενείς και τα υιοθέτησαν όλα, μηδενός εξαιρουμένου; Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
- Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις Β΄ (Κορινθιακά). Σχόλια Ν.Δ. Παπαχατζή, 252, σημ. 2.
- Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Α΄, 180.
- G. Vigarello, Από το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002, 28.
- G. Vigarello, o.π., κεφ. 1.
- G. Vigarello. ο.π. Όλες οι παραπομπές που ακολουθούν
προέρχονται από αυτό το βιβλίο.
Σχολιάστε ελεύθερα!