φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΑ τελευταία χρόνια προσπαθώ να συνοψίσω την ιστορία της φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας του δυτικού Κυρίου, της δυτικής Κυριαρχίας, της φιλοσοφίας που υπήρξε μόνο στον δυτικό πολιτισμό και σε κανέναν άλλον, σε όσο γίνεται πιο σύντομη μορφή. Η συνόψιση αποσκοπεί στην καταγραφή της κεντρικής ιδέας, του κομβικού περιεχομένου της δυτικής φιλοσοφίας, η οποία δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εάν διατυπωθεί όσο πιο απλά γίνεται – και γίνεται, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας το σημερινό σημείωμα.
Η συνόψιση παίρνει λοιπόν τη μορφή ενός σύντομου κειμένου αλλά μπορεί να γίνει και πιο σύντομη, να πάρει τη μορφή μιας πρότασης: από τη λατρεία του Είναι στη λατρεία του Γίγνεσθαι. Το Είναι είναι η αμεταβλησία της Ισχύος, το Γίγνεσθαι είναι η επιθυμητή μεταβολή της Ισχύος. Η λατρεία είναι η επιθυμία· οπότε, η φράση θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: από την επιθυμία της αμεταβλησίας της Ισχύος στην επιθυμία της μεταβολής της Ισχύος. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε και να απαντήσουμε είναι: ικανοποιούνται αυτές οι Επιθυμίες, μπορούμε να τις ικανοποιήσουμε; Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν ικανοποιούνται – αυτό είναι το αδιέξοδο της δυτικής Κυριαρχίας. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ερώτημα: εάν δύο είναι οι μεγάλες περίοδοι της δυτικής φιλοσοφίας, άρα και του δυτικού πολιτισμού, πότε περάσαμε από την λατρεία του Είναι στη λατρεία του Γίγνεσθαι;
ΑΥΤΑ θα υποστηρίξω στην παρακάτω συνόψιση της δυτικής φιλοσοφίας και σε αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσω. Εφ΄ όσον έγινε σαφής ο όρος λατρεία, θρησκευτικής προέλευσης ο όρος, και δεν τον επιλέγω τυχαία, ας στρέψουμε στο βλέμμα μας στον όρο Είναι. Ποιο είναι αυτό το Είναι, τι εννοούμε όταν λέμε Είναι; Γιατί να μας ενδιαφέρει τόσο σφοδρά και τόσο θυελλωδώς αυτός ο όρος; Γραμματικά το Είναι είναι απαρέμφατο του ρήματος ειμί και είναι πολύ παράξενο που οι σημαντικότεροι όροι της δυτικής φιλοσοφίας προέρχονται από το ρήμα ειμί: εόν (> ον), ουσία, Είναι. Θεωρούμε ότι το ρήμα ειμί είναι συνδετικό και υπαρκτικό, έτσι το γνωρίζουμε: ο ήλιος εστί λαμπρός (συνδ.), ήλιος έστι (υπαρκτ.). Οι φιλοσοφικοί όμως όροι ον, Είναι και ουσία δεν είναι ούτε υπαρκτικοί, ούτε συνδετικοί. Τι είναι;
ΕΧΟΥΝ περάσει τόσα πολλά χρόνια που είναι αδύνατον να κατανοήσουμε και να νιώσουμε αυτά που κατανοούσαν και ένιωθαν οι ομιλητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας πριν το 500 π. Χ., αλλά και αργότερα, όταν μεταχειρίζονταν το ρήμα ειμί. Δεν εννοούσαν είμαι ή υπάρχω, δεν εννοούσαν μόνο αυτά. Κάποιες ενδείξεις που έχουμε, αδιαμφισβήτητες, μας πείθουν ότι εννοούσαν κάτι άλλο, κάτι που εμάς σήμερα μας διαφεύγει. Το βασικό μόρφημα (το ξέρουμε ως θέμα, ρίζα) του ρήματος ειμί είναι ες: εσ-μί> ειμί. Από αυτό το θέμα προέρχεται το επίθετο εσθλός που σημαίνει γενναίος, ικανός, ανδρείος, ευγενής, πλούσιος, ισχυρός. Από αυτό το θέμα προέρχεται το επίθετο εΰς (*esus) που έχει τις ίδιες σημασίες· ο πληθυντικός του ουδετέρου είναι εά, είναι ο πλούτος και η ισχύς που διαθέτουμε. Από τη ρίζα *se και *so προέρχονται οι λέξεις ετός και έτυμος (αληθινός, πραγματικός – επειδή είναι ισχυρός), ετοίμος και έτοιμος: αυτός που βρίσκεται εκεί – που εκεί; Και το επίθετο όσιος (*sotios) επίσης που σημαίνει ορθός, δίκαιος, αγνός, ενάρετος, αγνός. Από το *εσ-όν έχουμε το εόν (Παρμενίδης) και μετά το ον. Ποιο είναι το Ον, με κεφαλαίο, φίλες και φίλοι; Μα ο Θεός, το πιο ισχυρό ον! Όταν ο Θεός λέει ‘εγώ είμί ο ών’, εννοεί ότι εγώ είμαι ο ισχυρότερος, δεν υπάρχει πιο ισχυρός από μένα. Ο όρος ουσία προέρχεται επίσης από το ίδιο θέμα: *εσ-οντ-jα. Η αρχική σημασία της λέξης είναι περιουσία: περι-ουσία, το λέμε κι εμείς σήμερα. Ποιος είναι ο περιούσιος λαός; Είναι ο ισχυρός λαός, αυτός που θα επιβιώσει αφού εξοντώσει όλους τους άλλους! Κλίνω το γόνυ, πέφτω στα πόδια σας και σας ικετεύω:εάν υπάρχει διαθέσιμος χώρος στο σαλόνι του μυαλού σας, κρεμάστε τον παρακάτω πίνακα με την πρόταση: ‘ειμί σημαίνει επιβίωσα γιατί άρπαξα ότι είχαν και δεν είχαν, γάμησα και έσφαξα’, – η γραφή είναι ζωγραφική, μας το επιβεβαιώνουν οι κόπανοι που γράφουν με πολυτονικό, το οποίο είναι Ρέμπραντ της ανατομίας των πτωμάτων, ενώ το μονοτονικό Βαν Γκογκ με κομμένο αυτί.
ΕΑΝ δεν κατανοήσουμε αυτή τη σημασία του ρήματος ειμί δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα βήμα για να κατανοήσουμε όχι μόνο τους βασικότερους φιλοσοφικούς όρους αλλά και την εξέλιξη και ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες, μέχρι και την αρχαϊκή εποχή τουλάχιστον (700-500 π. Χ.), έλεγαν ειμί δεν εννοούσαν απλά υπάρχω αλλά εννοούσαν ‘υπάρχω επειδή είμαι ισχυρός’, εννοούσαν ότι ‘η ύπαρξή μου είναι το αποτέλεσμα της ισχύος μου’. Όποιος δεν είναι ισχυρός, όποιος δεν διαθέτει ισχύ, δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί αυτή η εμμονή με την ισχύ; Ποια είναι αυτή η ισχύς;
Η ισχύς νοείται μόνο σε περιβάλλοντα σύγκρουσης, ανταγωνισμού και πολέμου. Η επιθυμία της ισχύος και η επιθυμία αύξησης της ισχύος είναι αποτέλεσμα εγγενούς αδυναμίας. Μόνο ο αδύναμος επιθυμεί να είναι ισχυρός, καλύτερα, μόνο ο αδύναμος ισχυρός επιθυμεί να είναι ισχυρός, επιθυμεί να αυξήσει την ισχύ του. Αλλά μέχρι σε ποιο σημείο, ποιο είναι το όριο της αύξησης της ισχύος, πόσο ισχυρός μπορεί να γίνει ο αδύναμος ισχυρός; Ασφαλώς και θα απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, δεν κολλάμε μόνο μπρίκια.
ΓΙΑ να το κάνουμε αυτό πρέπει να εντοπίσουμε την αδυναμία. Για ποια αδυναμία πρόκειται; Θα την βρούμε εάν σκεφτούμε πάνω στην έννοια της κοινωνίας και του πολιτισμού. Κοινωνία είναι το πλέγμα των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Στη δυτική Κυριαρχία, το δεύτερο σκέλος εμφανίζεται με δύο μορφές: η σχέση του Κυρίου με τον Υποτελή και η σχέση του Κυρίου με τον άλλον Κύριο – θα ήθελε να είναι ένας (Θεός!), θα ήθελε να καταργήσει αυτή τη σχέση, αλλά δεν μπορεί, προς το παρόν – θα δούμε εάν μπορεί. Ασφαλώς και θα ήθελε να καταργήσει και τη σχέση Του με τον Υποτελή, ασφαλώς και θα ήθελε να καταργήσει τη σχέση του με τη Φύση. Γιατί; Διότι η σχέση είναι εξάρτηση, είναι δηλαδή αδυναμία! Ας κάνουμε μια μικρή παρένθεση κι ας θυμηθούμε ότι οι Μαορί, και δεν είναι οι μόνοι, θεωρούσαν ότι είναι συγγενείς, έχουν δηλαδή ζωτικές σχέσεις, με όλους τους άλλους ανθρώπους, με όλα τα ζώα και με τα φυτά και με όλη τη φύση, ακόμα και με τα βουνά. Ενώ ο πολιτισμός είναι ένα πλέγμα, ένα δίκτυο σημασιών που υπάρχει σε κάθε μία από τις σχέσεις που κατέγραψα. Ας τις δούμε μία μία.
Η σχέση του Κυρίου με τη φύση είναι μια ατελείωτη φρίκη, ένας καθημερινός, αέναος εφιάλτης. Γιατί, φίλες και φίλοι; Διότι η φύση είναι πιο ισχυρή. Διότι ο Κύριος πεθαίνει. Όταν ο Κύριος πεθαίνει ηττάται, θεωρεί ότι ηττάται, μιας και τα χάνει όλα – πλούτο, ισχύ, δόξα (κλέος, φήμη). Θα ήθελε να την νικάει, θα ήθελε να την υποτάξει, θα ήθελε να είναι αθάνατος αλλά δεν μπορεί. Αδυναμία, ήττα, συμφορά! Εκφράζει την επιθυμία του αλλά ταυτόχρονα λατρεύει και την ισχύ της φύσης. Η λατρεία αυτή έχει καταγραφεί στην Ιλιάδα με έξοχο τρόπο: λατρεύει ό,τι δεν μπορεί να νικήσει, να υποτάξει: τα λιοντάρια, τον αετό, το γεράκι, τον ποταμό, το κύμα, τους ανέμους και άλλα πολλά.
ΠΩΣ θα μπορούσε να είναι αθάνατος; Υπάρχουν δύο τρόποι. Να εξαλειφθεί η φύση, η ζωή! Εάν εξαλειφθεί η ζωή, θα εξαλειφθεί και ο θάνατος. Με το ρυθμό εξαφάνισης της χλωρίδας και της πανίδας που έχουμε σήμερα, μπορεί να τα καταφέρουμε σε εκατό χρόνια! Μόνο που δεν θα υπάρχει ούτε ο Κύριος! Το έχει αντιληφθεί, αυτό, όπως θα δούμε όταν θα εξετάσουμε τη λατρεία του Γίγνεσθαι, αλλά λόγω της πολιτισμικής και οικονομικής αδράνειας δεν μπορεί ούτε την εκπομπή των καυσαερίων να περιορίσει. Ο δεύτερος τρόπος: να μπορέσει με την γνώση και την επιστήμη να εντοπίσει τον θάνατο, να τον συλλάβει και να τον εκτελέσει δημοσίως εν μέσω πανηγυρισμών. Αυτός θα ήταν θρίαμβος! Μέχρι στιγμής δεν μπόρεσε. Αν το ζήτημα της γνώσης είναι το κομβικό ζήτημα της δυτικής φιλοσοφίας είναι γιατί κομβικό είναι το ζήτημα της εκτέλεσης του θανάτου. Αυτός είναι ο σκοπός της γνώσης – η γνωσιολογία πρέπει να επανεξεταστεί.
Η σχέση του Κυρίου με τον άλλον Κύριο είναι μια διαρκής πηγή άγχους και ανησυχίας. Κάθε Κύριος θα ήθελε να είναι νικητής, μιας και κάθε Κύριος εποφθαλμιά την ισχύ, τον πλούτο και το κλέος του άλλου Κυρίου, μόνο που δεν μπορεί να είναι πάντα νικητής. Άλλοτε νικάει και άλλοτε ηττάται. Αυτή η διακινδύνευση, αυτή η μεταβλητότητα, αυτή η ρευστότητα τον ενοχλεί ανυπόφορα. Προσπαθεί να αυξήσει την ισχύ του για να είναι πάντα νικητής αλλά δεν τα καταφέρνει. Επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την ισχύ της φύσης αλλά δεν μπορεί. Μπορεί να χρησιμοποιήσει την ισχύ των Υποτελών και να τη στρέψει κατά του αντιπάλου του Κυρίου (πόλεμος) αλλά και σε αυτή την περίπτωση η έκβαση δεν είναι καθόλου βέβαιη. Ο Κύριος είναι έρμαιος της μεταβολής της κατανομής ισχύος, της ισορροπίας των δυνάμεων.
Η σχέση του Κυρίου με τους Υποτελείς είναι μια διαρκής ανοιχτή, ανεπούλωτη πληγή. Έχει διατυπώσει την επιθυμία του να καταργήσει αυτή τη σχέση, αυτή την εξάρτηση: να τους εξοντώσει αλλά τότε δεν θα ήταν Κύριος! Προσανατολίζεται προς την τροποποίησή τους ή την αντικατάστασή τους. Αν στη σχέση Του με τον αντίπαλο Κύριο δεν υπάρχει εξάρτηση, ή μάλλον υπάρχει αλλά είναι περιορισμένη (συμμαχία για την αντιμετώπιση άλλων Κυρίων ή των Υποτελών), η σχέση τους με τους Υποτελείς είναι μια καθαρή και αναπόφευκτη εξάρτηση. Δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτούς! Είναι τρομακτικό, είναι εφιαλτικό! Είναι τόσο εξαρτημένος που καταντά τόσο αδύναμος. Εάν όμως στη σχέση του με τη φύση και με τον άλλον Κύριο δεν έχει καταφέρει και πολλά, με τους Υποτελείς τα έχει καταφέρει: εδώ και 2.500 χρόνια ουδέποτε κινδύνεψε στα σοβαρά, αν και κεφάλια Κυρίων και Κυριών κόπηκαν και νικηφόρες επαναστάσεις έγιναν. Η επιτυχία του οφείλεται στην στρατηγική του: επιχειρεί να καταστρέψει τον Υποτελή, ώστε να είναι ανίκανος να καταλύσει την Κυριαρχία! Εργασία κτηνώδης, απομόνωση (κτητικός ατομικισμός), αποβλάκωση (αποδοχή της ιδεολογίας του Κυρίου και μίμησή του), φόβος. Η καταστροφή αυτή δεν είναι παρά η ορατή πλευρά μιας διαρκούς προληπτικής αντεπανάστασης. Αν και νικητής, ο Κύριος φοβάται μήπως οι Υποτελείς καταργήσουν την Κυριαρχία του και επιχειρεί καθημερινά να αποτρέψει τη μεγάλη αυτή συμφορά: καταστέλλει την επανάσταση πριν αυτή ξεσπάσει, ακόμα και με παραχωρήσεις – θα επανέλθουμε όταν θα εξετάσουμε τη λατρεία του Γίγνεσθαι.
[9/3/18]
ΑΥΤΕΣ είναι οι αρχαϊκές επιθυμίες του ήρωα Κυρίου, του ελληνόφωνου ποιμένα πολεμιστή Κυρίου. Τις διατύπωσε στην Ιλιάδα και σε άλλα κείμενα. Την διατύπωση των επιθυμιών ακολούθησε ο σκεπτικισμός, η αμφιβολία. Αυτές τις επιθυμίες δεν μπορώ να τις ικανοποιήσω: δεν μπορώ να γίνω πιο ισχυρός από τη φύση, από τον αντίπαλο Κύριο, δεν μπορώ να καταργήσω την εξάρτηση από τους Υποτελείς παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου, που εξασφαλίζει την επιβίωσή μου και την ισχύ μου. Η ομολογία αυτή είναι η αρχή τριών προσανατολισμών, επιλογών, λύσεων, στάσεων: θέλουμε και μπορούμε να γίνουμε ισχυροί· δεν μπορούμε να γίνουμε ισχυροί· δεν θέλουμε να γίνουμε ισχυροί διότι δεν μπορούμε.
Ο πρώτος προσανατολισμός εμφανίζεται με τρεις μορφές. Η πρώτη: να εξοβελίσω το Γίγνεσθαι, την μεταβολή και τα πολλά – το έν, το Έν, δεν μπορεί να μεταβληθεί, είναι η απόλυτη ισχύς ή ο φορέας της απόλυτης ισχύος. Ό,τι υπάρχει δεν γίνεται και ό,τι γίνεται, δεν υπάρχει. Είναι ο προσανατολισμός του Παρμενίδη. Η αδυναμία αύξησης της ισχύος θεραπεύεται με μια νέα επιθυμία. Η λύση αυτή έχει ένα μειονέκτημα: είναι επιθυμία. Εάν θεωρήσω ότι δεν υπάρχει μεταβολή, αλλαγή, δυνατότητα αύξησης της ισχύος, τότε η πραγματική υπάρχουσα ισχύς δεν μπορεί να αλλάξει, δεν μπορεί να υπάρξει αύξηση της ισχύος. Χωρίς την μεταβολή ο φαντασιακά απολύτως ισχυρός παραμένει αδύναμος ισχυρός.
Η δεύτερη: το αδιέξοδο αυτού του προσανατολισμού το συνειδητοποίησε ο Πλάτων αλλά επεχείρησε να το ξεπεράσει πάλι με επιθυμία. Η οποία δεν είναι παρά ομολογία αδυναμίας. Θεώρησε ότι η υπάρχουσα ισχύς είναι μίμηση μιας απόλυτης ισχύος, την οποία πρέπει να υλοποιήσουμε. Το αγαθόν, η απόλυτη ισχύς, η αθανασία, υπάρχει, είναι το Εκείθεν, ένας κόσμος της απόλυτης ισχύος. Μετέχουμε της απόλυτης ισχύος αλλά δεν είμαστε απόλυτα ισχυροί, απόλυτα ελεύθεροι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Η πραγματικότητα είναι ελαττωματική, η ισχύς μας δηλασή είναι περιορισμένη, είμαστε αδύναμοι ισχυροί, μόνο το Εκείθεν είναι όντως ον, απολύτως ισχυρό, αθάνατο. Αυτή είναι η πλατωνική μεταφυσική της ισχύος. Η μεταφυσική αυτή είναι καλυμμένη επιθυμία, άρα είναι τελεολογία. Και κάθε τελεολογία είναι επιθυμία: θέλουμε να γίνουμε απολύτως ισχυροί, να γίνουμε σωματικά αθάνατοι. Η αθανασία της ψυχής δεν είναι παρά καλυμμένη επιθυμία της επίτευξης της σωματικής αθανασίας. Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Με τη γνώση.
Η τρίτη: Ας αφήσουμε κατά μέρος τις επιθυμίες, ας ανασκουμπωθούμε, ας σηκώσουμε τα μανίκια του χιτώνας μας και ας γνωρίσουμε τη φύση και την κοινωνία. Η γνώση θα μας οδηγήσει στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας. Είναι η δρόμος του Αριστοτέλη. Και αυτός ο δρόμος επιθυμία είναι: πολύ συχνά αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που θεωρούμε ότι υπάρχει δεν είναι παρά αυτό που επιθυμούμε να υπάρχει: το σύμπαν είναι κόσμος, τάξη δηλαδή, τάξη ιεραρχική και κυριαρχική, σαν κι αυτή που υπάρχει στην κοινωνία. Η προβολή κοινωνικών αξιών και η γνώση ταυτίζεται. Ένα από τα βασικά ενδιαφέροντα του Αριστοτέλη, ίσως το πιο βασικό, είναι η συσχέτιση της ισχύος με την κίνησιν: ισχυρός είναι αυτός που προκαλεί την κίνησιν, που κινητοποιεί πράγματα και όντα. Ο δουλοκτήτης γαιοκτήμονας τους δούλους, ο πολέμαρχος τους οπλίτες. Εάν τον δουλοκτήτη ή τον πολέμαρχο δεν τον κινητοποιεί κάποιος άλλος τότε είναι ακίνητος, είναι απολύτως ισχυρώς. Η απόλυτη, η απεριόριστη ισχύς είναι ακινησία που προκαλεί κίνηση. Ποιος κινεί τους πλανήτες στο σύμπαν; Ο Θεός, το πρώτο ακίνητο κινούν. Είναι ο Κύριος το πρώτο ακίνητο κινούν; Όχι, δεν είναι, μας λέει ο Αριστοτέλης, μόνο ο Θεός είναι. Μπορεί να γίνει ο επίγειος Κύριος το αθάνατο πρώτο ακίνητο κινούν; Ναι, με τη γνώση
ΑΥΤΕΣ οι μορφές του πρώτου προσανατολισμού προσανατολισμοί κινούνται στο πεδίο της επιθυμίας, της επιθυμίας αύξησης της ισχύος. Ο δεύτερος προσανατολισμός αρνείται την δυνατότητα αύξησης της ισχύος και εμφανίζεται με τρεις μορφές: δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τη φύση, δεν μπορούμε να την υποτάξουμε, δεν μπορούμε να γίνουμε αθάνατοι – είναι ο αγνωστικισμός και ο σκεπτικισμός. Αυτή είναι η πρώτη μορφή. Η δεύτερη: δεν μπορούμε αλλά αυτή η παραδοχή μας προκαλεί πόνο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον πόνο, αυτή την αδυναμία μέσω της φιλοσοφίας: είναι η φιλοσοφία της παθητικής παραμυθίας. Υπάρχει και η ενεργητική παραμυθία, η οποία είναι πανταχού παρούσα παρούσα – ο πρώτος προσανατολισμός, η επιθυμία αύξησης της ισχύος, ως επιθυμία δεν είναι παρά παραμυθία, ενεργητική παραμυθία. Η παθητική παραμυθία θα λάβει διάφορες μορφές, έως και μοιρολατρία. Η τρίτη μορφή:τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα, είμαστε τόσο αδύναμοι που το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αυτοκτονήσουμε!
Ο τρίτος προσανατολισμός: δεν θέλουμε την ισχύ, δεν θέλουμε την αύξησή της, δεν θέλουμε να γίνουμε αθάνατοι γιατί δεν μπορούμε· και να μπορούσαμε, πάλι δεν θα θέλαμε. Και αυτός ο προσανατολισμός είναι φιλοσοφία της παραμυθίας, άλλοτε ενεργητικής κι άλλοτε παθητικής. Και εδώ διακρίνουμε τρεις μορφές. Η πρώτη. Αφού δεν μπορούμε να γίνουμε απολύτως ισχυροί, αφού δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας ας τις περιορίσουμε κι ας περάσουμε τη σύντομη ζωή μας ικανοποιώντας τις βασικές μας ανάγκες με τους φίλους μας: αυτή είναι η λύση του Επίκουρου. Η δεύτερη: δεν αρκεί η ικανοποίηση των αναγκών, απαραίτητη είναι και ηθική βελτίωση, αυτός είναι ο σκοπός μας, αυτή η επιθυμία πρέπει να αντικαταστήσει την επιθυμία της αθανασίας. Και η τρίτη: το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να γράψουμε στ΄ αρχίδια μας και τις επιθυμίες αύξησης της ισχύος και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών περιορίζοντας τις επιθυμίες μας και τον σκοπό της ηθικής βελτίωσης: είναι ο κυνισμός!
Μ’ αυτά και μ΄αυτά πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν οι αιώνες, πέρασαν οι χιλιετίες και φτάνουμε στο 1300 μ. Χ. 1900 χρόνια λατρείας του Είναι ή απόρριψης και αδιαφορίας για την λατρεία του Είναι, για την επιθυμία αύξησης της ισχύος. Είναι η πρώτη εποχή του δυτικού πολιτισμού, η εποχή της λατρείας του Είναι. Το 1300 αρχίζει η εποχή της λατρείας του Γίγνεσθαι, η εποχή της λατρείας της αλλαγής και της μεταβολής, η εποχή της εκπλήρωσης της επιθυμίας αύξησης της ισχύος. Μα τι έγινε το 1300;
θα συνεχίσω αύριο.
Σχολιάστε ελεύθερα!