φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΟΙ τρεις λέξεις που θα μελετήσουμε σήμερα ανήκουν στην κατηγορία των αρχαιοτάτων λέξεων της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας. Ανήκουν επίσης στην κατηγορία των λέξεων που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως ιστορική πηγή. Μας δίνουν πληροφορίες για μια περίοδο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας για την οποία τα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, εκτός από το ότι είναι δυσεξήγητα, δεν αρκούν για να σχηματίσουμε μια ευκρινή εικόνα, αποδεκτή από όλους. Καταφεύγουμε λοιπόν στην προφορική ηρωική ποίηση, τη μυθολογία, τη θρησκεία και τη γλώσσα. Πρόκειται για τους σκοτεινούς αιώνες (1100-900 π. Χ. ) που ακολούθησαν την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και την παρακμή και εξαφάνιση του μυκηναϊκού πολιτισμού (1200-1100).
ΔΕΝ μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ευκρινή εικόνα γιατί ενώ έχουν ανασκαφεί πολλοί τόποι αυτό που βρίσκουν οι αρχαιολόγοι είναι τάφοι αλλά όχι οικισμοί. Είναι η μόνη περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που αντιπροσωπεύεται με τόσο λίγους οικισμούς, μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού. Έχει προταθεί μια εξήγηση, την οποία και θα παραθέσω, τη δέχομαι και εγώ, αλλά δεν γίνεται από όλους αποδεκτή. Όσο περνάνε όμως τα χρόνια τα επιχειρήματα που προτάσσονται και πολλά είναι και στέρεα. Ένα από αυτά τα επιχειρήματα είναι η μελέτη της κατηγορίας των λέξεων που έχουν αξία και ως ιστορική πηγή.
ΟΙ περισσότερες από τις λέξεις της κατηγορίας αυτής, φίλες και φίλοι, έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, όπως οι λέξεις αγρός και αυλή. Γνωρίζουμε πολύ καλά τη σημασία τους, η αρχική τους σημασία όμως ήταν διαφορετική. Με αυτήν θα ασχοληθούμε σήμερα. Η λέξη άγραυλος μας άφησε χρόνους εδώ και πολλούς αιώνες. Είναι σαφές ότι είναι σύνθετη από το αγρός και αυλή. Επιβίωσε ως όνομα θεότητας που σχετίζεται με τη βλάστηση. ελαφρώς παραλλαγμένη (Άγλαυρος < Άγραυλος). Να σας θυμίσω τον όρκο που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι όταν τελείωναν τη στρατιωτική τους εκπαίδευση και κατατάσσονταν στον στρατό ως άνδρες πλέον. Ορκίζονταν με μάρτυρες την ‘ Άγλαυρο, Εστία, την Ενυώ, τον Ενυάλιο, τον Άρη, την Αθηνά Αρεία, τον Δία, τη Θαλλώ, την Αυξώ, την Ηγεμόνη, τον Ηρακλή, τα σύνορα της πατρίδας, το σιτάρι, το κριθάρι, τα αμπέλια, τις ελιές και τις συκιές.’ . Από τις θεότητες αυτές οι περισσότερες είναι θεότητες του πολέμου και σχεδόν όλες οι άλλες της βλάστησης (Άγραυλος, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη). Η Άγραυλος στην Αθήνα ήταν σύζυγος του Άρη, του θεού του πολέμου, ενώ οι αδερφές της ήταν η Έρση (η πρωινή δροσιά) και η Πάνδροσος (η βροχάρα, η μπόρα).
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ πολλές φορές τη λέξη άγραυλος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Διαβάζουμε τις φράσεις ποιμένες άγραυλοι (Σ 162), βοός αγραύλοιο (Ρ 521 Ψ 684, 780 Ω 81 μ 253 χ 403), άγραυλοι πόριες [δαμάλες, μοσχάρια] (κ 410). Άγραυλοι είναι οι βοσκοί και οι αγελάδες που περνάνε τη νύχτα τους, που διανυκτερεύουν, που ζούνε μέρα και νύχτα στους αγρούς. Πού βρίσκεται η σημασία ‘ζω, διανυκτερεύω στους αγρούς’; Και τι είναι ο αγρός; Είναι μήπως το καλλιεργημένο χωράφι; Όχι, δεν είναι. Τα βόδια και τα άλλα εκτρεφόμενα ζώα δεν ζουν και δεν διανυκτερεύουν στα καλλιεργημένα χωράφια.
ΑΣ δούμε, φίλες και φίλοι, πρώτα τη λέξη αυλή. Την διαβάζουμε 12 φορές στην Ιλιάδα και 33 στην Οδύσσεια. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία: η λέξη αυλή δηλώνει άλλοτε το μαντρί που βρίσκεται στους αγρούς και άλλοτε τον κοινό χώρο για ανθρώπους και ζώα που βρίσκεται μπροστά στην οικία και τον στάβλο, μιας και ο στάβλος ήταν κτισμένος κολλητά με την οικία. Η πρώτη σημασία είναι η αρχαιότερη. Διαβάζουμε ακόμα (1 φορά στην Ιλιάδα και 1 στην Οδύσσεια) και τη λέξη αύλις (η), που είναι το μαντρί. Η λέξη επιβιώνει στο σύνθετο έπαυλις, η αρχική σημασία της οποίας ήταν ‘πρόχειρο κτίσμα, μαντρί, για τη διανυκτέρευση ζώων᾿. Αργότερα απέκτησε τη σημασία της αγροικίας και αργότερα της πολυτελούς κατοικίας με κήπο. Την ίδια ακριβώς σημασιολογική εξέλιξη παρατηρούμε και στη λατινική λέξη villa, η οποία δήλωνε τελικά την πολυτελή κατοικία του γαιοκτήμονα που βρισκόταν στο λατιφούντιο. Δεν την διαβάζουμε στα ομηρικά έπη, διαβάζουμε όμως μια φορά στην Οδύσσεια (ψ 358) τη λέξη έπαυλος και δηλώνει τη στάνη, τη μάντρα.
Η λέξη αυλή (>αύλις) προέρχεται από το αυ- και -λη (<λα). Το αυ- το εντοπίζουμε στο ρήμα ιαύω (ι-αύ-ω) και σημαίνει περνάω τη νύχτα μου, κοιμάμαι – το διαβάζουμε 5 φορές στην Ιλιάδα και 8 στην Οδύσσεια. Το -λη δηλώνει χώρο (στή-λη, νεφέ-λη και άλλα). Διαβάζουμε ακόμα τα επίθετα αύλειος, αύλιος και το ρήμα αυλίζομαι: μπαίνω μέσα στο μαντρί – Οδύσσεια, 2 φορές. Η αρχική σημασία της λέξης αυλή είναι μαντρί στους αγρούς. Μετά δήλωνε τον κοινό χώρο των ανθρώπων και των ζώων και μετά μόνο τον χώρο μπροστά την κατοικία ή άλλο ιδιωτικό ή δημόσιο οίκημα. Η αυλή όμως είναι και το υπηρετικό προσωπικό (σύμβουλοι, ακόλουθοι, υπηρέτες) του αυτοκράτορα ή του βασιλιά – προφανώς ζούσαν στην αυλή του ως εκτρεφόμενα ζώα. Αυλή λέμε ακόμα και τα εκτρεφόμενα ζώα, τους κόλακες εννοώ, που περιτριγυρίζουν ένα ισχυρό πρόσωπο – και όχι πάντα.
ΑΣ δούμε τώρα τη λέξη αγρός. Εκτός από αυτήν επιβιώνει ένα πολύ γνωστό παράγωγο, το διαβάζουμε και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια: το επίθετο άγριος – αυτός που ζει στους αγρούς, αυτή είναι η αρχική σημασία. Διαβάζουμε ακόμα τη λέξη άγρα, το κυνήγι. Τη λέξη αγρότης (αγρό-τα), αυτός που ζει στους αγρούς. Στην Οδύσσεια διαβάζουμε το επίθετο αγρονόμος που αποδίδεται στις νύμφες (αγρονόμοι) και δηλώνει τις νύμφες που ζουν στους αγρούς. Όλες αυτές οι λέξεις μας ωθούν να υποθέσουμε ότι η λέξη αγρός δεν δηλώνει αυτό που δηλώνει σήμερα, το καλλιεργημένο χωράφι. Οι επιφυλάξεις μας θα αρθούν, εάν μελετήσουμε την ετυμολογία της λέξης.
Η λέξη αγρός προέρχεται από το αγ- και το -ρός. Το μόρφημα -ρός το γνωρίζουμε πολύ καλά: πικρός, φθονερός, καρπερός και άλλα πολλά. Δηλώνει τον πλούτο του πρώτου συνθετικού: καρπερός είναι αυτός που έχει πολλούς καρπούς. Αγρός λοιπόν είναι το μέρος που έχει πολύ αγ-. Τι είναι αυτό το αγ-; Είναι η ρίζα του ρήματος άγω που η αρχική του σημασία είναι: οδηγώ τα ζώα στη βοσκή, στο λιβάδι. Ο αγός είναι ο βοσκός που προηγείται του κοπαδιού και τα οδηγεί. Δηλώνει και τον αρχηγό, τον λοχαγό, ας πούμε, που είναι ο αγός των στρατιωτών, οι οποίοι εκλαμβάνονται ως εκτρεφόμενα ζώα – στην Ιλιάδα είναι γνωστός ως ποιμήν λαών.
Η αρχική σημασία της λέξης αγρός είναι ‘πλούσιο λιβάδι, βοσκοτόπι με πολύ χορτάρι’. Πώς όμως και πότε απέκτησε τη σημασία ‘καλλιεργημένο χωράφι’; Όταν τα λιβάδια μετατράπηκαν σε χωράφια. Πότε έγινε αυτό; Έγινε κατά την γεωμετρική εποχή, μετά το 900 π. Χ., όταν οι ποιμένες εγκατέλειψαν την εκτροφή των ζώων και στράφηκαν προς την καλλιέργεια της γης. Η εγκατάλειψη του ποιμενισμού και η στροφή προς την γεωργία διήρκεσε δύο αιώνες περίπου. Να διευκρινίσω ότι γεωργία υπήρχε και την περίοδο του ποιμενισμού, κατά τους σκοτεινούς αιώνες, όπως υπήρχε και κτηνοτροφία και μετά την στροφή στη γεωργία. Ήταν όμως δευτερεύουσας, αν και ζωτικής, σημασίας. Έχουμε δείξει αλλού για ποιο λόγο εγκαταλείφθηκε ο ποιμενισμός και υιοθετήθηκε η γεωργία. Θα επανέλθω.
Η μελέτη των λέξεων που σχετίζονται με την οικονομία και την κοινωνία δείχνει ότι όλες αυτές οι λέξεις ήταν ποιμενικού ή πολεμικού περιεχομένου. Κατά την γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή η σημασία τους άλλαξε, όπως αυτών που μελετήσαμε σήμερα. Τελειώνοντας, να δύο ακόμα λέξεις. Η λέξη σταθμός στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια δηλώνει επίσης το μαντρί – πριν αποκτήσει τη σημασία του χώρου στάθμευσης στρατιωτών! Μα την Παναγία! Η λέξη νομός (<νέμω, βοσκώ) δήλωνε το λιβάδι, τον βοσκότοπο, πριν δηλώσει το διοικητικό διαμέρισμα! Το ανάλογο της λέξης σταθμός στα λατινικά είναι stabulum, από την οποία προήλθε ο στάβλος!
Σήμερα θα φέρω κοπριά από μαντρί και θα ετοιμάσω το χώμα για το φύτεμα του κοκκαριού (για ξερά κρεμμύδια). Μεγάλωσε η μέρα, ζεσταίνει, άρχισαν να γεννάνε οι κότες – μας χαρίζουν κάθε μέρα 6-8 αβγά. Αύριο, αν δεν βρέχει, θα φέρω κοπριά για τις πατάτες.
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΧΡΟΝΟ , ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ
Θα το κάνω, Μπάμπη, αργότερα όμως. Μέχρι το καλοκαίρι, το αργότερο.