Γεννήθηκα στους Πετράδες, στο σπίτι, το 1959, Ιανουάριο, στις 18, Τετάρτη, σε λίγο θα νύχτωνε. Ο πατέρας μου εκείνη την ώρα θα σχόλαγε από το ανθρακωρυχείο, στη Κίρκη, έξω από την Αλεξανδρούπολη. Κάρβουνο για τα τρένα, τους καρβουνιάρηδες. Οι τοίχοι του δωματίου ήταν αλειμμένοι με κοπριά αγελαδίσια, και το πάτωμα επίσης. Από μια πόρτα μπαίναμε στο σταύλο· όταν οι αγελάδες κατουρούσανε, τις ακούγαμε. Τις ακούγαμε κι όταν μουγκάνιζαν, όταν πεινούσαν, όταν διψούσαν, όταν γεννούσαν. Κάθε φορά που ανοίγαμε την πόρτα, έμπαινε ζέστη και η μυρωδιά της κοπριάς. Η μυρωδιά της κοπριάς, η κοπριά είναι η δική μου πατρίδα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την πατρίδα μου, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς κοπριά.
Πατρίδα μου είναι οι φωνές της μάνας μου, της μαμής, της γριάς γειτόνισσας, των άλλων γυναικών. Πατρίδα μου είναι η διάλεκτος του χωριού μου, τα πετραδιώτικα, ελληνικά με πολλές τούρκικες λέξεις, έπρεπε να ζήσει πολλές μέρες εκεί ένας ξένος για ν΄ αρχίσει να καταλαβαίνει. Πατρίδα μου είναι η κοπριά και τα πετραδιώτικα. Πατρίδα μου είναι η Γη.
Ο πατέρας μου έμεινε ορφανός από μάνα δέκα χρονών. Στα δώδεκα, το 1946, τον έστειλε ο πατέρας του σε χωριό έξω από την Ορεστιάδα να δουλέψει τσομπάνης. Ένα τσουβάλι σιτάρι τον χρόνο η αμοιβή, πενήντα κιλά. Πριν πάει φαντάρος πήγε σε χωριό των Σερρών να δουλέψει τσομπάνης. Λίγα χρόνια μετά τον στρατό ερωτεύθηκε τη μάνα μου, η μάνα μου τον ερωτεύτηκε, έφυγε από το σπίτι της, κρύφτηκε για μέρες σε σπίτι συγγενούς, συμφώνησε ο πατέρας της και παντρεύτηκαν. Την άνοιξη του 1958 έμεινε έγκυος. Η πολύ στενή συνεργασία θα πρέπει να ολοκληρώθηκε μέσα σε αμπέλι, δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αμπέλι.
Ο πατέρας μου είναι 82 χρονών, υγιέστατος, περιμένει να πεθάνει. Μου το έχει πει ο ίδιος, πριν λίγες μέρες. Μεθαύριο θα πάω να τον δω. Νομίζω πως θα ζήσει αρκετά χρόνια ακόμα. Φοβάται μην πέσει κατάκοιτος, το φοβάται πολύ. Είναι μελλοθάνατος, είναι νεκροζώντανος. Το πρωί πάει στο καφενείο, για τρεις τέσσερις ώρες, και όλη την άλλη μέρα τη βγάζει στο κρεβάτι. Τον περασμένο Αύγουστο, έσερνε το χορό, ζωναράδικο, στο πανηγύρι του χωριού, θα τον σέρνει και τον επόμενο Αύγουστο, είμαι βέβαιος.
Πριν και μετά τον στρατό, ο πατέρας μου ήταν ο γκαϊντατζής του χωριού. Τα καλοκαίρια, μετά τη δουλειά στα χωράφια, παιδιά και γυναίκες και άνδρες, νέοι και γέροι, ανύπαντρες και γριές, χόρευαν στην πλατεία του χωριού. Γκάιντα μόνο, την έπαιζε ο Χρήστος ο γκαϊντατζής. Καλός, πολύ καλός. Τον είχε δείξει και η τηλεόραση, είχε πάει στο Να η ευκαιρία! Όταν τον ρώτησε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος εάν είχε μάθει μόνος του να παίζει γκάιντα, ο πατέρας μου απάντησε: Έχω δυο παιδιά.Το ένα σπουδάζει εδώ στην Αθήνα και το άλλο στην Ιταλία. Τον θυμάμαι να παίζει στην αλάνα που σήμερα βρίσκεται το Ολυμπιακό Στάδιο, στην Καλογρέζα, το οποίο, λίγες μέρες πριν πεθάνω, εγώ θα είμαι αυτός που θα πατήσω το κουμπί για να πυροδοτήσω τα εκατοντάδες κιλά εκρηκτικής ύλης που θα το κάνει ερείπια, που θα το κάνει σκόνη. Ήταν πρωτομαγιά, παρέα μεγάλη, πετραδιώτες και πετραδιώτισσες. Χόρευαν στα ξέφωτα του ελαιώνα, οι γίδες έβοσκαν πιο πέρα, οι κότες έσκαβαν το χώμα, οι καρδιές των κοριτσιών και των αγοριών χτυπούσαν δυνατά. 1979.
Η μεγάλη ευχαρίστηση του πατέρα μου ήταν να κάνει τους άλλους να γελάνε. Θυμάμαι (τι τους έλεγε;), θυμάμαι να ξεκαρδίζονται στα γέλια, όταν μαζεύονταν όλοι μαζί να φάνε, τις Κυριακές, λατόμοι στην Παλιά Πεντέλη, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Αντιμετώπιζε την αυταρχικότητα της μάνας μου με τόση χάρη και ευθυμία! Μια μέρα, έκανε αυτό που του είπε αλλά αυτό που του είπε να κάνει δεν της άρεσε τελικά της μάνας μου. Γιατί το έκανες; του έβαλε τις φωνές. Εσύ δεν μου το είπες; Άμα σου πω να πέσεις στο ποτάμι να πνιγείς, θα πέσεις; Θα πέσω, της απάντησε χαμογελαστός. Να σι φαν τα σκλιά, να σι φάν.
Έχουμε πάει στο Παρίσι, πως δεν έχουμε πάει, μου είπε η μάνα μου και εγώ την πίστεψα, είχα περάσει τα σαράντα, όταν άρχισα να γνωρίζω τους γονείς μου. Πάντα την πίστευα, στην πίστη στη μάνα μου οφείλω την αφέλειά μου – τι εξαίσια αρετή! Πότε πήγατε στο Παρίσι;
Η μάνα μου κοίταξε τον πατέρα μου, με νοσταλγία. Αυτός χαμογέλασε και κοίταξε αλλού.
- Είχα μια κλιά, να! Μι λέι, θέλτς να πάμι στου Παρίσ΄; Θέλου, πώς δε θέλου; Μι πιάνι απ του χέρ΄, μι πάι στουν ουντά, ανέβκαμι πάνω στου κριβάτ΄, χουρουπιδούσαμι κι φώναζαμι, ίμιστι στου Παρίσ΄, ίμιστι στου Παρίσ΄! Γιαλούσαμι! Πες ρα Χρίστου, μίλα ρα κι σι!
- Τι να που μα;
!!!
Τι να πω……..!!??