in λαμπε ρατ

επιστροφή

του λαμπε ρατ

 

Όσο περισσότερο συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε και ν’ αντιλαμβανόμαστε τα πάντα sub specie durationis (εν είδει διαρκείας), τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε στην πραγματική διάρκεια.

Henri Bergson

 

 

Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν διαρκώς να προχωρούν μπροστά, να προ-οδεύουν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της συντήρησης, της στασιμότητας, της μιζέριας και της απελπισίας. Και υπάρχουν και άνθρωποι που αρέσκονται να κοιτούν προς τα πίσω, να νοσταλγούν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της αποκατάστασης, της ευτυχίας και της ελπίδας. Μπορούμε άραγε να ψηλαφίσουμε μια έννοια-πρακτική της επιστροφής που δεν θα προσκρούει στο σκόπελο του ρομαντικού «επιστροφισμού» και ταυτόχρονα θα είναι γόνιμη τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν και το μέλλον;

Ως επιστροφή εννοούμε, στα χνάρια των υπαρξιστών φαινομενολόγων, μια καταστατική ενσώματη κίνηση προς τον κόσμο, η οποία εξερευνά και ψηλαφίζει τα σώματα και τα πράγματα, το ενδόμυχό τους, την πρωταρχική γλώσσα τους, τη διάρκειά τους, τους δρόμους που (δι)ανοίγονται, τα εμπόδια που ορθώνονται. Κι αυτό συμβαίνει διττά: τόσο ως αισθάνεσθαι την ίδια την ύπαρξή τους ως εφάμιλλη της ύπαρξης του εαυτού ώστε να αποφεύγονται υποκειμενισμοί και αντικειμενισμοί όσο και ως αν-ίχνευσή τους ώστε να προσ-εγγίζονται και να μετ-αγγίζονται οι φίλιες ήτοι οι ζωτικές, ενεργές, στέρεες, πνευματώδεις δυνάμεις.

Γιατί όμως ονομάζουμε, χαρακτηρίζουμε επιστροφή αυτή την κίνηση, αυτή την «πράξη»; Και πρόκειται όντως για πράξη; Γιατί δεν τη λέμε μετάβαση, πέρασμα; Πολύ απλά γιατί η μετάβαση, το πέρασμα προϋποθέτουν ένα -σταθερό, ακλόνητο- σημείο και μια κίνηση προς ένα άλλο -εξίσου σταθερό και ακλόνητο- σημείο. Εδώ, σε αυτό το εσώτερο -αλλά εξωστρεφές- και ανάλαφρο -αλλά όχι ρηχό- πεδίο, το τόσο ζωτικό για την καθημερινή ζωή ως ολικό κοινωνικό φαινόμενο, δεν υπάρχουν σημεία, ούτε υποκειμενικές κινήσεις προς τα αντικείμενα, πόσο μάλλον πράξεις. Υπάρχουν μόνο τα κινούμενα σώματα και τα πράγματα, και μάλιστα χωρίς το ειδικό εκείνο βάρος, καταπιεστικό και καταδυναστευτικό, που τους προσδίδει η πανταχού παρούσα συνείδηση που επιθυμεί βαθιά να κατέχει -και να κατέχεται από- τον κόσμο.

Τι σημαίνει όμως μια τέτοια επιστροφή για τον εαυτό; Θα είναι μια επιστροφή ενός εαυτού που θα έχει βέβαια σμιλευτεί, και ενίοτε θα έχει ριζώσει, σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους, αλλά δεν θα ταυτίζεται με αυτούς, δεν θα αγκιστρώνεται σε αυτούς· ενός εαυτού που θα περιδιαβαίνει τα βιώματα και τις εμπειρίες του, θα τα αφουγκράζεται, θα αναστοχάζεται, αλλά θα διατηρεί τον αναστοχασμό στο επίπεδο του μέσου-χωρίς-σκοπό, θα σκέφτεται εν κινήσει, εν δράσει, με άλλα λόγια δεν θα γίνεται intellectual, θεωρησιακός, ιδεαλιστής που μοχθεί να κατισχύσει επί του πραγματικού με διάφορα τεχνάσματα, ρητορικά και άλλα· ενός εαυτού που θα απενεργοποιεί, θα καθιστά μη λειτουργική δηλαδή τη γραμμικότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος και εδώ – εκεί – αλλού, προτιμώντας και αβαντάροντας μια μεταξύ τους σχέση εξακτίνωσης. Οι τρεις, υποτίθεται απόλυτα διακριτοί, χρόνοι και χώροι θα χάνουν έτσι τη μεταξύ τους ιεραρχία και κλιμάκωση, θα εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλο, θα προ-εκτείνονται ο ένας στον άλλο, χωρίς όμως να καταργείται ποτέ το κρίσιμο εδώ-και-τώρα. Η επιστροφή γίνεται έτσι επιστροφή ενός εαυτού προ-εκτατού και ακτινωτού, έκκεντρου και πολλαπλού, μη-ταυτοτικού και μη-συμπαγούς αλλά στέρεου, σκεπτόμενου αλλά όχι διανοούμενου, με εσωτερικότητα αλλά όχι εσωστρέφεια, ενός εαυτού με δυναμική, διάρκεια και ανοιχτότητα. Η ορθολογικότητα που συνεχίζει να συνέχει τον εαυτό, αποφεύγοντας και ενίοτε αντικρούοντας την άνευ όρων και ορίων παράδοσή του στην εξάρθρωση, τη σύγχυση, το χάος ή τη μεταμοντέρνα «τρέλα», αναδύεται από την καθημερινή ένσαρκη, ενσώματη επαφή με τον κόσμο και τα πράγματα και από τη ζωτική ανάγκη κάθε όντος να εμμένει στο Είναι του. Αλλά, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, πρόκειται για μια ορθολογικότητα υπό αίρεση, μια ορθολογικότητα μετέωρη, εύθραυστη, φθαρτή -όσο και τα σώματα, όσο και οι ακτίνες.

Η πράξις προϋποθέτει αυτή την ιδιάζουσα κίνηση, αυτή την επιστροφή. Όχι με την έννοια της λογικής προϋπόθεσης ούτε με την έννοια του χρονικά πρωθύστερου σταδίου. Ούτε υπονοούμε βέβαια ότι η επιστροφή είναι η βάση του εποικοδομήματος, η ουσία του φαινομένου, η κρυμμένη Αλήθεια πίσω από το παραπέτασμα. Το πράττειν, και δη το επαναστατικό, προϋποθέτει την επιστροφή ως ζωτικότητα, ως ενσαρκωμένο νόημα, ως πραγματική διάρκεια, ως αναζωογόνηση, ως αναγέννηση. Χωρίς αυτήν, ο πλούτος, η περιπέτεια της ζωής αργά ή γρήγορα σαρώνονται από την ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη τάση προς την ακαμψία, τη σκληρότητα, την αλαζονεία, την απολυτότητα και το δογματισμό, προς την ασφάλεια, τη νωθρότητα, την άνεση και τη βολή.

 

Πολύ συχνά στις ζωές των ανθρώπων υπάρχουν βιώματα που τους αναγκάζουν συν τω χρόνω να σκεφτούν και να βιώσουν τα πράγματα διαφορετικά. Συνήθως πρόκειται για μακρόσυρτα τραυματικά βιώματα, δεν αποκλείονται όμως και τα πιο φευγαλέα, τα πιο στιγμιαία· όλα παίζουν το ρόλο τους, όλα συμβάλλουν. Όταν φτάσει ο καιρός -χωρίς ποτέ αυτό να αποτελεί έτσι απλά ζήτημα υποκειμενικής, συνειδητής απόφασης-, όπου ο εαυτός αλλάζει πια σιγά σιγά δέρμα προκειμένου να παραμείνει ζωντανός, κάθε ταξίδι, κάθε καλοκαίρι, κάθε νέος φίλος και νέα φίλη, κάθε νέα πολιτικοποίηση, κάθε νέος έρωτας είναι αγωνιώδης δημιουργία ενός νέου κόσμου πάνω στον καμβά του υπάρχοντος ή, αλλιώς, αγωνιώδης δημιουργική επαν-ανακάλυψη των σωμάτων και των πραγμάτων.

 

λαμπε ρατ

οκτώβριος 2016

Σχολιάστε ελεύθερα!

21 Comments

  1. Η καθαρή επιστροφή είναι μία φαντασίωση, η οποία αποτελεί την ακριβώς αντίστροφη φαντασίωση της διαρκούς προόδου. Αυτό που συμβαίνει είναι μία πορεία. Τις συντεταγμένες της τις έχει θέσει πολύ ωραία (και πολύ τρομακτικά για τους δειλούς) ο David Lynch:

    Πορεία [t]hrough the darkness of future past.

  2. Με ενδιαφέρει να καταλάβω καλύτερα τι εννοείς Left. Μπορείς να γίνεις κάπως πιο αναλυτικός;

    Ο διάλογος στο ίντερνετ είναι εξαρχής ναρκοθετημένος κατά τη γνώμη μου για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης, οπότε βοηθούν νομίζω τα πιο σχοινοτενή σχόλια, ακόμα καλύτερα τα κείμενα που συνδιαλέγονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το κείμενο-έναυσμα, εφόσον προφανώς ο σχολιαστής – συνδιαλεγόμενος θεωρεί άξιο λόγου και χρόνου το τελευταίο.

  3. λαμπε ρατ,[*]

    Θα γίνω αναλυτικότερος και πιο σαφής αύριο. Είναι αργά για να το κάνω αυτή τη στιγμή. Για τα διαδικαστικά όμως που εισάγεις, με παίρνει να πω δυο κουβέντες:

    Νομίζω ότι σε κάθε απόπειρα διαλόγου ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να πάρει (δια ζώσης, από τηλεφώνου, γραπτός μέσω επιστολών, γραπτός μέσω νετ κ.λπ.) ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποδειχθεί αργά ή γρήγορα, αν και συνήθως συμβαίνει το δεύτερο, ότι η γραμμή επικοινωνίας είναι ναρκοθετημένη. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις αν δεν την ακολουθήσεις για κάποιο διάστημα, έτσι δεν είναι;

    Μια δεύτερη κουβέντα: Χαίρομαι που δείχνεις να αντιλαμβάνεσαι ότι ένα σχόλιο, ακόμα και ένα αιχμηρό (ή και πολεμικό, αν θέλεις) είναι σαφέστατη ένδειξη πως αυτός που το αποστέλλει θεωρεί άξιον λόγου και χρόνου τον άνθρωπο που κατέθεσε το κείμενο-έναυσμα…

    Τα λέμε

    [*] Μου κακοφαίνεται η ξερή προσφώνηση, χωρίς το «φίλε» εννοώ. Ελπίζω να πάρω πιο καθαρά σημάδια πως έχεις συνειδητοποιήσει την κακή συμπεριφορά σου απέναντί μου, χωρίς άλλο λόγο και αιτία από τις διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις, ώστε να επιστρέψω (να μία περίσταση που η έννοια της επιστροφής ταιριάζει γάντι) στα πατροπαράδοτά μου.

  4. Επίτρεψέ μου να έχω άλλη άποψη, ή ερμηνεία αν προτιμάς, ως προς το ότι σου συμπεριφέρθηκα άσχημα. Απλώς επέλεξα να μην εμπλακώ σε ένα αλισβερίσι άγονο και ανόητο, και δεν είναι οι ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά το ύφος και το ήθος του διαλόγου το κρίσιμο, όπως είχα γράψει και στο τότε σχόλιό μου, το πρώτο μου στη σχολή μάλιστα. Οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί από την πλευρά σου έδωσαν και πήραν έκτοτε, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να σου απευθύνω το λόγο όταν είδα ότι θα μπορούσαμε να πούμε δυο πράγματα χωρίς να μειώνει ο ένας τον άλλο. Με την πολεμική πάλι η αλήθεια είναι ότι δεν τρελαίνομαι -αν και έχω ασκήσει κι εγώ όταν έγινε αναπότρεπτη και αναγκαία-, αλλά ακόμα και η πολεμική ακολουθεί κάποιους άγραφους κανόνες. Αλλιώς εκφυλίζεται σε άναρθρες κραυγές.

    Επίτρεψέ μου επίσης να διαφωνήσω στην εξομοίωση που κάνεις των μορφών διαλόγου. Εντελώς άλλο το δια ζώσης, άλλο η ανταλλαγή επιστολών, άλλο η μεσολαβημένη από την τεχνολογία επικοινωνία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.

    Η προσφώνηση είναι γενικά ωραία, αλλά συνήθως είναι τυπική ή εθιμοτυπική. Κάτι που έχει τη σημασία του οπωσδήποτε σε μια κοινωνία -γιατί οι εθιμοτυπίες συνέχουν μια κοινωνία- αλλά είναι ακόμα πιο όμορφο το προχώρημα σε κάτι πιο πραγματικό αν θες, και όχι τόσο συμβολικό, σε κάτι που δεν θα κρατά ακονισμένα τα μαχαίρια κάτω από το πέπλο της προσφώνησης.

    Αλλά πάλι «μπλέξαμε» με τα όχι και τόσο διαδικαστικά κατά τη γνώμη μου. Ας είναι.
    Θα ήθελα πάντως κάποια στιγμή να διαβάσω τα σχετικά με την πορεία και τον Lynch που ανέφερες.

  5. Επανέρχομαι, λαμπε ρατ, για τις εξηγήσεις που ζήτησες.

    Όσα έγραψα στο πρώτο σχόλιο αναφέρονται στις τέσσερις προτάσεις σου με τις οποίες ξεκινάς το κείμενό σου («Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν διαρκώς να προχωρούν μπροστά, να προ-οδεύουν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της συντήρησης, της στασιμότητας, της μιζέριας και της απελπισίας. Και υπάρχουν και άνθρωποι που αρέσκονται να κοιτούν προς τα πίσω, να νοσταλγούν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της αποκατάστασης, της ευτυχίας και της ελπίδας.»).

    Εδώ περιγράφεις δύο ακραίες καταστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, αυτές οι ακραίες (θα μπορούσε να τις πει κάποιος και «καθαρές») καταστάσεις δεν υπάρχουν παρά μόνο ως φαντασιώσεις (προσοχή: δεν αναφέρομαι σ’ εσένα· αναφέρομαι σε εκείνους που έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η λύση είναι είτε η διαρκής φυγή προς τα εμπρός είτε η αιώνια επιστροφή στο παρελθόν και τη φαντασίωση πως κινούνται προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση χωρίς ‘‘προσμείξεις’’ από την αντίθετη). Το τσιτάτο τού Lynch περιγράφει με σκοτεινό αλλά όχι ακατανόητο τρόπο τη σκοτεινιά (= απροσδιοριστία, ενδεχομενικότητα, άγνωστο) που πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι μας περιμένει καθώς ο καθένας μας κινείται προς την κατεύθυνση που θεωρεί σωστή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση, ό,τι και να κουβαλάμε στο κεφάλι μας κι όποιο δρόμο κι αν ακολουθούμε, να μη συναντήσουμε στη διαδρομή θραύσματα του παρελθόντος ή φλασιές για το μέλλον.[*] Η δραπέτευση τόσο από το ένα όσο και από το άλλο στοιχείο τού χρόνου είναι αδύνατη ακόμα και για τους πιο φανατικούς λάτρεις τού «χρόνου τής μίας διάστασης» (= του παρόντος).

    Δικαίως θα αναρωτηθεί κάποιος από όσους διάβασαν το κείμενό σου και παρακολουθεί τη συζήτηση (ή κι εσύ ο ίδιος): «Ρε φίλε, έκατσε ο άνθρωπος κι έγραψε 800 παρά κάτι λέξεις κι εσύ έμεινες στις τέσσερις προτασούλες τής αρχής;». Εξηγώ:

    Καλώς ή κακώς, στον κατάλογο των ενδιαφερόντων μου το ζήτημα του πολιτικού, και από τη σκοπιά τής Αριστεράς βέβαια, βρίσκεται πάνω-πάνω. Σε μία περίοδο λοιπόν που επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά στη χώρα μας τα αδιέξοδα της παγκόσμιας Αριστεράς τα οποία έχουν διαπιστωθεί εδώ και μερικές δεκαετίες, όπου βλέπει κανείς άλλα τμήματά της να παραμένουν νοσταλγοί αυτού που τελικώς ηττήθηκε και άλλα να επιδίδονται σε μία ακατάσχετη υμνολογία τού «νέου» χωρίς όμως να παίρνουν και την ευθύνη να μας περιγράψουν αυτό το νέο (ίσως γιατί διαισθάνονται ότι δεν μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από το future past τού Lynch και μάλιστα σε δοσολογία μη δυνάμενη να καθοριστεί εκ των προτέρων…), με απασχολεί το πώς θα χωνέψουμε όλοι στην Αριστερά ότι, πρώτον, δεν υπάρχει παρθενογένεση πουθενά, άρα ούτε στην Ιστορία, και, δεύτερον, ότι η κυρά Ιστορία τσινάει σαν μουλάρι και δεν δέχεται με καμία Παναγία να τη βάλεις στο χειρουργικό τραπέζι για να της κάνεις παρθενορραφή, (φαντάζομαι ότι δεν είσαι σαν τη φίλη μας την κυρία παράκοσμος που έχει μία κάποια αδυναμία να αντιληφθεί τις μεταφορές κι εσύ τις πιάνεις στο τσακ μπαμ… 😉 🙂 ).

    Τέλος, αν μου επιτρέπεις, μία δύο επισημάνσεις για τα υπόλοιπα (λέω «αν μου επιτρέπεις» γιατί εγώ ο ίδιος ομολόγησα παραπάνω ότι δεν με πολυαπασχόλησε το κυρίως σώμα τού κειμένου σου):

    Δεν ξέρω, λάμπε ρατ, έχω όμως την υποψία ότι η λέξη «επιστροφή» δεν είναι και η πιο κατάλληλη για να περιγράψει αυτό το ταξίδι φαινομενολογικής βαθυσκόπησης που μας παρουσίασες. Νομίζω ότι στη φαινομενολογική άσκηση (εν πολλοίς, η διεργασία που εκθέτεις, με τη φαινομενολογική μέθοδο εξέτασης των πραγμάτων μοιάζει) ταιριάζουν σημαντικά περισσότερο έννοιες όπως κατάδυση, ενδοσκόπηση και οι παρόμοιες. Ένας άλλος λόγος που με κάνει πολύ σκεπτικιστή είναι και το ότι φοβάμαι, σύμφωνα με αυτά που είπα προηγουμένως, πως η βασική και συντριπτικά υπερισχύουσα ερμηνεία τής λέξης «επιστροφή» ενισχύει την τάση επιστροφής σε ένα «αγνό και άδολο» παρελθόν, που, βέβαια, ξέρουμε ότι ουδέποτε υπήρξε.

    Ακόμα (και τελειώνω):

    Δεν θέλω να σου κρύψω ότι εντοπίζω κάποια ίχνη αχρείαστου[**] κατά την άποψή μου ιδεαλισμού. Λόγου χάρη όταν υποστηρίζεις τη δυνατότητα εκμηδενισμού τής απόστασης που χωρίζει τον εαυτό από τα πράγματα και τις υπάρξεις τού τον εξωτερικού κόσμου («αισθάνεσθαι την ίδια την ύπαρξή τους ως εφάμιλλη της ύπαρξης του εαυτού»). Το ανέφικτο ενός τέτοιου εξομοιωτικού εγχειρήματος φαίνεται να το αναγνωρίζεις κι εσύ ο ίδιος όταν λίγο παρακάτω γράφεις (πέφτοντας και σε προφανή αντίφαση επιπλέον) δέχεσαι ως «ζωτική» την «ανάγκη κάθε όντος να εμμένει στο Είναι του» Αυτό το δεύτερο γρονθοκοπεί ευθέως και τα περί «μη-ταυτοτικού εαυτού»: Υπάρχει «μη-ταυτοτικός εαυτός», αν εξαιρέσουμε τη σχιζοφρένεια και τη διανοητική καθυστέρηση (με την έννοια της ιατρικής παθολογίας); Και αλλιώς, για να το ελαφρύνω και λίγο (αν και μου φαίνεσαι ιδιαίτερα ‘‘βαρύς’’): με την προϋπόθεση ότι είσαι πάνω από 25 χρονών, υπάρχει ποτέ περίπτωση να αποκτήσεις ταυτότητα μέλους τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας; 😉 🙂

    Τα λέμε

    [*] Νομίζω ότι δεν διαφοροποιούμαστε εδώ. Γιατί γράφεις προς το τέλος: «Οι τρεις, υποτίθεται απόλυτα διακριτοί, χρόνοι και χώροι θα χάνουν έτσι τη μεταξύ τους ιεραρχία και κλιμάκωση, θα εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλο, θα προ-εκτείνονται ο ένας στον άλλο, χωρίς όμως να καταργείται ποτέ το κρίσιμο εδώ-και-τώρα.»

    [**] Εδώ και κάμποσο καιρό, μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι η ως το τέλος εφαρμογή τής διαλεκτικής λογικής μας φέρνει μπροστά στο ερώτημα: με τι ‘‘συνομιλεί’’ διαλεκτικά ο διαλεκτικός υλισμός; Στο ερώτημα αυτό φλερτάρω με την απάντηση «μα, με τι άλλο μπορεί να ‘‘συνομιλήσει’’; με τον ιδεαλισμό ασφαλώς!». Σου εκμυστηρεύομαι ότι όταν πέταξα –απ’ έξω απ’ έξω– αυτή τη σκέψη σε κάτι «δικούς μου», κόντεψα να φάω ξύλο (μεταφορικά μιλώντας –το διευκρινίζω για την περίπτωση που παρακολουθεί τη συζήτησή μας η παράκοσμος… 😉 ). Δεν την έχω βγάλει όμως από το μυαλό μου…

    ΥΓ Για τα «μεταξύ μας», που τα είδα τώρα, καθώς μπήκα για να ποστάρω το επεξηγηματικό σχόλιό μου, επιφυλάσσομαι. Θα επανέλθω εδώ.

  6. Ευχαριστώ για τις επεξηγήσεις και το εκτενές σχόλιο. Θα επανέλθω κι εγώ εδώ όταν βρω το χρόνο.

  7. Παρακαλώ, λαμπε ρατ. Υποχρέωσή μου ήταν εξ άλλου, από τη στιγμή που ζήτησες «περισσότερες πληροφορίες και υλικό». Ελπίζω να βοήθησα. Πάντως έκανα σε αυτή τη φάση ό,τι μπορούσα. Αν κάτι μένει στον αέρα, όταν επανέλθεις ζήτα μου να το προσγειώσω.

    Τα λέμε

  8. Left G700,

    Ακόμα κι αν αυτές οι καταστάσεις που χαρακτηρίζεις ακραίες και καθαρές υπάρχουν μόνο ως φαντασιώσεις στα μυαλά των ανθρώπων, δεν παύουν να επηρεάζουν, να κατευθύνουν, να οδηγούν, να δονούν τις ζωές τους. Άρα, κατά τη γνώμη μου αξίζει να ασχολούμαστε μ’ αυτές και το πώς «έφτασαν» στα μυαλά τους (αλλά αυτό είναι ήδη μια άλλη, μεγάλη και δύσκολη, κουβέντα). Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω με το χαρακτηρισμό αφέλεια γιατί ανάγει σε ζήτημα εξυπνάδας και ευφυίας κάτι που βρίσκεται πολύ πέρα από αυτό, και μιλάω για την πίστη και τις πεποιθήσεις. Υπάρχουν πανέξυπνοι άνθρωποι που πιστεύουν «απίθανα» πράγματα. Και υπάρχουν και λιγότερο έξυπνοι ή ακόμα και αφελείς άνθρωποι που πιστεύουν «ωραία» πράγματα.

    Δεν θα διαφωνήσω με την ενδεχομενικότητα και την απροσδιοριστία, αρκεί να δεχθούμε ότι κι αυτές είναι ιστορικές, υπόκεινται σε μια ιστορικότητα. Ως μαρξιστής, νομίζω ότι δεν θα διαφωνήσεις μ’ αυτό. Στη βραχεία ή μέση διάρκεια, η ενδεχομενικότητα και η απροσδιοριστία δεν είναι η ίδια με αυτήν της μεγάλης, μακράς διάρκειας. Αυτό απαντά και στα περί «παρθενογένεσης στην Ιστορία» νομίζω. Υπάρχει κατά τη γνώμη μου χώρος για το νέο, τη γέννηση του καινούριου, αλλά αυτός ο χώρος εγκυμονείται μέσα στη μακρά διάρκεια. Το νέο δεν ξεπετάγεται με το στανιό που λες κι εσύ. Θέλει το χρόνο του. Οτιδήποτε όμως συμβαίνει στη βραχεία ή μέση διάρκεια παίζει το ρόλο του, δεν είναι καθόλου αμελητέο, εξού και η εμπρόθετη ανθρώπινη δράση είναι τόσο σημαντική.

    Για τη λέξη «επιστροφή» τώρα και για το αν είναι η πλέον κατάλληλη, ο Χούσερλ όπως ξέρεις είναι αυτός που μίλησε για «επιστροφή στα ίδια τα πράγματα». Η λέξη νομίζω δεν είναι τυχαία. Επιστροφή σε κάτι από το οποίο έχουμε απομακρυνθεί. Και ο ριζικός εμπειρισμός και η νοησιαρχία «δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά» με τα πράγματα. Οι λέξεις – έννοιες κατάδυση, ενδοσκόπηση, βαθυσκόπηση βρίσκονται πολύ κοντά στο πνεύμα της φαινομενολογικής επιστροφής (η φαινομενολογία άλλωστε συνδιαλεγόταν με την ψυχολογία), αλλά είναι περιοριστικές, και κυρίως μη-φιλοσοφικές. Χρειαζόταν μια άλλη έννοια για να υποστηρίξει το φαινομενολογικό διάβημα, και ο Χούσερλ βρήκε αυτή. Έχεις τα δίκια σου βέβαια όταν λες ότι «συγχέεται με την επιστροφή στο αγνό και άδολο παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε», με το ρομαντικό «επιστροφισμό», αλλά ποιος είμαι εγώ να τη βγω στο Χούσερλ; Ένιγουει, η συγκεκριμένη σημασιοδότηση της λέξης επιστροφή δεν ήταν νομίζω τυχαία, ήταν τότε και πολεμική κατά κάποιο τρόπο.

    Δεν είχα πρόθεση να εκμηδενίσω την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό και τα πράγματα, γι’ αυτό και μίλησα για «ύπαρξη εφάμιλλη» και όχι ταυτόσημη. Εξάλλου, δεν βλέπω κάποια αντίφαση ανάμεσα στη «ζωτική ανάγκη κάθε όντος να εμμένει στο Είναι του» και τον «μη-ταυτοτικό εαυτό».
    Το πρώτο για μένα σημαίνει με άλλα λόγια ότι κάθε ον προσπαθεί να αυτοσυντηρηθεί, να μην καταστραφεί, ότι ηθικό είναι ό,τι είναι ωφέλιμο για το κάθε ον που έλεγε ο Σπινόζα (όπου το ωφέλιμο είναι κάτι διαφορετικό από τον ωφελιμισμό του Μιλ), ενώ το δεύτερο σημαίνει με άλλα λόγια ότι ναι μπορεί να υπάρξει ένας εαυτός που δεν θα συγκροτεί ταυτότητα, που δεν θα χωρά, δεν θα κουμπώνει πουθενά απολύτως (πάντα θα υπάρχει ένα υπόλοιπο, πάντα δεν θα βολεύεται κάπου) χωρίς όμως να εξαρθρώνεται και να γίνεται χαοτικός ή ρευστός. Να παραμένεις στέρεος και συνεκτικός χωρίς ταυτότητα και ταυτοποίηση, ιδού το διακύβευμα. Η διαλεκτική, γράφει ο Αντόρνο στην Αρνητική Διαλεκτική, είναι η συνεπής συνείδηση της μη-ταυτότητας.

    Ως προς τον ιδεαλισμό, δεν θα διαφωνήσω ότι ο διαλεκτικός υλισμός συνομιλεί διαλεκτικά με αυτόν, και καλά κάνει. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο ίδιος ο διαλεκτικός υλισμός είναι εν γένει αντεστραμμένος ιδεαλισμός. Όχι εγώ, αν και δεν δηλώνω μαρξιστής. Ο ιδεαλισμός είναι χρήσιμος, ωφέλιμος και γόνιμος νομίζω, αρκεί να γνωρίζουμε τα όριά του και τις αδυναμίες του, και κυρίως τη βούλησή του για κατίσχυση επί του πραγματικού. Όπως και ο ρεαλισμός, και ο πραγματισμός. Γενικά, το διακύβευμα είναι νομίζω να ξεπεράσουμε δημιουργικά τους δυισμούς που μας ταλανίζουν, να τολμήσουμε διάφορες συναρμογές που ίσως μας βοηθήσουν «να επιβιώσουμε της ζωής αυτής» όπως μου αρέσει να λέω.

    Αυτά. Προσπάθησα να είμαι σύντομος και να μην το βαρύνω. Μπορεί και να μην τα κατάφερα.

  9. Φίλε[*] λαμπε ρατ,

    Πρέπει να σε διαβάσω με προσοχή και να γράψω με ακόμα μεγαλύτερη. Όμως, έρχομαι από κάτι μπύρες που είναι κακός σύμβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Με την άδεια σου, συνεχίζουμε αύριο. ΟΚ;

    Τα λέμε

    [*] Μην τσινάς! 🙂 Έξις δευτέρα φύσις. Θα συμφωνήσω μαζί σου με αυτό που λες ότι συνήθως η συγκεκριμένη προσφώνηση είναι τυπική ή εθιμοτυπική. Και θα τονίσω το συνήθως… 😉

  10. Φίλε λαμπε ρατ,

    Μάλλον παρεξηγήθηκαν αυτά που είπα περί φυγής προς τα μπρος και αέναης επιστροφής στο παρελθόν. Αυτό καταλαβαίνω όταν διαβάζω να γράφεις «Άρα, κατά τη γνώμη μου αξίζει να ασχολούμαστε μ’ αυτές […]». (Να μία από τις αναπόφευκτες αρνητικές συνέπειες του γραπτού διαλόγου, όπου δεν μπορείς να διακόψεις στιγμιαία τον άλλον ρωτώντας τον «εννοείς ότι…» για να του δώσεις τη δυνατότητα να διευκρινίσει και να σωθεί η κουβέντα από το στραβό δρόμο.) Διευκρινίζω λοιπόν τώρα, αφού τώρα έχω τη δυνατότητα, ότι καμία μα καμία αντίρρηση δεν έχω να θίγεται αυτό το διπλό πρόβλημα της φυγής μπροστά ή της πορείας προς τον απολεσθέντα παράδεισο αντίστοιχα. Ίσα-ίσα: αν υπάρχει κάποια κριτική προς εσένα πάνω σε αυτό το ζήτημα, η κριτική αυτή, όπως έμμεσα εξάγεται από το προηγούμενο σχόλιό μου, είναι που δεν έμεινες εκεί περισσότερο, που δεν το φώτισες αρκετά ώστε να φανεί ότι πρόκειται για μία καθαρή φαντασίωση.

    Οι επισημάνσεις σου περί ενδεχομενικότητας με βρίσκουν σύμφωνο. Θα συμφωνήσω επίσης με την περαιτέρω ανάλυση της έννοιας επιστροφή που κάνεις (παρεμπιπτόντως: όχι, δεν ήξερα ότι ο Χούσερλ έχει για μιλήσει για «επιστροφή στα πράγματα»). Παρ’ όλα αυτά, θα μείνω απέναντί της. Γιατί; Είναι αυτό που λέει ο Δάσκαλος («πείσμα και εγωισμός»); Ναι, καλά. Απλώς, θα προτιμήσω να μην είμαι τόσο πιστός στη φιλοσοφία για να μείνω πιστός σε αυτό που για μένα αποτελεί προτεραιότητα, την πολιτική. Και αν πολιτική είναι η μαζική κοινωνική δράση που αλλάζει τα πράγματα, αυτό δεν μπορεί να γίνει με ανθρώπους που μένουν δέσμιοι ενός εξιδανικευμένου φανταστικού παρελθόντος και βάζουν πλώρη (κωπηλατώντας στον αέρα αλλά αυτό δεν το ξέρουν) για να επιστρέψουν σε αυτό. Δεν λέω ότι μόνο εγώ βλέπω αυτόν τον κίνδυνο. Κι εσύ τον βλέπεις, όπως ρητά διευκρινίζεις, και άλλοι. Ας πούμε ότι εγώ τον φοβάμαι περισσότερο.

    Πριν πάω σε ένα άλλο σημείο που συζητήσαμε, να πω κάτι γενικότερο με αφορμή αυτό το μισοαστείο-μισοσοβαρό που γράφεις: «ποιος είμαι εγώ να τη βγω στο Χούσερλ;» Εδώ θα στη βγω εγώ και θα στη βγω λίγο από …αναρχικά 🙂 λέγοντας ότι είμαι φανατικός οπαδός τής θέσης τού Βανεγκέμ «Τίποτε δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να ειπωθούν» –επειδή όμως δεν είμαι καταστασιακός, αλλά λενινιστής, προσθέτω: «με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που έδειξε ότι η συγκυρία επιτρέπει (ή και απαιτεί επιτακτικά, παρά τις ενδεχόμενες παράπλευρες απώλειες που η ειπωμένη αλήθεια θα επιφέρει) να ειπωθούν».

    Είμαι μέχρι στιγμής πολύ ερασιτέχνης αναγνώστης τού Αντόρνο (= περιστασιακός με διάφορες αφορμές, χωρίς πρόγραμμα και σειρά με βάση τη σειρά τής εξέλιξης της δικής του σκέψης). Παρ’ όλα αυτά, δεν διστάζω να σου πω ότι, παρμένο κατά γράμμα αυτό το περί μη-ταυτοτικού εαυτού, μού φαίνεται μία ολοστρόγγυλη ανοησία. Για να μη μακρηγορώ, να στο φτάσω στα άκρα, ώστε να γίνει κατανοητή η αντίρρησή μου: στο δικό μου το μυαλό, ακόμα και το απολύτως ρευστό και χαοτικό υποκείμενο (κατά τις διατυπώσεις σου) αντιπροσωπεύει έναν ταυτοτικό εαυτό: χαοτικό και ρευστό –το 0 είναι αριθμός! (Όπως μπορεί ίσως να υποπτευθείς, η θέση μου αυτή, εφαρμοσμένη στο πεδίο τών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, με κάνει να υποστηρίζω ότι «αναρχία; πφφφ! μία άλλη αρχή!» –και ευχαριστώ εδώ τον Δάσκαλο που με τη συμπεριφορά του απέναντί μου με επιβεβαίωσε πλήρως, αφού, κάπως ανάλογα με «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», έχει πάρει το εργαλείο κάθε αρχής, το σφυρί, και με κοπανάει! 😉 🙂 ). Τώρα, αν ο κύριος Αντόρνο ήθελε να πει με λάθος λόγια ότι πρέπει να αφήνουμε πάντα χώρο στον εαυτό μας να γίνει κάποιος άλλος, αν ήθελε δηλαδή να μιλήσει για έναν μη τσιμενταρισμένο εαυτό, παγιωμένο στο χώρο και στο χρόνο τής ζωής τού καθενός μας, εκεί είμαι μαζί του. Βέβαια, γεννάται εδώ το ερώτημα: μέχρι ποιο σημείο πρέπει να γινόμαστε κάποιος άλλος; Γιατί, βέβαια, ενώ η αλλαγή έστω και σε μία από τις 100 θέσεις που συγκροτούσαν μέχρι χθες τον εαυτό μου με καθιστούν κάποιον άλλον, δεν είναι όλα τα ταυτοτικά στοιχεία καθοριστικά. Παράδειγμα από σένα: εσύ, αυτές τις τελευταίες ημέρες, είσαι κάποιος άλλος από τον προ μηνός λαμπε ρατ που έλεγε «δεν συζητώ με τον Left G700, επειδή ο διάλογος μαζί του είναι εξ αρχής υπονομευμένος». Αλλά πόσο κάποιος άλλος; Δεν απαρνήθηκες την αναρχική σου ταυτότητα, ούτε έκανες αίτηση για να αποκτήσεις τη λενινιστική, έτσι δεν είναι; Άρα, στο συγκεκριμένο ζήτημα, στον πυρήνα τής ιδεολογικοπολιτικής σου συγκρότησης, παραμένεις ένας ταυτοτικότατος εαυτός! –και πες μου τώρα: δικαιούται ή δεν δικαιούται ο Μουσολίνι να σου πει κοροϊδευτικά «έλα τώρα, ρε λαμπε ρατ, που μας το παίζεις και αντορνικός! εγώ είμαι ο αντορνικός!»· τα πράγματα, συνεπώς, δεν είναι τόσο απλά όσο νόμιζε, παρ’ όλη την πολυπλοκότητα και το βάθος τής σκέψης του, ο κύριος Αντόρνο!

    Στο παραπάνω πλαίσιο, θα σου πω ότι ελάχιστη σημασία έχει –αν έχει κάποια– το γεγονός ότι δεν δέχεσαι το ταυτόσημο του εαυτού με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά απλώς το εφάμιλλο. Η υιοθέτηση της αρχής τής ισότητας δεν σημαίνει αποδοχή τού εφάμιλλου του εαυτού με το άλλο/άλλον. Πάντα στις κηδείες (τών άλλων) θα νιώθουμε μία ανακούφιση που δεν είμαστε εμείς μέσα στο φέρετρο! –για φαντάσου το: ανακούφιση για την απόλυτη ανισότητα υπέρ του εαυτού μας! Πρέπει, νομίζω, να φανούμε γενναίοι απέναντι στις πραγματικότητες του εαυτού και να συμφιλιωθούμε με τα όριά του. Και στα λέω αυτά εγώ, ένας κολεκτιβιστής! 🙂 Είδες που, με τα λάθος λόγια τού Αντόρνο, είμαι υπόδειγμα μη-ταυτοτικού εαυτού; 🙂 )

    Να κλείσω με μία διευκρίνιση:

    Όταν έγραψα «αν και μου φαίνεσαι ιδιαίτερα ‘‘βαρύς’’», δεν εννοούσα το λόγο σου, που είναι φιλοσοφικός και για να γίνει κατανοητός απαιτεί κάποιες μίνιμουμ φιλοσοφικές γνώσεις ή, έστω, ευαισθησίες, τις οποίες δεν διαθέτουν οι πολλοί. Αυτό είναι κάτι που αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο τού δικού σου εαυτού (κι αν θέλεις, είπαμε, φίλοι φίλοι, αλλά δεν με συμφέρει να σου ανοίξω και τα μάτια, υπενθυμίζοντας την ανάγκη να γινόμαστε κατανοητοί από τους πολλούς· είμαι πολέμιος της αναρχίας, όχι φίλος της για να επιθυμώ τη διείσδυσή της στα μεγάλα ακροατήρια! 😉 🙂 ). Εννοούσα ότι από το λόγο σου απουσιάζει η χάρις (σκόπιμη καθαρεύουσα για λόγους έμφασης) τού χιούμορ.

    Τα λέμε

  11. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Υπάρχουν δυισμοί που δύνανται να καταλυθούν και δυισμοί που θα προχωράνε άλλοτε συμφιλιωμένοι κάπως και άλλοτε ξιφομαχούντες ο ένας τον άλλον (π.χ.: άτομο/συλλογικότητα, ισότητα/ελευθερία, αυθόρμητο/σχεδιασμένο). Είναι καιρός η αναρχία να πάψει να ψάχνει το απόλυτο. Και να το καταφέρει (που δεν!), τι θα έχει καταφέρει; Μία άλλη μορφή απολυταρχίας;

  12. Left G700,

    Ποτέ δεν είπα ότι δεν συζητώ γενικά με εσένα γιατί ο διάλογός μας είναι, γενικά, εξαρχής υπονομευμένος. Είπα ότι στη συγκεκριμένη περίσταση- όπως είδα τα σχόλια- δεν υπήρχε προοπτική για συγκεκριμένους λόγους. Εξάλλου, δεν έχω κάποια αναρχική ταυτότητα για να μπορώ να την απαρνηθώ. Είμαι προφανώς πολύ κοντά σε αυτό το ρεύμα σκέψης και ενίοτε πρακτικής, αλλά αυτό δεν μου προσδίδει ρητά μια ταυτότητα αν ως ταυτότητα εννοήσουμε ένα σύνολο που συντίθεται από επανάληψη των ίδιων. Ένας ταυτοτικά αναρχικός δεν συνδιαλέγεται και τόσο εύκολα με άλλα, αποκλίνοντα, ρεύματα σκέψης και πρακτικής -είναι νομίζω άπειρα τα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν-, ακολουθεί μια μανιέρα.

    Μπορούμε νομίζω να δούμε τον εαυτό ως ανοιχτό και ανολοκλήρωτο, όπου, σύμφωνοι, κάποια στοιχεία είναι κάπως πιο καθοριστικά από άλλα, αλλά και αυτά υπόκεινται σε μια διαδικασία-διεργασία, στην ενεργό πραγματικότητα που έλεγε και ο Χέγκελ. Αυτό από την άλλη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν υπάρχουν όρια, δεν σημαίνει πίστη στο Απόλυτο (εδώ θα συμφωνήσω με χέρια και με πόδια), ούτε σημαίνει ρευστότητα και γίγνεσθαι ενός εαυτού ως έργου τέχνης. Στο δικό μου μυαλό, σημαίνει ανάγκη για επαναπροσδιορισμό, επανατοποθέτηση, επανανακάλυψη, ανάγκη απομάκρυνσης από το εγωιστικό, φιλόδοξο, εμπόλεμο εγώ, την εργοστασιακή μας ρύθμιση που έλεγε και ο Wallace. Η ενεργός πραγματικότητα και η ανάγκη είναι για μένα κομβικές έννοιες, και εν μέρει το οφείλω στο φίλο, σύντροφο και δάσκαλο Θανάση.

    Όπως άλλωστε θα συμφωνήσω και με την προτεραιότητα της πολιτικής, αρκεί να μη την εννοήσουμε ως συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα.

    Τέλος, δε νομίζω ότι ο λόγος μου γενικά είναι φιλοσοφικός. Απέχει νομίζω αρκετά από αυτό, και ευτυχώς. Όσο για το χιούμορ, ίσως και να είναι υπόρρητο.

    Καλή δύναμη

  13. Φίλε λαμπε ρατ,

    Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι χαρακτηρίζω το τελευταίο σχόλιό σου πραγματικό θησαυρό! (μην το παίρνεις επάνω σου, δεν είναι για καλό να σου λέει ο αντιαναρχικός συνομιλητής σου πως βρήκε κάποιους ισχυρισμούς σου πολύτιμους! 😉 🙂 ). Κι αυτό, γιατί είναι πολύ αποκαλυπτικό για τις εμμονές, τους δογματισμούς και, σε τελική ανάλυση, την ιδεοληπτική θεωρητικο-φιλοσοφική σχιζοφρένεια που δέρνει το χώρο σας. Ας πάρουμε το «ταυτοτικό ζήτημα».

    Σαν καλό και διαβασμένο και ανήσυχο αναρχικό πνεύμα (υπάρχουν και οι πτωχοί τω πνεύματι αναρχικοί, αλλά εσύ δεν είσαι από αυτούς), ξέρεις πολύ καλά ότι μία ταυτότητα, ένας συγκροτημένος δηλαδή εαυτός που έχει κάνει τις επιλογές του, υιοθετώντας αυτό κι εκείνο και απορρίπτοντας το άλλο και το παράλλο από τις άπειρες εναλλακτικές προτάσεις ζωής, δεν είναι κι αυτή τίποτε άλλο από μία αρχή. Και μάλιστα από τις πιο ζόρικες αρχές: εσωτερικευμένη. Σαν ένα τσιπάκι που εθελοντικά έχεις βάλει στον εσώτερο εαυτό σου, ένα (συνειδητά επιλεγμένο) Υπερεγώ με ψυχαναλυτικούς όρους, αν θέλεις. Κι εκεί, όταν το συνειδητοποιείς αυτό, στα πλαίσια ενός διαλόγου καλή ώρα, κλωτσάς. «Εγώ, ο λαμπε ρατ, …αρχή κι …αφέντη πάνω απ’ το κεφάλι μου;;; Θεός φυλάξοι!», λες από μέσα σου (άσχετα αν κλείνεις τ’ αυτιά σου για να μην ακούσεις την ίδια σου τη φωνή). Έτσι, καταλήγεις να μου λες αυτά τα μασημένα λόγια που μου λες: «εντάξει, είπαμε, αναρχικός, αλλά μην το κάνουμε και θέμα, είμαι ανοιχτός σε προσθήκες και βελτιώσεις»! Κολοκύθια μετά ριγάνεως και φέτας Παρνασσού! Απλώς, είσαι ένας ξύπνιος και πονηρεμένος αναρχικός κι όχι ένα χαϊβάνι με μαύρες μαρμελάδες στα μάτια! 🙂 Όσο ξύπνιος όμως και αν είσαι, επειδή, από την άλλη, παραμένεις δέσμιος των προκείμενων της αναρχίας, δεν μπορείς να το πάρεις απόφαση ότι και μόνο η αντιπαράθεση με μία άλλη ταυτότητα (π.χ. τη δική μου, τη μαρξιστική) αποδεικνύει ακαριαία και την ύπαρξη της δικής σου ταυτότητας που είναι διακριτή από τη δική μου και ενάντια προς αυτήν, άρα, τσουπ, να μία ‘‘εξαιρεσούλα’’ (όσο ένα …μαμούθ, δομική δηλαδή!) από τη γενική και τάχα απαράβατη αρχή «εναντίον κάθε αρχής». Κι έτσι, καταλήγεις να αρνείσαι τον εαυτό σου, αυτόν τον ίδιον εαυτό που αντιπαρατίθεται με τον δικό μου! (εκτός αν αντιπαρατίθεμαι με ένα φάντασμα και δεν το ξέρω 🙂 ). Μου θυμίζεις έναν δικό σας και θαμώνα εδώ, το φίλο τού anhsyxia.wordpress.com, που έχει κατηγοριοποιήσει όλα τα κείμενα στο μπλογκ του (αναδημοσιεύσεις και μόνο, μήπως είναι αναλφάβητος; 😉 ) στη μία και μοναδική κατηγορία …Uncategorized και (φαντάζομαι) φαντάζεται με το φτωχό του το μυαλό ότι γκρεμίζει έτσι την αρχή και την ‘‘εξουσία’’ τών διαφορετικών κατηγοριοποιήσεων, ενώ στην πραγματικότητα εφαρμόζει (καλά, αποπειράται να εφαρμόσει 🙂 ) τον πιο ακραίο, ισοπεδωτικό και εν πολλοίς παρανοϊκό πνευματικό ολοκληρωτισμό! Δεν είναι κρίμα να μου θυμίζεις κάποιον, η συγκρότηση του οποίου, απ’ όσο έχω δει, σε σύγκριση με τη δική σου, θυμίζει τις διαφορές που έχει η καλύβα τού Καραγκιόζη με το Empire State Building; 🙂

    Φίλε λαμπε ρατ, ό,τι και να κάνεις, από τον εαυτό δεν δραπετεύεις. Κι όταν, ας πούμε, δραπετεύεις πού νομίζεις ότι πας; Στο διάστημα; Σε έναν άλλον εαυτό πας! Και να είσαι προετοιμασμένος ακόμα και για το χειρότερο. Για τη στιγμή δηλαδή που όχι μόνον θα δραπετεύσεις προς έναν άλλον εαυτό, αλλά προς έναν εαυτό που τον θεωρούσεςφ αντίστροφη εκδοχή τού δικού σου πριν τη δραπέτευση. Δες το «δάσκαλό σου», παραδείγματος χάρη.

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

  14. ΣΥΝΕΧΕΙΑ

    Δεν λες ότι αναγνωρίζεις πνευματικές οφειλές «στο φίλο, σύντροφο και δάσκαλο Θανάση»; (ΟΚ, δημοκρατία έχουμε! 😉 🙂 ) Όμως, εκτός από τις κομβικές έννοιες της «ενεργού πραγματικότητας» και της «ανάγκης» που σε βοήθησε να συλλάβεις, γιατί δεν βλέπεις και το άλλο, που θα σε βοηθήσει να δραπετεύσεις από το φρενοκομείο στο οποίο σε κλείνει η εμμονή να αρνείσαι τον εαυτό σου, προκειμένου να μείνεις πιστός στο αναρχικό mantra «όταν λέμε καμία αρχή, εννοούμε καμία αρχή, ούτε καν εκείνη τού εαυτού μας!»; Το λοιπόν: Ο «δάσκαλός σου» δεν είναι ορκισμένος εχθρός τής κυριαρχίας; Είναι. Πώς όμως προσπάθησε να αντιπαρατεθεί με την κυριαρχική διάθεση που έβλεπε (με το μυαλό του) ότι με κατείχε στην εδώ παρουσία μου; Δεν προσπάθησε να το κάνει με την πιο στυγνή (‘‘σταλινική’’ θα έλεγα, αν ήθελα να ρίξω λίγο αλατάκι στις πληγές τής αναρχίας! 🙂 ) άσκηση εξουσίας, αν μιλάμε για σχολιασμό σε κάποιο μπλογκ, που είναι η ολοκληρωτική εξάλειψη κάθε διαδικτυακής παρουσίας μου εδώ στην οποία επιδόθηκε με θρησκευτική προσήλωση; Ναι, έτσι το προσπάθησε. Πού πήγε λοιπόν η αντικυριαρχική διάθεση του «δασκάλου σου» όταν ήρθε η στιγμή να συναντηθεί μούρη με μούρη με κάποιον που θεωρούσε απειλή; Περίπατο στην Καστανούσσα Σερρών, εκεί πήγε! 🙂 Για να το κάνω πενηνταράκια (και παίρνοντας τα κομμάτια σας to make my point crystal clear): μέχρι να κρεμάσετε τον τελευταίο φασίστα από τα άντερα του τελευταίου ‘‘σταλινικού’’, είστε υποχρεωμένοι, αν θέλετε να κάνετε δουλειά κι όχι να τρώτε τις ώρες σας στο διαδίκτυο ή στα Εξάρχεια για μπύρες και τσίπουρα, να γίνετε ‘‘σταλινοφασίστες’’! 🙂 Σου αρέ δεν σου αρέ, αυτό είναι κι άλλο δεν έχει! 🙂 Γι’ αυτό σού λέω: Όταν κοτζάμ «δάσκαλός σου» δεν κώλωσε να ασπαστεί τις αρχές τού εχθρού του, του Κύριου, και να υιοθετήσει με υποδειγματικό τρόπο τις πρακτικές του, δεν νομίζεις ότι είσαι παραπάνω απ’ όσο πρέπει ευαίσθητος να αρνηθείς τον εαυτό σου, επειδή το αντίθετο θα σε έφερνε σε αντίθεση με την κοσμοαντίληψη που έχεις ασπαστεί; «Δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό» που δεν θα περνάει από αντιφάσεις! Άσε τον εαυτό σου ήσυχο. Αναρχικός, αναρχικός, γιατί όχι; Απλώς, φρόντιζε να γίνεσαι κάθε μέρα όλο και καλύτερος αναρχικός, μέχρι να φτάσεις στο ανώτερο προβλεπτό επίπεδο για έναν αναρχικό, που δεν είναι άλλο, βέβαια, από εκείνο τής παραίτησης από την αναρχική φαντασίωση! 😉 🙂

    Προτείνεις (και υποθέτω το προσπαθείς) να βλέπουμε τον εαυτό ως «ανοιχτό και ανολοκλήρωτο», μιλάς για την ανάγκη «επαναπροσδιορισμ[ού], επανατοποθέτηση[ς], επανανακάλυψη[ς]». Ποιος έχει αντίρρηση σε όλα αυτά; Όχι εγώ πάντως. Όμως, αν δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απόλυτα ρευστό εαυτό, που τη μια είναι εδώ και την άλλη βρίσκεται απέναντι και τη τρίτη βολεύεται στο ενδιάμεσο –κάτι που απορρίπτεις κι εσύ–, πάντα θα υπάρχει ένας αμετάβλητος σκληρός πυρήνας εαυτού (αυτό συνιστά την ταυτότητα). Αμετάβλητος στο διηνεκές; Δεν υπάρχει διηνεκές. όλα υπόκεινται σε αλλαγή (κατά το «όλα μπορούν να ειπωθούν»). Σύμφωνοι. Αλλά, τότε, στις περιπτώσεις μεταβολής τού σκληρού πυρήνα, είναι που δεν μιλάμε πια για αλλαγή αλλά για μετάλλαξη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εσύ, λογικά, από τη στιγμή που συζητάς μαζί μου, δηλώνεις άρρητα ότι είσαι διατεθειμένος να συμφωνήσεις μαζί μου σε αυτό ή το άλλο ζήτημα –το ίδιο ισχύει και για μένα, εννοείται. Αυτό όμως δεν μας καθιστά ανοιχτούς σε όλα. Παράδειγμα: Συμμερίζομαι απολύτως το φόβο τής αναρχίας για κάθε εξουσία. Μέχρι εδώ είμαι ανοιχτός. Αλλά δεν καταλήγω στο ίδιο «δια ταύτα» με την αναρχία. Δεν μεταλλάσσομαι σε αναρχικό, δεν απαρνούμαι το σκληρό ταυτοτικό πυρήνα μου. Κατ’ αναλογία, κάποια παρόμοια ανοιχτότητα θα διαθέτεις κι εσύ, δεν στο αρνούμαι. Το βλέπω όμως χλωμό να μεταλλαχθείς σε μαρξιστή και να ασπαστείς την ιδέα ότι πριν φτάσουμε στην αναρχική κοινωνία πρέπει υποχρεωτικά να περάσουμε από το στάδιο όπου η δικτατορία τής εργατικής τάξης θα αντικαταστήσει αυτήν τής αρχικής.

    Να κλείσω με τα «διαδικαστικά», τις διαδικτυακές μας σχέσεις.

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

  15. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ

    Φίλε λαμπε ρατ, μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου και, επίτρεψέ μου, δείξε περισσότερο θάρρος. Για λόγους για τους οποίους μόνο εικασίες μπορώ να κάνω η αρχική σου απόφαση ήταν όχι μόνο να μη συνομιλήσεις μαζί μου στην περί έρωτα ανάρτησή σου αλλά και γενικά. Όταν προσυπόγραφες την απόφαση του Δασκάλου να με αποκλείσει εφ’ όλης τής ύλης, αυτό ακριβώς έκανες. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Σου θυμίζω τα λόγια σου όταν ο Δάσκαλος στις 6 Σεπτεμβρίου κήρυξε το αδύνατον της συνύπαρξης με την αφεντιά μου και, κατά συνέπεια, το αδύνατον της ύπαρξής μου στη Σχολή για να επιδοθεί αμέσως μετά στο σβήσιμό μου από τις φωτογραφίες τής Σχολής (σου θυμίζει κάτι από την Ιστορία αυτό το εκ των υστέρων σβήσιμο διαφόρων προσώπων από φωτογραφίες; 😉 ):

    Θα ήθελα να προσθέσω σε όσα έγραψε εδώ ο φίλος, σύντροφος και δάσκαλος Αθανάσιος ότι για να γίνει ένας διάλογος με στοιχειωδώς καλούς όρους χρειάζεται και κάτι άλλο, που λέγεται κοινή ευπρέπεια. Είναι λοιπόν και ζήτημα ήθους και ύφους. Όποιος τα παραγνωρίζει, και μάλιστα με όρους πολεμικούς, θέτει εαυτόν εκτός ροής επικοινωνίας ή, με άλλους όρους, εκτός πνεύματος διαλόγου. Προσερχόμαστε σε διάλογο αναγνωρίζοντας όρια και κανόνες που έχουν τεθεί, όχι άπαξ και δια παντός, διυποκειμενικά. Αλλιώς απουσιάζουμε. Όχι γιατί περιφρονούμε το συνομιλητή ή τη συνομιλήτριά μας, αλλά γιατί το πεδίο είναι ναρκοθετημένο και ο διάλογος αδύνατος και α-νόητος.

    (Με την ευκαιρία, να παραθέσω και το πρώτο-πρώτο μου σχόλιο στην ανάρτησή σου περί έρωτα. Έτσι, για να φανεί σε όλη της την έκταση η έλλειψη ευπρέπειας εκ μέρους μου…

    26 Αυγούστου, 2016Φίλε λαμπε ρατ,

    Ωραίο το κείμενό σου (θα πρόσθετα και εγκεφαλικό, αν ήθελα να σε πικάρω· δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός μου). Αλλά τι μας λέει; Το συνοψίζεις εσύ ο ίδιος στο συνθηματολογικό μότο που έχεις βάλει στην αρχή: ούτε-ούτε. Χάρηκα πολύ, Λεφτέρης. Χαιρετισμούς στο σπίτι και κανονίστε να τα πούμε από κοντά.

    Αυτό το ούτε-ούτε, εκτός από το ότι μού θυμίζει τον αστείο Κουτσούμπα, που όταν ρωτήθηκε για τη θέση «τού Κόμματος» σχετικά με το πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα είπε το αμίμητο «ούτε Brexit ούτε Bremain», μου φέρνει στον νου και κάποια λόγια τού Soros για την ισορροπία στις αγορές. Είχε πει (πάνω-κάτω):

    Ισορροπία στις αγορές; Τι είναι η ισορροπία; Μια απειροελάχιστη στιγμή. Οι αγορές δεν κινούνται ισορροπημένα. Αν κάτι χαρακτηρίζει τις αγορές, αυτό είναι η ανισορροπία!

    Φαντάζομαι ότι το έπιασες το υπονοούμενο στο τσακ μπαμ, γιατί φαίνεσαι διαβασμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος (άλλο αν καλλιεργείς σε άγονο χωράφι… 😉 🙂 ).

    Άσε λίγο στη μπάντα τα εγκεφαλικά και νιώσε:

    https://www.youtube.com/watch?v=z0i3cbi09Rs

    Τα λέμε)

    Αυτή λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, ήταν η αρχική σου διάθεση απέναντι στην παρουσία μου εδώ. Απολύτως αναιτιολόγητα (αν εξαιρέσουμε τη δυσανεξία στην αντίθετη άποψη ή μία καθωσπρεπική αντίληψη που θυμίζει συνταξιούχο Σύμβουλο Επικρατείας και σε καμία περίπτωση αναρχικό…).

    Φυσικά, ξέρω ότι τώρα ξέρεις πως έκανες λάθος. Και μόνο το κουβεντολόι που έχουμε στήσει το αποδεικνύει. Είμαι πρόθυμος να σου αναγνωρίσω το ελαφρυντικό ότι κάπου σε παρέσυρε ο «δάσκαλός σου» (όπως κι εκείνον –έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω– τον πήρε στο λαιμό του ένα πουλάκι που ξεχειμωνιάζει κάπου πιο βόρεια, προς την Κεντρική Ευρώπη, και μιλάει ξένες γλώσσες… 😉 ). Δεν έχω όμως την παραμικρή διάθεση να μην σου (ξανα)πω ότι αυτή η ντροπαλή, έμμεση και υπόρρητη παραδοχή τού λάθους σου διόλου δεν σε τιμά (κατά προέκταση δεν τιμά και την αναρχία, από τα έδρανα της οποίας ομιλείς κατά βάση). Όπως, πολύ περισσότερο, δεν σε τιμά και η ανειλικρίνεια («Ποτέ δεν είπα ότι δεν συζητώ γενικά με εσένα γιατί ο διάλογός μας είναι, γενικά, εξαρχής υπονομευμένος. Είπα ότι στη συγκεκριμένη περίσταση –όπως είδα τα σχόλια– δεν υπήρχε προοπτική για συγκεκριμένους λόγους.»). Καθώς ίσως καταλαβαίνεις, αυτά σού τα λέω με καλή πίστη, γιατί, στα πλαίσια της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ μας, άλλο που δεν θέλω να βγαίνεις οφσάιντ εσύ, ένας εκπρόσωπος, έστω και άτυπος, της αναρχίας. Διότι, όσο πιο πολύ συλλαμβάνεσαι οφσάιντ εσύ, τόσο περισσότερο εγώ ανεβαίνω στον αφρό. Αμ πώς! 🙂

    Αυτή την τελευταία εκμυστήρευση, την οποία μόνο η καλή μου πίστη με υποχρεώνει να κάνω, θα σε παρακαλούσα πολύ να τη διαβιβάσεις και προς τον «δάσκαλό σου». Ο οποίος, αν και επίσης ξέρει πολύ καλά ότι την έχει πατήσει με την πάρτη του και βάλθηκε να εξαφανίσει άδικα των αδίκων τον πιο επιμελή (μετά από σένα) μαθητή αυτής τής Σχολής (όχι όμως και μαθητή του) γελοιοποιείται κατ’ εξακολούθηση –και ίσως όχι μόνο στα μάτια μου…–, αφού, έχει μεν τροποποιήσει στην πράξη την πολιτική διαγραφής σχολίων μου, χωρίς όμως από την άλλη να βρίσκει και το θάρρος να ομολογήσει ανοιχτά το λάθος του, να το αιτιολογήσει και να το επανορθώσει ρητά. Τελευταίος λόγος: Μη νομίσεις ότι όλα αυτά τα γράφω επειδή περιμένω και πολύ περισσότερο απαιτώ κάποια «δήλωση μετανοίας». Ούτε κατά διάνοια! Απλώς, θέλω με αυτόν τον τρόπο να σε προτρέψω να δεις σε ποια σημεία και σε ποιο βαθμό οι (ειλικρινείς) διακηρύξεις σου για την ανάγκη τής απάρνησης του εγωιστικού εαυτού μας καθίστανται λόγια άνευ οιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου. Δηλαδή, αέρας κοπανιστός.

    Τα λέμε

    ΥΓ Είναι αυτονόητο πως απολογούμαι για τη μεγάλη καθυστέρηση με την οποία απαντώ στο τελευταίο σου σχόλιο.

  16. Left G700,

    Απ’ ότι φαίνεται εννοούμε με διαφορετικό τρόπο την ταυτότητα. Εσύ λες: “πάντα θα υπάρχει ένας αμετάβλητος σκληρός πυρήνας εαυτού (αυτό συνιστά την ταυτότητα)”. Εγώ λέω: “ναι μπορεί να υπάρξει ένας εαυτός που δεν θα συγκροτεί ταυτότητα, που δεν θα χωρά, δεν θα κουμπώνει πουθενά απολύτως (πάντα θα υπάρχει ένα υπόλοιπο, πάντα δεν θα βολεύεται κάπου)” και αλλού “αν ως ταυτότητα εννοήσουμε ένα σύνολο που συντίθεται από επανάληψη των ίδιων”. Αυτό που εσύ χαρακτηρίζεις ταυτότητα εγώ το λέω χαρακτήρα ή προσωπικότητα, και σύμφωνοι είναι κάτι που προσδιορίζει καταστατικά τον εαυτό, κάτι που αν μεταβληθεί ραγδαία και ριζικά νομιμοποιούμαστε να μιλήσουμε για μετάλλαξη.

    Νομίζω ότι αδικείς την αναρχική θεωρία όταν λες ότι είναι εναντίον κάθε αρχής, και άρα εναντίον κάθε κανόνα, κάθε υποχρέωσης και κάθε ορίου. Η αναρχία αντίκειται στην πολιτική Αρχή, την κυριαρχία. Οι αναρχικοί έχουν και αυτοί αρχές, και προφανώς αξίες, μόνο που, στις καλύτερές τους στιγμές, προσπαθούν να τις αντιλαμβάνονται πιο ανοιχτά, ότι δηλ υπόκεινται στην ενεργό πραγματικότητα, και όχι συμπαγώς, ηθικιστικά και ιδεολογικά, και εν τέλει συντηρητικά.

    Εξάλλου, δεν βοηθά ιδιαίτερα το διάλογό μας η επιμονή σου να με αντιμετωπίζεις ως εκπρόσωπο, έστω και άτυπο, της αναρχίας και να μου προσδίδεις με το ζόρι μια αναρχική ταυτότητα. Αντίστοιχα κι εγώ, προσπαθώ να κουβεντιάσω μαζί σου απροκατάληπτα, να δίνω σημασία σ αυτό που λες και γιατί το λες και όχι στο ποιος μπορεί να είσαι (δεν σε γνωρίζω προσωπικά άλλωστε).

    Τέλος, όπως ίσως έχεις καταλάβει δεν έχω καμία δυνανεξία στην αντίθετη άποψη, και αν η κοινή ευπρέπεια σε παραπέμπει σε “καθωσπρεπική αντίληψη που θυμίζει συνταξιούχο Σύμβουλο Επικρατείας και σε καμία περίπτωση αναρχικό”, τότε πάλι νομίζω ότι υπόρρητα έχεις φτιάξει μια καρικατούρα του αναρχικού. Άλλωστε, η κοινή ευπρέπεια είναι αρετή των απλών, καθημερινών, λαϊκών ανθρώπων, και δεν έχει καμία σχέση με την αστική ευγένεια. “Το κουβεντολόι που έχουμε στήσει” εξάλλου δεν αποδεικνύει ότι πριν έκανα λάθος και τώρα εμμέσως το ομολογώ (και ευτυχώς που έχω και ελαφρυντικά, αλλιώς η καταδίκη θα έπεφτε βαριά), αλλά ότι έχω μια, αφελή ίσως, πίστη ότι μπορώ να συζητήσω με κάποιον με τον οποίο μάλλον διαφωνώ (και ενίοτε συμφωνώ ή συγκλίνω) εφόσον τηρούνται κάποια όρια. Τα όρια αυτά δεν ξεπεράστηκαν τόσο στο πρώτο σου σχόλιο (όπου κι εκεί υπήρχε μια διάθεση να ξεμπερδεύεις με το κείμενο κάνοντας άγονες, και εν μέρει μειωτικές, συγκρίσεις με τον Κουτσούμπα και το Soros, υπήρχε θα έλεγα μια ειρωνική αβρότητα), όσο στη συνέχεια, όταν άρχισες τους χαρακτηρισμούς, τα πικαρίσματα και τις προσβολές τόσο προς εμένα όσο και προς το Θανάση. Δεν έχει νόημα να τα παραθέσω, νομίζω τα θυμόμαστε και οι δύο.

    Καλή συνέχεια

  17. Φίλε λαμπε ρατ,

    Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω! Κι όμως, από κάπου πρέπει ν’ αρχίσω και κάπου πρέπει να τελειώσω, γιατί αυτή η συζήτηση έχει τραβήξει σε μάκρος και, κατά κάποιο τρόπο, έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Με την πεποίθηση, λοιπόν, ότι θα υπάρξουν κι άλλες αφορμές να συνεχίσουμε τη συζήτηση που, δεν έχω λόγους να αποκρύψω, μου κάνει κλικ, αρχίζω από τα πιο προφανή για να τελειώσω με τα πιο ‘‘ζόρικα’’:

    Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε δυσκολεύει τόσο πολύ η αναγνώριση μιας λάθος αντιμετώπισής μου από τη μεριά σου που βασίστηκε σε μία λάθος εκτίμηση για την παρουσία μου εδώ! Θεωρείς τον εαυτό σου αλάνθαστο; Ή, ενώ έχεις την ευγενή φιλοδοξία να συμβάλεις στην καλυτέρευση του κόσμου, κάτι που απαιτεί μεγάλη δόση γενναιότητας, δεν έχεις το στοιχειώδες απόθεμα θάρρους που απαιτείται για να παραδεχθείς ένα λάθος σου;

    Το πρώτο μου σχόλιο προς εσένα στην περί έρωτος ανάρτηση δεν είχε τίποτε το μη ευπρεπές, ίσως ακόμα και για έναν συνταξιούχο Σύμβουλο Επικρατείας, εκτός αν θεωρήσουμε μη ευπρέπεια τη δομική αντίρρηση σε έναν ισχυρισμό/άποψη/προσέγγιση –τέτοιο ήταν στην ουσία το σχόλιό μου. Αυτό το δέχεσαι κι εσύ. Βάζεις όμως κι έναν αστερίσκο (ακριβώς επειδή ζορίζεσαι να δεχτείς το λάθος σου). Μ’ άλλα λόγια, πιο της καθομιλουμένης, μου τα μασάς. Σε ενόχλησε, λες, η αναφορά στον Κουτσούμπα και στον Soros, την οποία θεώρησες σύγκριση, εννοώντας, προφανώς, ότι προσπάθησα να σε εξομοιώσω με αυτούς. Αυτό έχεις καταλάβει από μένα, έστω και στο λίγο διάστημα που συζητάμε; Ότι καταφεύγω σε τέτοιες φτηνές πρακτικές προκειμένου να βγω στ’ ανοιχτά σε μία διαφωνία; Καμία εξομοίωση δεν έκανα! Σου θύμισα μία περίπτωση στην οποία η θέση «ούτε-ούτε», η κεντρίστικη δηλαδή, συνιστά γελοιότητα, και χρησιμοποίησα μία ατάκα τού Soros για να φέρω ένα παράδειγμα του ισχυρισμού μου (σιγά μην είναι και δική μου εφεύρεση!) ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον έρωτα είναι το μη κανονικό, το μη ισορροπημένο. (Παρένθεση: ποια «κανονικότητα» και ποια «ισορροπία» έχει η αντίδραση της Μήδειας στην ερωτική εγκατάλειψη ή του Ρωμαίου στον αφανισμό τού αντικείμενου του έρωτά του, την Ιουλιέτα και πόσο α-νόητη φαίνεται η ευγενής κατά τα άλλα φιλοδοξία σου να βάλεις κανόνες στο ερωτικό χάος, αν υποθέσουμε –δικαίως– ότι οι νουθεσίες σου απευθύνονται και προς αυτούς τούς εμβληματικούς ερωτευμένους;). Από εκεί και πέρα, από τη στιγμή δηλαδή που διαπίστωσα ότι χωρίς κανένα λόγο αγνόησες μία καίρια επισήμανση σαν τη δική μου, φυσικά και θα στο κοπάναγα (αλλά: πού τις είδες τις «προσβολές»; από πότε η καυστική ειρωνεία σε μία ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση έγινε «προσβολή»; μήπως είσαι αρσακειάδα ή κρυφοχριστιανός;). Δεν κατάλαβα! Δημοσιοποιείς ένα κείμενο –άρα, εξ ορισμού, είσαι ανοιχτός, σε παρατηρήσεις, ενστάσεις, διαφωνίες, γουατέβερ και διατεθειμένος να τις συζητήσεις– και μόλις εμφανίζεται μία τέτοια παρέμβαση, και μάλιστα απολύτως καίρια τη γράφεις στα παλαιότερα των υποδημάτων σου;[1] Ύστερα από μία τέτοια διαγωγή, τι περίμενες; Να δείξω «ευπρέπεια» (όπως την εννοείς εσύ, χωρίς δηλαδή πολεμική αντιπαράθεση, σαν την κουβέντα που γίνεται κατά τη διάρκεια μιας φιλικής παρτίδας μπριτζ μεταξύ κυρίων) και να σου πω «αχ, κύριε λαμπε ρατ, σας παρακαλώ, ελάτε να συζητήσουμε τα θέματα που έβαλα, θα σας έχω αιώνια υποχρέωση»; Μήπως έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και, αντίστροφα, πολύ μικρή για μένα; Και στη τελική: δεν νομίζεις ότι από τη στιγμή που έχεις ευλογήσει τη στάση τού «δασκάλου σου» που βάλθηκε να με εξαφανίσει ολοκληρωτικά από εδώ, λίγα 24ωρα αφ’ ότου μου έλεγε «νομίζω ότι θα έχουμε μια καλή συζήτηση οι δυο μας», θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να είσαι πιο σεμνός;

    Πάμε τώρα στα πιο ζόρικα:

    Περί ταυτότητας

    Φυσικά και έχουμε διαφορετική πρόσληψη της έννοιας «ταυτότητα»! Η δική μου είναι βάσιμη.

    Δεν μου λες, φίλε μου: Ταυτότητα κατ’ εσέ είναι μόνο η συγκρότηση ενός εαυτού που κουμπώνει απολύτως στα πάντα όλα; Μα, αν είναι έτσι, δεν υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη που να συγκροτεί ταυτοτικό εαυτό! Διότι ουδεμία ταυτότητα κουμπώνει σε όλα! (ξέρεις πόσοι χιλιαστές έχουν δεχθεί με ανακούφιση να τους γίνει μετάγγιση αίματος; και σε έχει πληροφορήσει κανείς ότι ο Αδόλφος μοιραζόταν με τους φιλόζωους τα ίδια ευγενικά συναισθήματα για τα ζώα κι ότι οι ναζί εκτελεστές στα στρατόπεδα δάκρυζαν από συγκίνηση καθώς τραγουδούσαν την Άγια Νύχτα την παραμονή τών Χριστουγέννων;). Είσαι με τα καλά σου (με έμφαση αυτό, δεδομένης της καλλιέργειάς σου και των διαβασμάτων σου); Κατασκευάζεις με το μυαλό σου ένα ανύπαρκτο ανθρώπινο υποκείμενο, χωρίς την παραμικρή αντίφαση, και μετά λες «αυτό το αρνούμαι»; Μα δεν υπάρχει αυτό που αρνείσαι, καλέ μου άνθρωπε! Υπάρχει μόνο ως σχεδίασμα στη σκέψη σου! Εκστρατεύεις εναντίον πλασμάτων τής φαντασίας σου! Ή έχεις την εντύπωση ότι το γεγονός πως συνομιλούμε (με καθυστέρηση ήρθες στη συζήτηση· δεν στο φυλάω, αλλά και δεν θα σου επιτρέψω να το ξεχάσεις, όσο κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου) και έχουμε δώσει δείγματα και οι δύο ότι συμμεριζόμαστε κάποιες από τις απόψεις ο ένας τού άλλου (ότι είμαστε «ανοιχτοί στην ετερότητα», με τα δικά σου λόγια) μας καθιστά μη-ταυτοτικούς εαυτούς, ότι δηλαδή εγώ δεν έχω μαρξιστική ταυτότητα κι εσύ δεν έχεις αναρχική; Άλλαξε πλευρό! 🙂

    Περί της δικής σου ταυτότητας

    Βλέπω με τεράστια έκπληξη ότι τσινάς επειδή σε κατατάσσω στον αναρχικό χώρο. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω για σένα (και είναι πολύ, σε διαβεβαιώνω) είναι να το εκλάβω ως δείγμα τού υπόρρητου χιούμορ που υπαινίχθηκες ότι διαθέτεις. Από την άλλη, επειδή κρατάω κάτι άσσους να με το συμπάθιο, δεν θέλω να το αφήσω να περάσει και στο ντούκου. Δεν μου λες, φίλε μου λαμπε ρατ:

    Ας αφήσουμε το γεγονός ότι τα κείμενά σου, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει με ένα απλό γκουγκλάρισμα του ονόματός σου, δημοσιεύονται και αναδημοσιεύονται αποκλειστικά σε ιντερνετικά στέκια τού «χώρου» με τα χίλια ονόματα (αναρχία, νεοαναρχία, αντιεξουσία, αυτονομία, αναρχοαυτονομία, καταστασιακοί, σάρα και μάρα και δεν συμμαζεύεται). Μπορεί να ισχυριστείς ότι δεν ορίζεις εσύ το ποιος δημοσιεύει και αναδημοσιεύει τα κείμενά σου. Ότι το στέλνεις σε όλους, από το Ριζοσπάστη και την ΟΑΚΚΕ μέχρι την τελευταία αναρχική ομάδα κι από εκεί και πέρα ουδέν λάθος αναγνωρίζεις. Για πες μου όμως, ποιο χεράκι έχει γράψει τις παρακάτω λέξεις τον Μάιο του 2013:

    ΕΑΜ – ΕΛΑΣ… είναι αυτά για μας; (Τίτλος τού άρθρου)

    Πολλοί σύντροφοι εμμένουν στο όνομα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, και πιο συγκεκριμένα στο «εθνικό(ς)» και στο «στρατός», και απορρίπτουν ανέξοδα το κίνημα ως πατριωτικό […]

    Άλλη μόνιμη επωδός είναι ότι εμείς είμαστε διεθνιστές […]

    Δεν λείπουν βέβαια και οι επανεκτιμήσεις της ιστορίας από πιο οργανωμένα τμήματα του χώρου, […]

    […]πλειοψηφικά στο χώρο, η πρόσληψη της επανάστασης της δεκαετίας του ’40 γίνεται μέσα από την αντιφασιστική βία, ειδικά την ένοπλη […]

    Επιπλέον, έχει σταδιακά επικρατήσει μια κουλτούρα ηρωοποίησης, ενίοτε και προσωπολατρείας, δάνειο από τον αριστερισμό (βλ. ενδεικτικά τη διασκευή του αντάρτικου τραγουδιού «ήρωες» από συγκρότημα που ανήκει στο χώρο).

    Το δικό σου το χεράκι τα έγραψε όλα αυτά, δεν μπορεί να μη το θυμάσαι, δεν έχουν περάσει τόσο πολλά χρόνια δα από το Μάιο του ’13. Κι αφού τα έγραψε, τα έστειλε προς δημοσίευση στο site «ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΙΝΙΑΛΟ» (sinialo.espiv.net). Και τώρα, για πες μου, για να ’χω κι εγώ το καλό ρώτημα:

    Ποιοι είσαστε αυτοί οι «εσείς» στους οποίους απευθύνεσαι και ξανααπευθύνεσαι, ως αναπόσπαστο μέλος αυτής τής αινιγματικής συλλογικότητας;

    Σε τι (οργάνωση, αντιλήψεις, ιδέες) είναι σύντροφοί σου αυτοί οι «σύντροφοι»;

    Και ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης «χώρος», στον οποίο αναφέρεσαι κατ’ επανάληψη;

    Όπως καταλαβαίνεις, τα ερωτήματα είναι ρητορικά (αλλά θα είχα πολύ πλάκα να μου έδινες κάποιες απαντήσεις…). Εκείνο που δεν είναι ρητορικό είναι αυτό που θα σου πω: είναι προτιμότερο χίλιες φορές προτιμότερο να μου πεις ευθέως και κατάμουτρα ότι δεν θέλεις διαλογικές παρτίδες μαζί μου, παρά να με κοροϊδεύεις μέσα στα μούτρα μου και να μου λες ότι δημιουργεί προβλήματα στις μεταξύ μας συζητήσεις η επιμονή μου να σε θεωρώ αναρχικό! –ενώ, ας πούμε, είσαι μέλος τού Γραφείου τής Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας τού ΚΚΕ! Έλεος!!!

    Τα λέμε

    ΥΓ Δεν θα ξαναπάρω το λόγο σε αυτό το γύρο. Μέχρι τον επόμενο, σε χαιρετώ. Με την ελπίδα ότι στην επόμενη συζήτησή μας θα επιδείξεις μεγαλύτερη ειλικρίνεια και μικρότερη υποτίμηση της νοημοσύνης μου…

  18. Left G700,

    Υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα γενικά και εδώ ειδικότερα, που είναι το ζήτημα της παρανόησης, της μη συνεννόησης, ή, αλλιώς και λαϊκά, το “δεν βγάζουμε άκρη”. Όχι γιατί διαφωνούμε, αλλά γιατί ο καθένας τείνει να ακούει, να διαβάζει και να βλέπει τα πράγματα με το δικό του, προσίδιο τρόπο, και δεν κάνει τα βήματα που είναι αναγκαία για να μετριάσει την εργοστασιακή αυτή ρύθμισή μας, γιατί η καθεμία βρίσκεται “πάντοτε εν ενεργεία, είναι πάντοτε αυτό ή το άλλο πράγμα, αυτή ή άλλη ταυτότητα, και έτσι έχουν, σ’ αυτές, εξαντλήσει καθ’ ολοκληρίαν τη δύναμή τους”.

    Σε αυτή τη δυσκολία συνεννόησης σίγουρα συμβάλλει, και μάλιστα την επιτείνει, το γεγονός ότι επικοινωνούμε μέσω ίντερνετ. Οι συζητήσεις που διαμεσολαβούνται από το ίντερνετ είναι ψυχρές, ξερές, και εύκολες-γρήγορες-επιπόλαιες. Νομίζω θα έπρεπε να τα συνυπολογίζουμε αυτά. Θα μου πεις γιατί δημοσιεύεις τότε τα κείμενά σου στο ίντερνετ. Τα δημοσιεύω ως τροφή για σκέψη γενικά, ή αλλιώς ως μήνυμα σε μπουκάλι. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι είμαι βέβαια ανοιχτός σε σχόλια, ενστάσεις, διαφωνίες κλπ, αλλά δε νιώθω υποχρεωμένος να απαντήσω κιόλας ή να μπω σε συζήτηση ντε και καλά.

    Η δική μου πρόσληψη λοιπόν του πρώτου σου σχολίου ήταν αυτή που σου είπα. Αυτά που τώρα γράφεις (“η θέση «ούτε-ούτε», η κεντρίστικη δηλαδή, συνιστά γελοιότητα, και χρησιμοποίησα μία ατάκα τού Soros για να φέρω ένα παράδειγμα του ισχυρισμού μου (σιγά μην είναι και δική μου εφεύρεση!) ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον έρωτα είναι το μη κανονικό, το μη ισορροπημένο”, “ποια «κανονικότητα» και ποια «ισορροπία» έχει η αντίδραση της Μήδειας στην ερωτική εγκατάλειψη ή του Ρωμαίου στον αφανισμό τού αντικείμενου του έρωτά του, την Ιουλιέτα και πόσο α-νόητη φαίνεται η ευγενής κατά τα άλλα φιλοδοξία σου να βάλεις κανόνες στο ερωτικό χάος, αν υποθέσουμε –δικαίως– ότι οι νουθεσίες σου απευθύνονται και προς αυτούς τούς εμβληματικούς ερωτευμένους;”), απλά επιβεβαιώνουν τις αρχικές μου σκέψεις. Θα ήμουν αφελής αν είχα την αξίωση να βάλω κανόνες στο ερωτικό χάος. Αλλά θα ήμουν και μαζοχιστής αν δεν σκεφτόμουνα πώς γίνεται να μην μας τσακίζει τη ζωή ο έρωτας. Ούτε κανονιστικότητα λοιπόν ούτε ιεροποίηση του έρωτα ως χάους και ως τραύματος. Απλά προσπάθησα να προτείνω, με βάση και τα δικά μου βιώματα, τρόπους να σκεφτούμε, να αντιληφθούμε και να αισθανθούμε τον έρωτα. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που το κάνει είμαι. Ούτε πιστεύω ότι έχω ντε και καλά δίκιο, ότι αυτά που γράφω είναι ντε και καλά βάσιμα ή αλάθητα. Δεν γράφω με τέτοιους όρους. Μπορεί κάποιος ή κάποια να αποδομήσει πολύ εύκολα αυτά που έγραψα. Το θέμα είναι αν θα κάνει τον κόπο να καταλάβει τι θέλω να πω.

    Το αυτό ισχύει και στη συζήτηση περί ταυτότητας. Προσπαθείς να ανασκευάσεις με την τυπική, θετικιστική λογική αυτά που έγραψα περί ταυτότητας. Κάποιος ή κάποια που τα διάβασε, θα αναφώνησε ίσως “καλά τα λέει αυτός, βάσιμα”! Αλλά αυτά που γράφεις (“ξέρεις πόσοι χιλιαστές έχουν δεχθεί με ανακούφιση να τους γίνει μετάγγιση αίματος; και σε έχει πληροφορήσει κανείς ότι ο Αδόλφος μοιραζόταν με τους φιλόζωους τα ίδια ευγενικά συναισθήματα για τα ζώα κι ότι οι ναζί εκτελεστές στα στρατόπεδα δάκρυζαν από συγκίνηση καθώς τραγουδούσαν την Άγια Νύχτα την παραμονή τών Χριστουγέννων;”) μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν από την ανάποδη, ότι δηλαδή οι άνθρωποι κουμπώνουν εν τέλει ό,τι (από την ιδιοσυγκρασία τους ή από την ανάγκη τους) αποκκλίνει ή ξεχειλίζει σε μια ισχυρή, συμπαγή ταυτότητα, είτε αυτή λέγεται χιλιαστική είτε λέγεται ναζιστική είτε λέγεται μαρξιστική είτε λέγεται αναρχική. Δεν του αφήνουν χώρο και χρόνο να ανασάνει, το περιορίζουν, το εκλογικεύουν, το αποσπούν ως μεμονωμένο, το κατατμήζουν, το υποβαθμίζουν στη συνείδησή τους, το αποσιωπούν από τον εσώτερο εαυτό τους, το αντιστρέφουν, το ενσωματώνουν σε μια ομοιογενή ολότητα, κάνουν οτιδήποτε άλλο γιατί αν του άφηναν χώρο και χρόνο απλούστατα δεν θα ταυτοποιούνταν ως κάτι.

    Το ίδιο τέλος ισχύει και για τη δική μου “ταυτότητα”. Ποτέ δεν απέκρυψα ότι γενικά κινούμαι στο χώρο που λέγεται αναρχία – αντεξουσία – αυτονομία (και πίστεψέ με έχουν υπάρξει πολλές φορές που νιώθω περήφανος γι αυτό), και ότι ειδικά προσπαθώ να κινηθώ εντός-ενάντια-και πέρα από αυτό το χώρο. Πώς τώρα αυτό με καθιστά ταυτοτικά αναρχικό, ή άτυπο εκπρόσωπο των παραπάνω ρευμάτων σκέψης και πρακτικής, αυτό είναι επίσης ένα ρητορικό ερώτημα.

    Δεν υποτιμώ τη νοημοσύνη κανενός ούτε κι έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Αυτά που γράφω, αν κανείς τα διαβάζει πραγματικά, το αποκαλύπτουν αυτό νομίζω. Έχω διαβάσει κάμποσο στη ζωή μου (αλλά κυρίως έχω βιώσει κάμποσα στη ζωή μου) για να καταλαβαίνω, τις περισσότερες φορές, πότε αυτός (συνήθως) ή αυτή που το γράφει ή το λέει υποτιμά τη νοημοσύνη μου ή έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του/της. Δεν κρύβονται εύκολα αυτά τα πράγματα Left G700 αν είναι κανείς λίγο υποψιασμένος, δηλαδή ενήλικος με βιώματα και εμπειρίες που έχουν κάπως ωριμάσει μέσα του.

    Καλή συνέχεια

  19. Φίλε λαμπε ρατ,

    Όχι, δεν αθετώ την αυτόβουλη δέσμευση (θα το λατρέψεις τούτο το αυτό, εσύ ένας δέσμιός του 😉 ) να μην ξαναπάρω το λόγο επί των συζητηθέντων. Απλώς αξιοποιώ την ευκαιρία για να σου προτείνω να συμπεριλάβεις ένα θέμα στα μελλοντικά κείμενά σου εδώ.

    Πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω τις απόψεις σου για τη θέση τού Σχολάρχη ότι πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ εξουσίας και κυριαρχίας, θέση που καταλήγει στην προτροπή να μη δηλώνουμε (δηλώνετε) αντιεξουσιαστές αλλά αναρχικοί. Είναι βέβαια μία θέση που πηγάζει από τη διαπίστωση του Φουκώ για το ανέφικτο της κατάργησης των εξουσιαστικών σχέσεων, η οποία διαπίστωση τον οδηγεί με τη σειρά της να εστιάζει τα πυρά του εναντίον των σχέσεων κυριαρχίας που τις θεωρεί συμπύκνωση των εξουσιαστικών. Για να ισχυροποιήσω την πρότασή μου, να σε τσιγκλήσω λίγο:

    Θεωρώ τόσο τη θέση τού Φουκώ όσο και του Σχολάρχη μία άτεχνη ντρίμπλα που μπορεί να μπερδέψει μόνο τους αδαείς ή τους αφελείς.

    Ανατρίχιασες με αυτή τη ‘‘βλάσφημη’’ σκέψη;

    Κάνε με σκόνη. Στρώσου στο γράψιμο! 🙂

    Τα λέμε